katarraktisvillage

Μίλα πρίν είναι αργά, όχι άλλη σιωπή.

 "Με λένε Αλίκη, είμαι 27 χρονών και παντρεύομαι αύριο.

Η καρδιά μου τρέμει από ευτυχία .

Νιώθω όλες τις πεταλούδες στο στομάχι μου, σε όλο τον κόσμο, σε όλο το εσωτερικό μου.

Γαμπρός είναι ο Luigi, ο έρωτας της ζωής μου, ο έρωτας που έρχεται και ρίχνεσαι μέσα..

Και είναι όμορφο.


Με λένε Άλίκη, είμαι 30 και είμαι έγκυος. Νιώθω ναυτία το πρωί μόλις ξαπλώσω στο κρεβάτι αφού άνοιξα τα μάτια μου.

Ο Luigi λέει ότι είμαι όμορφη, δεν τον πιστεύω, έχω πάρει δέκα κιλά, αλλά θα με περιποιηθούν έτσι κι αλλιώς.


Με λένε Αλίκη, είμαι 31 χρονών, και εδώ και λίγους μήνες κρατάω αγκαλιά τον Φραντσέσκο.

Καλός ο Φραντσέσκο.

Και έχει γεύση γάλα παντού, στα μαλλιά, στα χεράκια, στα πόδια.

Είμαι συγκινημένη από τα πάντα.


Luigi, όχι. Ο Luigi μιλάει δυνατά.

«Κάνε τον να σταματήσει να κλαίει, Χριστέ μου. ".

Χθες του ξέφυγε ένα χέρι στο πρόσωπό μου. Τον συγχώρεσα αμέσως.

Είναι κουρασμένος.

Αυτή η μητρότητα τον βρίσκει απροετοίμαστο.


Με λένε Αλίκη, είμαι 32 χρονών, και σήμερα, κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη παρατήρησα μια μελανιά στο δεξί μου χέρι, μία στο ζυγωματικό και μία κοντά στο χείλος. Τώρα κάνω το μακιγιάζ μου για τα καλά και όλα εξαφανίζονται.


Με λένε Αλίκη, είμαι 33 χρονών, και απόψε κατέληξα στα Επείγοντα.

Τρία σπασμένα πλευρά.

Ο Luigi με κλωτσάει.

Αλλά δεν είναι δικό του λάθος.

Δεν φταίει αυτός.

Είναι τόσο κουρασμένος, και είμαι τόσο αφηρημένη που έπεσα στην κουζίνα, φέρνοντας το πιάτο και τα μαχαιροπίρουνα του στο τραπέζι.

«Ο σύζυγός μου προσπάθησε να με βοηθήσει να σηκωθώ, αντ' αυτού έπεσε πάνω μου. ”, έτσι είπα στο νοσοκομείο.

"Είσαι σίγουρη; ".

"Βεβαίως. ”, απάντησα αργά, με πόνο που μου έκοψε την ανάσα.


Το όνομά μου είναι είναι Αλίκη, είμαι 35 χρονών και σήμερα το πρωί ο Luigi με μαχαίρωσε στο λαιμό.

Νιώθω τη λεπίδα να μπαίνει στη σάρκα.

Για λίγα δευτερόλεπτα κράτησα την αναπνοή μου, και σκέφτηκα "... 

«Σε μένα συμβαίνει αυτό;

Αλήθεια μου συμβαίνει αυτό;»

Πέθανα μετά από λίγες ώρες.

 Όχι άλλο αίμα.


Το όνομά μου είναι Αλίκη, και τώρα είμαι σύννεφο, βροχή, γη και θάλασσα.

Και πνοή μάνας σε όλα τα ορφανά αυτού του κόσμου».


Όχι άλλο αίμα.


✍️Άννα Στέρη


Via  Αστάρτη/Astarti 


Υ.Γ. Μίλα πρίν είναι αργά...

ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΣΙΩΠΉ

Share:

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 73 /17/11

 Το σημερινό αφιέρωμα δεν έχει μόνο τιμητικό χαρακτήρα. Είναι ταυτόχρονα μια ανάγκη να σώσουμε τα αποτυπώματα της ιστορίας στη μνήμη μας. Η μνήμη είναι αδύνατη, η συνείδηση προκατασκευασμένη και η λήθη ο θάνατος της ελπίδας. 

Η Τέχνη απαθανατίζει και αφυπνίζει.


ο θόρυβος απ΄ τις ερπύστριες το ανορθωμένο τρίχωμα της νύχτας
αδέρφια φώναζαν πρώτα, αδέρφια,, αδέρφια,
φονιάδες φώναζαν ύστερα, πληρωμένοι φονιάδες, φονιάδες,
τραυματιοφορείς, αργά πιο αργά,
αργά να βγεις, αργά να μείνεις, αργά να κάνεις πίσω
κρύψε στη μέσα τσέπη σου ένα κομμάτι φωτιά, κρύψε τη σημαία
θα ΄ρθει πάλι ο καιρός, θα ΄ρθουν δέντρα, απογεύματα στα κατώφλια

(Γ. Ρίτσος «Το σώμα και το αίμα» 1973)




Ο αγώνας του λαού και της νεολαίας το Νοέμβρη του 1973 φλογίζει τις καρδιές και εμπνέει όσους μάχονται ενάντια στην αδικία και σε κάθε μορφή βίας. Ένα χρόνο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι συμμετείχαν στην πιο μεγάλη διαδήλωση που γνώρισε ο τόπος τούτος. Ήταν ένα συλλαλητήριο τιμής στους νεκρούς του Πολυτεχνείου, «που με μόνο όπλο τους την πίστη σε έναν καλύτερο κόσμο είχαν προτάξει τα στήθη τους αψηφώντας τα τανκς». Έκτοτε, κάθε χρόνο χιλιάδες ανθρώπων ανήμερα της επετείου διαδηλώνουν τη θέλησή τους για ολοκλήρωση των ιδανικών του Πολυτεχνείου.

Το κορυφαίο γεγονός της αντιδικτατορικής πάλης ενέπνευσε και τους καλλιτέχνες. Όλες τις Τέχνες. Ειδικά ποιητές, πεζογράφους, εικαστικούς. Οι αγώνες του λαού πάντα αποτελούσαν και αποτελούν πηγή έμπνευσης για κάθε καλλιτέχνη! Ή, όπως το είπαν οι ναυτεργάτες στη δική τους έκθεση εικαστικών τεχνών και φωτογραφίας (έχει γίνει θεσμός, φέτος ήταν η 8η χρονιά), «Οι αγώνες είναι η τέχνη του λαού και η τέχνη το όπλο του».

Διαβάστε ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΄73
Share:

Δεν είναι μυστικό, το γέλιο είναι καλοοοο!!

