Μιας και η Αιγνούσα είναι νησί της ναυτοσύνης και μιας και η
μέρα το επιτρέπει ας αναφερθούμε λοιπόν στο πώς επηρέασε την ανάπτυξή της ο Β’
παγκόσμιος πόλεμος. Δυστυχώς ο πόλεμος αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα, όχι μόνο γι’
αυτήν, αλλά γενικώς για ολόκληρη την ελληνική εμπορική ναυτιλία. Αρκεί να
αναλογιστούμε πως λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, το 1939, η Ελλάδα με το
στόλο της κατείχε την πέμπτη θέση παγκοσμίως. Με έδρες των εφοπλιστικών
γραφείων σε Πειραιά και Λονδίνο ήταν σαφές και επόμενο ότι ο ελληνικός στόλος
σε μία τέτοια κρίσιμη περίοδο θα διατίθετο ολοκληρωτικά στη βούληση των
συμμάχων. Ο φόβος των ελλήνων εφοπλιστών τους οδήγησε στη μεταφορά των γραφείων
τους στη Νέα Υόρκη, ωστόσο το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Ο στόλος είχε ήδη
διατεθεί.
Οι συνέπειες ορατές. Σχεδόν όλα τα πλοία καταστράφηκαν.
Μιλάμε για ένα ποσοστό ύψους 75% που χάθηκε είτε από βομβαρδισμούς είτε από
τορπιλισμούς είτε από προσκρούσεις σε νάρκες. Στη δική μας περιοχή η καταστροφή
ολοκληρωτική. 32 Χιώτικα πλοία, 21 Αιγνουσιώτικα και 32 Καρδαμυλίτικα
ατμόπλοια. Σύνολο 86 πλοία, αν και άλλες πηγές κάνουν λόγο 91.
Το νησί της Αιγνούσας φυσικά, όπως συνέβη και στα υπόλοιπα
μέρη της Ελλάδας, πέρασε στην κατοχή των Γερμανών και συγκεκριμένα το έτος
1941, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και προβλήματα διαβίωσης των κατοίκων
της. Προκειμένου αποφευχθεί η εγκατάλειψη του νησιού, εύπορες οικογένειες
Αιγνουσιωτών εκ Λονδίνου και εξ Αθηνών προσπάθησαν να συνδράμουν οικονομικά
στην περιοχή. Ωστόσο, μετά το πέρας του πολέμου πολλοί ήταν εκείνοι που,
αδυνατώντας να ορθοποδήσουν, μετακινήθηκαν προς την πρωτεύουσα. Παρόλα αυτά, σε
πείσμα των καιρών και, παρά τις πολλές κακουχίες, όχι μόνο της περιόδου αυτής,
αλλά και των χρόνων που ακολούθησαν, το νησί κατάφερε να αντέξει και να
παραμείνει έως και σήμερα ένα από τα ομορφότερα κατοικήσιμα νησιά του Αιγαίου.
Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το έργο του Οδυσσέα Ελύτη «ΑΣΜΑ
ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ»
«Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!»