Δεν είναι μυστικό ότι ένα καλό  γέλιο φέρνει πληθώρα πλεονεκτημάτων που μπορούν να ενισχύσουν τη συνολική μας ευεξία. Όταν γελάτε, είναι σαν να πατάτε το κουμπί ανανέωσης στο μυαλό σας. ελαφρύνει το ψυχικό σας φορτίο και προσφέρει μια πολύ αναγκαία διαφυγή από το άγχος.



Αυτή η απολαυστική έκρηξη χαράς δεν ανεβάζει απλώς τη διάθεσή σας - αλλά επίσης αντλεί το αίμα σας διεγείροντας την κυκλοφορία και προάγοντας τη μυϊκή χαλάρωση . Αυτό μπορεί να κάνει θαύματα στην ανακούφιση των σωματικών συμπτωμάτων της έντασης, όπως οι σφιγμένοι ώμοι ή ο άκαμπτος λαιμός

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό!
 
Το γέλιο μπορεί ακόμη και να δώσει λίγη ώθηση στο ανοσοποιητικό σας σύστημα, κάνοντάς σας πιο ανθεκτικούς στις ασθένειες. Τώρα, οι άνθρωποι αναζητούν το γέλιο για διάφορους λόγους. Κάποιοι μπορεί να χρειαστούν ένα διάλειμμα από τις ταραχώδεις ρουτίνες τους, ενώ άλλοι ποθούν απλώς μια δόση χαράς για να ανεβάσουν τη διάθεσή τους.

Μετά απο μια περιπέτεια επέστρεψα !!! Επανεκκίνηση παιδιά , Καλό μήνα λοιπόν!!
Share:

Αφιερωμένο στην κυρία Έρση

 Ο Ανάστασης φόρεσε χαρούμενος την τσάντα του στην πλάτη και όλο ανυπομονησία ξεκίνησε για το σχολείο! Είχε φτάσει κιόλας Τετάρτη. Η μαμά του είπε ότι μπορούσε πια να πηγαίνει μόνος του σχολείο.  Εξάλλου, μόλις δύο στενά πιο κάτω ήταν το σχολείο.  Θα μπορούσε να τα καταφέρει μια χαρα.


-Ολόκληρο παλικάρι είσαι πια, Ανάσταση μου, του ελεγε η μαμά! Κοίτα πόσο ψήλωσες. Τετάρτη πια! Πήρες και μεγάλη τσάντα! Ποσά βιβλια θα κουβαλάς φέτος;


Κι  ο Ανάστασης όσο τα άκουγε αυτά, τόσο πιο πολύ χαιρόταν! Γιατί  ο Ανάστασης ήταν ένα παιδί σαν όλα τα άλλα, μα ήταν και ένα ξεχωριστό παιδί. Μεγάλωνε και μαζί του μεγάλωναν και οι προκλήσεις της καθημερινότητάς του. Όμως τώρα ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί μπορούσε να τις αντιμετωπίσει. 


Αν μπορούσατε να δείτε  με τα μάτια του Ανάσταση, θα μπορούσατε να δείτε τον κόσμο όλο από μια άλλη οπτική. Τον κόσμο, όπως τον βλέπει ένα παιδί που η μάτια μου έχει κάτι μοναδικό, είναι μία ματιά που πηγάζει μέσα απο τον δικό του μοναδικό εαυτό.  Ο Ανάστασης την τελευταία χρόνια στο σχολείο κατάφερε να κάνει πολλά, γιατί υπήρξε κάποιος που πίστεψε στον μοναδικό Ανάσταση, τον πήρε από το χέρι και είδε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του.


Αυτός ο κάποιος ήταν η κυρία Έρση που μόλις είδε τον Ανάσταση να κάθεται μόνος κατάλαβε ότι είναι ξεχωριστός. Δεν του αρέσει να κάνει ό,τι κάνουν τα άλλα παιδιά και είναι αυτό πολύ οκ! Δεν την πειράζει καθόλου την κυρία Έρση αυτό. Τον Ανάσταση τον ενοχλούν τα ανοιχτά καπάκια και τρέχει γρήγορα να τα κλείσει. Τα άλλα παιδιά θυμώνουν, μα η κυρία Έρση τα καθησυχάζει, γιατί μόλις Ο Ανάστασης κλείσει όλα τα καπάκια, μπορεί να καθίσει και πάλι ήρεμα στην καρέκλα του και να συνεχίσει να γράφει. Και όση ώρα αυτος έκλεινε τα καπάκια και όλοι νόμιζαν ότι είναι θυμωμένος, αυτος ηταν απόλυτα συγκεντρωμένος. Τα έχει ακούσει όλα με έναν δικό του μοναδικό τρόπο και συνέχισε το μάθημά του κανονικά. Τι τυχερός που ήταν που η κυρία Έρση δεν είχε θυμώσει μαζί του. Έτσι ούτε τα άλλα παιδιά τα “έβαλαν” μαζί του, όπως τις άλλες φορές 


 Επίσης, καμιά φορά, όταν πρέπει να γράψουν αυτο το “σκέφτομαι και γράφω” ο Ανάστασης δυσκολεύεται να ακολουθήσει όλες αυτές τις οδηγίες που τους λεει η κυρία και μετά η ιστορία που γράφει δεν μοιάζει με των άλλων παιδιών, μα η κυρία Μυρσίνη τη διαβάζει ενθουσιασμένη και θαυμάζει τη φαντασία του Ανάσταση. 


Και, όταν στην αυλή δεν τα καταφέρνει να παίξει, όπως τα άλλα παιδιά, αλλά καμία φορά λέει τα δικά του, τα παιδιά δεν τον κοιτάζουν πια παράξενα, όπως τις άλλες χρονιές, γιατί είναι εκεί η κυρία Έρση και κάνει κάτι μαγικά!!!


Μια μέρα, όμως, που ο Ανάστασης ήταν λίγο παραπάνω ανήσυχος και κινδύνευσε να χτυπήσει η κυρία Έρση πήρε τον Ανάσταση στο γραφείο και του έδωσε να παίξει με ένα μπαλάκι. Ήταν μαλακό και ο Ανάστασης ένιωθε όμορφα να το πιέζει ξανά και ξανά. Τότε, η κυρία Έρση κάλεσε τη μαμά και τον μπαμπά, αλλά δεν τους μάλωσε, ούτε τους παραπονέθηκε για τον Ανάσταση. Μόνο τους είπε ότι ο Ανάστασης είναι μοναδικός και έχει δικό του ξεχωριστό τρόπο να βλέπει τον κόσμο. Κι αυτό είναι πολύ πολύ όμορφο, γιατί ο κόσμος μας θα ήταν πολύ βαρετός, αν ήμασταν όλοι ίδιοι. Ο Ανάστασης είναι σπουδαίο παιδί και μεγάλος αγωνιστής. Κάθε μέρα δίνει μια μαχη και βγαίνει νικητής! Η κυρία Έρση το βλέπει αυτό κάθε μέρα και θαυμάζει τον Ανάσταση για τη μοναδικότητά του.

Η μαμά κι ο μπαμπάς το ξέρουν και είναι πολύ χαρούμενοι που η κυρία Έρση μπόρεσε να τα δει όλα αυτά και τώρα ο Ανάστασης μπορεί να συνεχίσει το δικο του ταξίδι στο σχολείο χωρίς να κινδυνεύει, χωρίς να μένει στο περιθώριο και χωρίς να στιγματίζεται. Γιατί η κυρία Έρση είδε πίσω από ταμπέλες και στερεότυπα, αγκάλιασε το παιδί κυριολεκτικά και μεταφορικά και έκανε και τα άλλα παιδιά να τον αγκαλιάσουν.

Γιατί υπάρχουν και αυτοί οι εκπαιδευτικοί, σαν την κυρία Έρση, που αντιμετωπίζουν τον κάθε μαθητή με ενσυναίσθηση, ξέρουν τι θα πει συμπερίληψη και δίνουν κάθε μέρα την ψυχή τους, για να προσφέρουν το καλύτερο στα παιδιά.

❤️Ένα ποστ αφιερωμένο στην κυρία Έρση και στην κάθε κυρία Έρση, ένα ποστ αφιερωμένο στους εκπαιδευτικούς για τη Διεθνή Ημέρα Εκπαιδευτικών 05/10


Φωτογραφία από το 30ο ΔΣ Βόλου

Share:

Ακούγοντας αληθηνες ιστορίες

Τα χέρια της είναι ξυλιασμένα από τα νερά της μπουγάδας στη σκάφη και δε μπορούν να σπρώξουν τη βελόνα μέσα στο χοντρό ύφασμα. Το φως από το κερί δε φτάνει για να βλέπει τις βελονιές πάνω στο σκούρο πανί. Αλλά πρέπει να συνεχίσει. Η πελάτισσα – Η κυρία Δημάρχου – θέλει το καινούργιο παλτό αύριο πρωί πρωί για να το φορέσει στην εκκλησία. 

Η Γιαννούλα είναι μόλις 15 χρονών αλλά όλοι ξέρουν ότι είναι η καλύτερη ράφτρα της επαρχίας. Και οι παραγγελίες και οι πρόβες πέφτουν βροχή. Δεν είχε και επιλογή δηλαδή. Ή αυτό ή πείνα. Για την ίδια και τα 4 μικρότερα αδέλφια της. Η μεγάλη δεν έχει ανάγκη. Είναι έτσι κι αλλιώς τακτοποιημένη στο οικοτροφείο. Και για την άλλη – τη δεύτερη – Δεν τη νοιάζει. Αυτή όλη μέρα χτενίζεται και γυαλίζεται στο καθρεφτάκι της. Για τα μικρά τη νοιάζει. Και για τη μάνα της. Και για τον πατέρα της που χαροπαλεύει στο νοσοκομείο στην Πάτρα.

Κρυώνει. Από τότε που ο πατέρας της έπαθε το ατύχημα, πριν 2 μήνες, στο σπίτι σώθηκαν τα ξύλα και η σταφίδα στο ντουλάπι τελειώνει. Το περιβόλι, χωρίς τη μάνα να το φροντίζει, μαράθηκε και μόνο αγριόχορτα βγαίνουν πια.

Τα μάτια κλείνουν. Τα μικρά πάλι πέσανε για ύπνο μόνο με μια χούφτα σταφίδα στο στομάχι. Άντε μια βελονιά ακόμα. Κι ένα κουμπί. Κι άλλο ένα. Σφίγγει τα δόντια και σπρώχνει τη βελόνα στο χοντρό ύφασμα. Τα νύχια της είναι σπασμένα και τα δάχτυλα ματωμένα από τις χιονίστρες αλλά, λίγο ακόμα θέλει. Και μόλις πάρει τα λίγα χρήματα από την κυρία Δημάρχου, θα μπορέσει να στείλει στη μάνα για το νοσοκομείο και, αν περισσέψει τίποτα, να γεμίσει το μπουκάλι με λάδι ως τη μέση. Ευτυχώς, σε 2 μέρες, της έγραψε, θα είναι αυτός εκεί. Θα περάσει από το χωριό, πηγαίνοντας με το φορτηγάκι στα άλλα χωριά. Νεωτερισμοί ο Ράμμος, γράφει απ’έξω το φορτηγάκι. Και, όταν σταματάει στην πλατεία, μαζεύονται γύρω του τα κοριτσόπουλα να χαζέψουν τα τσίτια από την πρωτεύουσα και τους κολιέδες με τα γυαλάκια που αστράφτουν. Έτσι τον γνώρισε. Δε ντράπηκε ποτέ. Μόνο γι’αυτό δε ντράπηκε ποτέ στη ζωή της. Αυτή δε χαζεύει ούτε τα τσιτια ούτε τα γυαλάκια που αστράφτουν με την ψεύτικη λάμψη τους. Αυτόν κοιτάζει. Και λάμπει!

Κι αυτός λάμπει! Λάμπουν τα μάτια του, τα μαύρα του μαλλιά, το άσπρο του πουκάμισο. Και αστράφτει το χαμόγελό του όταν την κοιτάζει.

Ποτέ δεν της είπε ψέματα. Από την αρχή ήξερε ότι ήταν παντρεμένος στα Μέγαρα. Όχι, δε ντράπηκε ποτέ. Το ξερε. 15 χρονών θα μου πεις , τι να ξερε; Κι όμως ήξερε. Ότι είναι λάθος. Ότι… Ότι…

Αυτός επέμενε. Θα σε πάρω στην “ΑΘΗΝΑ”. Κι αυτό ήξερε ότι ήταν λάθος. Αλλά ήταν κι η παρηγοριά της τις νύχτες με το κρύο και τη βελόνα να την τρυπάνε. Και την έβαλε στο μαγαζί. Και “διηύθυνε” 10 κοπέλες. Μες στα υφάσματα και τις κλωστές και το θόρυβο των μηχανών, χόρτασε πρώτη φορά ψωμάκι. Και ζεστάθηκε. Κι έφερε και τα αδέρφια της στην Αθήνα και πήγαν κι αυτά σχολείο. Κι έβαλε και τον πατέρα σε μια κλινική. Και στη μάνα πήρε ένα ψυγείο με πάγο. Και ας ζούσαν 7 άνθρωποι σε ένα δυαράκι, σκοτεινό, και ίσα που χωρούσαν τα κρεβάτια. Το βράδυ η κοιλιά ήταν γεμάτη. Η μεγάλη αδερφή διορίστηκε. Και η δεύτερη παντρεύτηκε. Κι οι υπόλοιποι πήραν το δρόμο τους, όπως διάλεξε ο καθένας κι όπως τα φέρε η ζωή στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Κι αυτή, συνέχιζε να λάμπει, στις κλεμμένες τους στιγμές κι ας δούλευε όλη μέρα μες στα τόπια, τη σκόνη και το θόρυβο από τις μηχανές γαζώματος.

30 χρονών ήταν πια, Μεγαλοκοπέλα, γεροντοκόρη τη λέγανε στη γειτονιά, όταν το κατάλαβε. Αυτή τη φορά ντράπηκε. Κι έκλαψε πολύ. Γι ‘ αυτό το πλάσμα που ήθελε να ‘ρθει σε ένα κόσμο σκληρό και που γι’ αυτό θα ήταν ακόμη σκληρότερος, όπως είναι για όλα τα μπάσταρδα. Του το ‘πε μες στο αυτοκίνητο, το βράδυ που τη γύριζε στο σπίτι από το μαγαζί. Κι αυτός έλαμψε ξανά, όπως τότε, όπως πάντα όταν την κοίταζε. Τόσα χρόνια παντρεμένος και παιδί δεν είχε. Κι αυτό θα το αγαπούσε, όπως αγαπούσε κι εκείνη 15 χρόνια τώρα. Κι ούτε τώρα της είπε ψέματα. Ποτέ δεν της είπε ψέματα. Κι όσο και να του λέγε όχι, αυτός την απόφασή του την είχε πάρει: θα χώριζε. Ούτε αυτή έλεγε ψέματα. Κι ας την έλεγαν “παλιοκόριτσο” πίσω απ ‘ την πλάτη της. Ψέματα δεν έλεγε. Τον αγαπούσε, 15 χρόνια τώρα, αλλά δεν ήθελε να του κλείσει το σπίτι. Ούτε να χαλάσει τη ζωή της άλλης. Αυτή ήταν, άλλωστε, η “άλλη”.

“Είσαι 30 χρονών” , της είπε κι η μάνα της. ‘Ενα παιδί που σου τυχε να το κρατήσεις. Θα μεγαλώσει κι αυτό, ένα στόμα παραπάνω ‘ Κι έγινε τείχος η μάνα για την κόρη και το αγέννητο εγγόνι της . Άλλο εγγόνι δεν είχε. Κανείς απ τα παιδιά της δεν έκανε παιδί, λες κι ο Θεός έδωσε σ’ αυτήν και τα παιδιά που αναλογούσαν στα παιδιά της. “Τ ‘ αδέρφια σου δε μπορούν να κάνουν παιδιά κι εσύ θες να το χαλάσεις;” “Κι ο κόσμος ρε μάνα; Τ’ αδέρφια μου; Τι θα πουν;” “Δεν τους πέφτει λόγος. Δε θα το ταΐζουν αυτοί”. Και το θέμα έκλεισε γιατί κανείς δεν τόλμαγε να τα βάλει με την κυρά Χαρίκλεια που γέννησε εφτά παιδιά, την Ηπειρώτισσα που περπάτησε μες στα χιόνια για να κατέβει σε έναν ξένο τόπο με τον άντρα της για μια καινούργια αρχή.

Εκείνο το απόγευμα δεν πήγε στη δουλειά. “Να με περιμένεις στο σπίτι” της είπε. “Θα ‘ρθω με τον αδερφό μου να μιλήσω στη μάνα σου και τον πατέρα σου”. Από ώρα όμως δεν αισθανόταν καλά. Κάτι πόνους ένιωθε, ένα κάψιμο, ένα σκοτάδι της ερχότανε. Η κυρά Χαρίκλεια την έστειλε στο μπάνιο, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της, να συνέλθει. Κι εκεί, τη στιγμή που ακούστηκε το τηλέφωνο να χτυπάει, το είδε. Το αίμα. “Μάνα” φώναζε και το τηλέφωνο χτυπούσε κι η μάνα κατάλαβε. Κι έμεινε βουβή με το μαύρο ακουστικό στο χέρι, με τα μαύρα μαντάτα στην καρδιά, και τα ουρλιαχτά της κόρης της σα πέτρα στο λαιμό.

Οι εφημερίδες έγραψαν για το ατύχημα που στέρησε τη ζωή σε έναν άνθρωπο, ο αδερφός του γλίτωσε από θαύμα, καθώς τη στιγμή που το φορτηγό έπεσε πάνω στο μικρό αυτοκίνητο, εκείνος είχε κατέβει να πάρει γλυκά από το ζαχαροπλαστείο το “Νέον”. Βάζανε και φωτογραφίες της χήρας που, ποιος ξέρει αν είχε προλάβει να μάθει από τον μακαρίτη πόσο θα άλλαζε η ζωή της. Στο νοσοκομείο, τη Γιαννούλα δεν την άφησαν να διαβάσει εφημερίδα. Κι όταν, μετά από μέρες, πήρε το λεωφορείο και πήγε τσακισμένη και “άδεια” στο μαγαζί, το βρήκε κλειστό, με τα ρολά κατεβασμένα και το λουκέτο περασμένο στην αλυσίδα. Δεν είχε πια τίποτα από αυτόν. Τίποτα να τον θυμίζει. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής της.

Αλλά υπήρξαν τα επόμενα 50 χρόνια. Γιατί, βρήκε τη δύναμη να ξαναπατήσει στα πόδια της . Και μαγαζί δικό της έστησε, και μια μικρή γκαρσονιέρα αγόρασε και το παιδί που απέκτησε τελικά ο αδερφός της στην ξενιτιά το μεγάλωσε. Ένα μόνο δε μπόρεσε να κάνει: να ξαναγαπήσει. Κι όταν στις τελευταίες μέρες της, στο κρεβάτι που θα άφηνε την τελευταία της αναπνοή ,το μυαλό της , αν και βασανισμένο απ’το Alzheimer, γύριζε πίσω και φώναζε εκείνο το παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ “μωρό μου!!”

 Με σεβασμό,

Στο “παλιοκόριτσο” που με μεγάλωσε!

Σε ευχαριστώ! 

Χαρά Λιακατά

Share:

Λατρεύω τις γιαγιάδες

 Λατρεύω τις γιαγιάδες που φορούν γκρι ταγιέρ και μαύρα λουστρίνια και κρατούν μια μικρή μαύρη τσαντούλα. Που φορούν μόνο τη βέρα τους και το μαλλί τους είναι κρεπαρισμένο και λίγο σπαστό από τα ρόλεϊ που έχουν βάλει αποβραδίς.


Λατρεύω τις γιαγιάδες που πηγαίνουν κάθε Κυριακή στην εκκλησία και βιάζονται να πουν πρώτες το Πάτερ Υμών. Που φοράνε τα καλά τους και βάζουν στο πορτοφόλι λίγα κέρματα για το κεράκι κι ένα λευκό μαντηλάκι. Που έχουν ροζιασμένα χέρια και στριμώχνονται να πάρουν πρώτες το αντίδωρο για να επιστρέψουν σπίτι.


Λατρεύω τις γιαγιάδες που δυσκολεύονται να ανέβουν στο τρόλεϊ κι αν τύχει να τις βοηθήσεις, σε στολίζουν με χίλιες ευχές. Που κάθονται μετά δίπλα σου και σου λένε οτιδήποτε άσχετο, περιμένοντας να τις ακούσεις με προσοχή. Που δίνουν συμβουλές στο παιδί σου και θυμούνται τι έκαναν τα δικά τους παιδιά στην αντίστοιχη ηλικία.


Λατρεύω τις γιαγιάδες που ζυμώνουν ψωμί κι ανοίγουν φύλλο για να φτιάξουν πίτα, γιατί το έτοιμο είναι σαν χαρτί. Που ξεχωρίζουν τα φαγητά σε γιορτινά και μη. Που παρόλη την ηλικία τους και την οικονομική τους κατάσταση, κάνουν πολύ συχνά το τραπέζι σε παιδιά και εγγόνια.


Λατρεύω τις γιαγιάδες που πλέκουν δαντέλες, σεμέν, τραπεζομάντηλα και πετσετάκια. Που γεμίζουν το σπίτι σου με διάφορα τέτοια εργόχειρα, γνωρίζοντας πως αμέσως μόλις φύγουν, θα τα βγάλεις. Που αυτά τα εργόχειρα δεν είναι απλώς μοναδικά, αλλά κάθε βελονιά έχει αγάπη και μεράκι.


Λατρεύω τις γιαγιάδες που φτιάχνουν γλυκό κυδώνι και το σερβίρουν στον παλιό δίσκο, όπου είναι κι αυτός στρωμένος με πλεκτό πετσετάκι. Που το πιατελάκι είναι επίσης παλιό, από το σερβίτσιο που ήταν δώρο στον γάμο τους. Που το κυδώνι είναι κομμένο στο χέρι με υπομονή κι αγάπη.


Λατρεύω κι αυτές που φτιάχνουν μπακλαβά την Πρωτοχρονιά με πολλά φύλλα, με πολλά καρύδια και πολύ σιρόπι. Που το ταψί είναι τόσο μεγάλο ώστε να φτάσει να ταΐσουν και να γλυκάνουν όλη τη γειτονιά κι όλους όσοι έρθουν για τα «Χρόνια Πολλά». Που βάζουν πάνω από κάθε κομμάτι ένα γαρύφαλλο για άρωμα και στολίδι.


Λατρεύω τις γιαγιάδες που στα νιάτα τους κάθισαν σε αργαλειό, άναψαν τον φούρνο του σπιτιού τους για να μαγειρέψουν, είχαν γάιδαρο και κατσίκα στην αυλή. Που στις αυλές τους είχαν πολλές γλάστρες με γαρυφαλλιές και πλατύφυλλους βασιλικούς για να τους πάνε του Σταυρού στην εκκλησία. Που άσπριζαν με ασβέστη τα σκαλοπάτια του σπιτιού, τα πεζούλια, το κοτέτσι και τη πέτρινη βρύση όπου βασάνιζαν με τον κόπανο σχεδόν καθημερινά.


Λατρεύω τις γιαγιάδες που μιλούν για τον πόλεμο, την κατοχή, την πείνα κι εύχονται «Παιδί μου, να μη τα ζήσει ποτέ ξανά άνθρωπος». Που δακρύζουν καθώς τα θυμούνται. Που ανάβουν το καντήλι για τους δικούς τους που χάθηκαν σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς.


Λατρεύω τις γιαγιάδες που μυρίζουν κολόνια Μυρτώ με άρωμα λεμόνι. Που δε βάφουν τα χείλη τους και δε πάνε κόντρα στο χρόνο. Που καμαρώνουν κάθε ρυτίδα του προσώπου τους. Που κάθε ρυτίδα έχει και μια ιστορία, έναν πόνο, μια εμπειρία και μια συμβουλή.


Που για αυτές τις γιαγιάδες δεν υπάρχει η τρίτη ηλικία, γιατί έχουν τη δική τους ηλικία που κουβαλούν στην ψυχή τους.


~*~ Δήμητρα Μουλαρά ~*~

Share:

Κ Διευθυντά παααρτα, αλλά δεν φταίει κιόλας

 Επειδή οι επαφή με τις ΤΡΑΠΕΖΕΣ σε φυσικό επίπεδο γίνεται όλο και πιο δύσκολη ας ανάψουμε λίγο τα αίματα.

Σήμερα ήρθε ο διευθυντής της τράπεζας που με εξυπηρετεί στην περιοχή μου να ψωνίσει από το κρεοπωλείο μου.


Πρώτα τον έβαλα να κάτσει σε μια καρέκλα για 30 λεπτά.

Όταν ευκαίρησα, τον ρώτησα τι θέλει και απάντησε ότι θέλει μπιφτέκια για χάμπουργκερ.

Του είπα ότι τώρα πουλάμε μπιφτέκια για μπέργκερ μόνο τις Παρασκευές.

Εναλλακτικά παρήγγειλε λουκάνικο αλλά του είπα ότι λουκάνικα πουλάμε από 8:30 εως 10:00 μόνο Τρίτη και Πέμπτη.


Είδε και αποείδε, παρήγγειλε ένα κοτόπουλο κομμένο στα τέσσερα.

Του έδωσα το κοτόπουλο, τα μαχαίρια και το ψαλίδι και του είπα να το κόψει μόνος του.

Όπως το περίμενα, απάντησε ότι δεν ήξερε πώς να το κάνει και ότι δεν ήταν δικιά του δουλειά.

Του απάντησα ευγενικά: 

- Αφού είναι η πρώτη φορά, θα σας βοηθήσω αλλά από εδώ και πέρα, θα πρέπει να το κάνετε μόνος σας, καθώς οι οδηγίες για τον τρόπο είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα μας και στην αντίστοιχη εφαρμογή για κινητά.

Με κοίταξε αποσβολωμένος και μου ζήτησε να σοβαρευτώ και να κάτσουμε να μιλήσουμε λογικά.

Του είπα ότι αν δεν ζητούσε ραντεβού, θα ήταν εντελώς αδύνατο να μου μιλήσει.

Τελικά πήρε το κοτόπουλο, το οποίο του ετοίμασα αλλά του εξήγησα ότι πέραν του κόστους, πρόσθεσα και τα τέλη συντήρησης του εξοπλισμού για το κόψιμο του κοτόπουλου.

Κατοπιν του επέστησα την προσοχή ότι στα πλαίσια της συνεργασίας μας αν θέλει να συνεχίσει να εξυπηρετείται από εμάς, θα πρέπει να προμηθευτεί την κάρτα της επιχείρησής μας που τον δεσμεύει να αγοράζει δύο κιλά παϊδάκια κάθε 15 μέρες ειδάλλως θα έχει προσαύξηση 3% στις τιμές λιανικής στις υπόλοιπες συναλλαγές.


Μου ψέλλισε ένα κοσμητικό επίθετο και έφυγε μουρμουρίζοντας αλλά μετά από λίγο το ξανασκέφτηκε και επέστρεψε να πάρει το κοτόπουλο γιατί ήταν αργά να πάει αλλού και θα έμενε νηστικός.


Η ιστοριούλα μας είναι φανταστική αλλά φαντάζεστε να υπήρχε αυτό το φέρσιμο σε ένα κρεοπωλείο που ψωνίζατε για χρόνια και ξαφνικά  να σας έθεταν αυτούς τους όρους;


Λοιπόν έτσι και χειρότερα μας φέρονται οι τράπεζες.

Εκτός από το να τους εμπιστευόμαστε τα λεφτά μας με τα οποία δουλεύουν, όταν αποτυγχάνουν, πρέπει να τις βοηθήσουμε να επανακάμψουν και πάλι με τα δικά μας λεφτά.

Μας παρέχουν όλο και λιγότερες υπηρεσίες με εξυπηρέτηση από υπαλλήλους στα καταστήματα, αναγκάζοντάς μας να κάνουμε εμείς την δουλειά τους, ενώ πληρώνουμε και προμήθεια σε κάθε συναλλαγή με το ποσό αυθαίρετα και μονομερώς επιβεβλημένο.


Αν δεν μπορούμε να αντιδράσουμε αλλιώς, τουλάχιστον ας το κυκλοφορήσουμε...

@Αισθανομαι καλύτερα. 

Share:

Οι κούπες σκοτώνουν.

 Οι κούπες ξεκίνησαν προ 30-40 χρόνια περίπου. Όταν ξεκίνησε αυτή η αθλιότητα, που προσπαθούν μερικοί έξυπνοι τώρα, να την περάσουν ως “έθιμο”, 

οι παλιοί που τα έβλεπαν, έλεγαν ότι είναι προσβολή για τον Κρητικό να πίνει κούπες και τις θεωρούσαν βάρβαρη συνήθεια. Μάλιστα έλεγαν "λίγο βάζε, για να πιούμε πολύ". Ήθελαν δηλαδή, να μη χαλάσουν την παρέα, να πίνουν με τη ρέγουλα, για να μιλάνε και να τραγουδάνε νηφάλιοι, να μην παρεκτρέπονται, και να τιμούν και τους νοικοκύρηδες και τους μουσαφίρηδες. Αυτό ήταν η τιμή τους στο τραπέζι. 


Οι κούπες ξεκίνησαν με το κρασί. Τα τελευταία χρόνια, όμως, σκέφτηκαν οι κουπαδόροι, ότι είναι παραδοσιακό και το ουίσκυ (για τους Σκωτσέζους) κι έτσι ξεκίνησαν πλέον να πίνουν κούπες με ουίσκυ, για να τιμήσουν την σκωτσέζικη παράδοση και να ενισχύσουν οικονομικά και τα σκωτσέζικα βυνοποιητήρια, που έχουν μεγάλη ανάγκη. Άλλωστε, λεφτά υπάρχουν. 


Τις κούπες τις πίνουν συνήθως στους γάμους, στα πανηγύρια, στις κουρές και γενικά σε συνάξεις. Τώρα, εξελίχθηκε το πράγμα, και οι πιτσιρικάδες, παίρνοντας σοφά παραδείγματα από τους μεγαλύτερους “παραδοσιακούς” πατεράδες τους, συγγενείς ή φίλους τους, έχουν ξεκινήσει και πίνουν κι αυτοί κούπες στα μπαράκια, στα ξενυχτάδικα ή όπου αλλού βρεθούν, βάζοντας μέσα εκτός από κρασί, ουίσκυ και λοιπά οινοπνευματώδη, για να δείξουν κι αυτοί την “ανδρειωσύνη” τους. 


Κι έχει γίνει παντού, της κούπας το μπάχαλο. Από τον μικρότερο μέχρι τον μεγαλύτερο. 


Η κούπα, όλοι στην Κρήτη το ξέρουμε, είναι ένα είδος παιχνιδιού “ανδρειωσύνης”, όπου η ανδρειωσύνη μετριέται με το πόσες κούπες πίνουν μονορούφι αυτοί που συμμετέχουν και πόσο τις αντέχουν.  

 Εν τω μεταξύ, οι κουπαδόροι νομίζουν ότι δείχνουν ανδρειωμένοι στους άλλους, ενώ όλοι οι υπόλοιποι σώφρονες γύρω τους, τους κοιτάνε κι από μέσα τους λένε “θώριε έναν καραγκιόζη, ποιον κακομοίρη θα σκοτώσει πάλι απόψε”. 

Εξαιτίας αυτής της αθλιότητας, πολλοί σοβαροί άνθρωποι σταμάτησαν να πηγαίνουν σε γλέντια, φοβούμενοι ότι θα τους πιέσουν να πιουν και δεν θα τους βγει σε καλό. 


Το “παιχνίδι” της κούπας, παίζεται ως εξής (για όσους δεν ξέρουν):

Είναι ο Γιώργης, γεμίζει τέρμα ένα νεροπότηρο συνήθως, και λέει του Κωστή “σε καλώ μια κούπα”. Ο Κωστής αν έχει ίδιες αντιλήψεις με τον Γιώργη, την παίρνει την κούπα ευχαρίστως, αν όχι, τότε αναγκαστικά ο κακομοίρης, για να μην προσβάλλει τον Γιώργη, παίρνει το νεροπότηρο και το κατεβάζει μονορούφι. Ο Κωστής τώρα, θα πάρει αυτό το άδειο ποτήρι, θα το γεμίσει φουλ πάλι, και θα “καλέσει” τον Μάρκο. Κι έτσι πάει από τον έναν στον άλλον, μέχρι τελικής πτώσεως. 


Αυτό σημαίνει κούπα, να πίνεις μονορούφι ένα ολόκληρο νεροπότηρο.

Δεν σημαίνει κούπα, να έχεις ένα ποτήρι με κρασί ή ρακί ή ουίσκυ ή βότκα και να το πίνεις τρεις ώρες με τη ρέγουλα. Που αυτό είναι το σωστό και το πρέπον. Αλλά αυτό δεν θεωρείται κούπα. 


Για να δικαιολογηθούν τώρα μερικοί, αρχίζουν και λένε “μα τι κακό είναι να κρατάω μια κούπα στο χέρι”. Αμ, δεν κρατάτε μια κούπα στο χέρι σαν τσ΄ανθρώπους, να την πίνετε σιγά-σιγά (μακάρι να το κάνατε), παρά αυτή την κούπα, μέχρι να φύγετε από το γλέντι, την έχετε γεμίσει 40 φορές και την κατεβάζετε μονοκοπανιάς. 


Όλη η Κρήτη ξέρει τι σημαίνουν κούπες, και πόσα σπίτια έχουν κλείσει, δεν θα μας τις δικαιολογείτε χωρίς ντροπή, άλλος επειδή θέλει να το παίζει μάγκας, που δεν είναι, κι άλλος επειδή τα κονομάει από τις κούπες. 


Για τους υπόλοιπους νοήμονες, που είναι και οι περισσότεροι, ευτυχώς, έχουμε να τους πούμε:


Οι κακοκεραστές κουπαδόροι, είναι ελάχιστοι. Κάντε τους πέρα. Χαλάνε το γλέντι και κλείνουν σπίτια, τα βλέπουμε συνέχεια. 


Μάθετε να λέτε ΟΧΙ στις κούπες, μην ντρέπεστε και μην ενδίδετε, στον οποιονδήποτε “καπεταναίο” που θέλει να σας πιέσει να πιείτε με απαίτηση και θράσος, πολλές φορές προσβάλλοντάς σας. 


Να έχετε το θάρρος της γνώμης σας, ειδικά τα νέα παιδιά. Πείτε “ΟΧΙ, δεν πίνω” κι ας παρεξηγηθούν. Άλλωστε τι τους θέλετε τέτοιους φίλους, συγγενείς ή κουμπάρους, που δεν έχουν τίποτα να σας προσφέρουν, εκτός μόνο κανένα φέρετρο. Θα σας σκοτώσουν και μετά θα έρθουν στην κηδεία σας, να κλαίνε δήθεν περίλυποι. 


Εσείς οι γονείς, προσοχή! Ξεριζώστε νωρίς αυτή τη νοοτροπία από τα παιδιά σας. Ξεκινήστε από μικρά-μικρά να τους λέτε ότι όσοι πίνουν κούπες είναι καραγκιόζηδες και δεν είναι παράδειγμα προς μίμηση, απεναντίας, παράδειγμα προς αποφυγή. Να τους μπει στο μυαλό, να ντρέπονται να κάνουν αυτά τα καραγκιοζιλίκια. Να τα κάνετε να νιώσουν απέχθεια και γι αυτή τη συνήθεια, να αντιστέκονται και να αποφεύγουν τους ψευτόμαγκες κουπαδόρους. Να τα σώσετε. Να τα κάνετε άρχοντες στις παρέες τους. Να τιμούνε τους παππούδες τους και την πραγματική παράδοσή μας. 


Απαξιώστε και απομακρυνθείτε από τους κουπαδόρους, όσο δικοί σας κι αν είναι. Έτσι μπορεί να τους σώσετε κι αυτούς. Μισθό θα κάνετε, απέναντι στο Θεό και στους ανθρώπους. Αν όλοι τους κάνουν πέρα, κάποια στιγμή θα συνετιστούν. Πράξη αγάπης είναι αυτή κι όχι μίσους. 


Οι σωστοί Κρητικοί είναι ΑΡΧΟΝΤΕΣ! Τιμούν την παράδοσή μας όπως πρέπει κι όχι όπως θέλουν να την επιβάλλουν.

Κι όπως έλεγε ένας παλιός λεβέντης καπετάνιος, απαξιωτικά όταν έβλεπε τους κουπαδόρους: "τσοι θωρείτε τούτους σας; καπετάνιοι έρχουνται και χεσμένοι φεύγουνε"

ΧΑΝΙΆ ΠΑΡΩΝ


Share:

Ολυμπιακή αγώνες 2014 vs 2024

 Το 2014 στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες που έγιναν στο Σότσι της Ρωσίας, ένας μεσόκοπος άνδρας που φαινόταν ότι με δυσκολία κατάφερε να τρέχει, μετέφερε την Ολυμπιακή Φλόγα για τη Ρωσία.

Όμως η Φλόγα έσβησε και ο κόσμος ανησύχησε. Κάποιος από την επιτροπή που τον ακολουθούσε, την άναψε πάλι.

Την επόμενη ημέρα το διαδίκτυο πήρε φωτιά, έγραφαν : 

- Ντροπή, γιατί έβαλαν αυτόν; 

- Ντροπή του, που δεν κατάφερε να φροντίσει την Φλόγα.

Οταν όμως έμαθαν ότι αυτός ο σχεδόν ανάπηρος άντρας ήταν ο Σαβάρς Καραπετιάν (Shavarsh Karapetyan), τότε ως δια μαγείας άλλαξαν οι ανθρωποφάγες δημοσιεύσεις και έγραψαν : 

"Ήταν κάποιο σημάδι, που ήθελε να δείξει ότι ακόμη και η Φλόγα έσβησε μπροστά στο θάρρος και το μεγαλείο της ψυχής του!

ΠΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΑΒΑΡΣ ΚΑΡΑΠΕΤΙΑΝ

Στις 16 Σεπτέμβρη του 1976, ο Σοβιετικός παγκόσμιος πρωταθλητής τεχνικής κολύμβησης Σαβάρς Καραπετιάν σώζει από σίγουρο πνιγμό, ένα προς ένα, είκοσι άτομα!!

Μόλις είχε τελειώσει την καθημερινή του προπόνηση των 20 Km στην λίμνη Γερεβάν όταν είδε ένα τρόλεϊ γεμάτο με επιβάτες, να πέφτει στην λίμνη. 

Κολύμπησε μέχρι εκείνο το σημείο και βούτηξε στα δέκα μέτρα που ήταν βυθισμένο και σχεδόν αόρατο από την λάσπη που είχε σηκωθεί. 

Έσπασε το πίσω παρμπρίζ με τα πόδια και μέσα από αυτό, άρχισε να βγάζει ανθρώπους να τους ανεβάζει στην επιφάνεια (περίπου 30 με 35 δευτερόλεπτα για κάθε άτομο που ανέβαζε) όπου τους παραλάμβανε ο αδελφός του, που προπονούνταν μαζί του, ο οποίος τους άφηνε στην ξηρά που απείχε 25 μέτρα. 

Έκανε το ίδιο πολλές φορές, σχεδόν 30 αλλά δεν επέζησαν όλοι. Για κάποιους από αυτούς ήταν ήδη πολύ αργά.

Ο ίδιος δεν θυμάται πόσες φορές καταδύθηκε, γιατί άρχισε σταδιακά να χάνει τις αισθήσεις του από την κόπωση, την υποθερμία και τις πληγές που δεχόταν από το σπασμένο παρμπρίζ. 

Μετά την υπερ-προσπάθεια, ο ίδιος κατέρρευσε και έπεσε σε κώμα... 

Εκανε 46 ολόκληρες μέρες να βγει από το κώμα και όταν συνήλθε η κατάσταση της υγείας του είχε πια κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Δεν αγωνίστηκε ποτέ ξανά και ήταν μόλις 23 ετών... Είχε όμως προλάβει ήδη να πετύχει όσα άλλοι δεν θα πετύχαιναν ούτε σε 5 ζωές!

Τα 11 παγκόσμια ρεκόρ και τα χρυσά μετάλλια των παγκόσμιων και Ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων ήταν πλέον η τελική συγκομιδή του από το άθλημα...

Ο ίδιος, όταν τον ρώτησαν για το πιο τρομακτικό μέρος αυτού του περιστατικού απάντησε : 

"Ηξερα ότι δεν μπορούσα να τους σώσω όλους. Φοβόμουν μήπως κάνω κάποιο λάθος. Ήταν τόσο σκοτεινά εκεί κάτω που δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα. Σε μία από τις καταδύσεις μου κατά λάθος άρπαξα ένα κάθισμα και το έβγαλα έξω. Θα μπορούσα αντί αυτού να είχα σώσει μία ακόμη ζωή. Αυτό με στοιχειώνει ακόμα και στα όνειρά μου."

Ο ηρωισμός, το θάρρος και η αυταπάρνησή του, δεν έγιναν αμέσως γνωστά. Οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν έμειναν στο συρτάρι και δημοσιεύτηκαν μετά δύο χρόνια. 

Τότε, του απονεμήθηκε το μετάλλιο «Για τη σωτηρία του πνιγμού» και το μετάλλιο του «Τάγματος της Τιμής». 

Το 1982 η εφημερίδα "Komsomolskaya Pravda" δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με το κατόρθωμά του, με τίτλο:

 "Η υποβρύχια μάχη του πρωταθλητή". 

Αυτή η δημοσίευση αποκάλυψε ποιός ήταν ο διασώστης και σύντομα έλαβε περίπου 60.000 επιστολές από αγνώστους.

 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΕΔΩ

Κάπου 9 χρόνια μετά το περιστατικό με την λίμνη, τον Φεβρουάριο του 1985, ο Καραπετιάν περνώντας τυχαία κοντά από ένα κτίριο που φλεγόταν διαπίστωσε ότι υπήρχαν σε αυτό παγιδευμένοι άνθρωποι.

Χωρίς δεύτερη σκέψη όρμησε μέσα στις φλόγες και έβγαλε έξω έναν-έναν τους ανθρώπους, εξασφαλίζοντας όμως για τον εαυτό του μια πολύμηνη παραμονή στο νοσοκομείο, από σοβαρά εγκαύματα στο δέρμα άλλά και βαριά αναπνευστικά προβλήματα, λόγω των αερίων που εισέπνευσε. 

Ο Σαβάρς Καραπετιάν-Shavarsh Karapetyan, γεννήθηκε το 1953, είναι Αρμενικής καταγωγής, που αγωνίστηκε με την σημαία της ΕΣΣΔ κερδίζοντας δεκάδες μετάλλια σε Παγκόσμια, σε Ολυμπιακούς και άλλους μεγάλους αγώνες.

- Κάτοχος 11 παγκοσμίων ρεκόρ, 

- 17 φορές πρωταθλητής κόσμου, 

- 13 φορές πρωταθλητής Ευρώπης και

- 7 φορές πρωταθλητής Σοβιετικής Ένωσης.

Σήμερα ζει μια απλή ζωή, είναι ιδιοκτήτης ενός εμπορικού καταστήματος παπουτσιών στη Μόσχα το οποίο έχει ονομάσει «Δεύτερη Αναπνοή».

Ο Karapetyan βραβεύθηκε με το βραβείο "Fair Play" της UNESCO για τον ηρωισμό του.

Το 1986 ένας αστεροειδής που ανακαλύφθηκε πήρε το όνομά του, "3027 Shavarsh".

Για τους τώρα ολυμπιακούς αγώνες... Ασχολίαστο, μόνο καλή επιτυχία στα παιδιά! 

Share:

Παραθεριση λεγόταν κάποτε. Νοσταλγία...

 Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν καλοκαιρινές διακοπές που κρατούσαν δύο με τρεις μήνες. Είχαν το όνομα "Παραθέριση".

Μικρός όταν ήμουν θυμάμαι έκλειναν τα σχολεία και ετοιμαζόμασταν για παραθεριση. Ξεκινήσαμε αρχές του 80 κάτι. όταν η θεία μου στην Αθήνα μας ενημέρωσε ότι ο θείος Νίκος αγόρασε ένα εξοχικό στο Νεράκι, και ήθελε βοήθεια να το καθαρίσει και όλα τα σχετικά. Μεγάλο ταξίδι από τον Τύρναβο να πάμε στο νεράκι, δεν ξέραμε καν που ήταν! Προς το μεγάλο πεύκο μας έλεγε η θεία Γιούλα. Να μην πολυλογώ θα ήταν η πρώτες διακοπές μας. Με τον αδερφό και την μάνα μαζί, ο πατέρας είχε το μαγαζι. 

Πρώτη μέρα και θέλαμε να πάμε στην θάλασσα, δεν μας άφησαν μόνοι, περνούσες γραμμές τρένου, και την εθνική οδό για πεύκο. (μετά από χρόνια το τρένο έφαγε ένα φίλο μας που είχε ακουστικά και δεν το άκουσε) αυτή είναι η μόνη κακιά ανάμνηση που έχω από εκεί.

Εντύπωση μας έκανε όταν καθάριζαμε το σπίτι και σε ένα πορτάκι κάτω από την σκάλα ανακαλύψαμε βάτραχο πέδιλα μάσκες μπρατσακια κτλ. Τα είχαμε ακουστά. 

Με τον καιρό γνωρίσαμε και όλο τον κόσμο στο νεράκι. Μόνο καλές αναμνήσεις έχω 

Πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι μέχρι την πρώτη λυκείου. 

Οι διακοπές κρατούσαν τόσο πολύ που ένιωθες τη νοσταλγία να επιστρέψεις στο σχολείο και να δεις τους φίλους σου.

Με ένα μικρό χαρτζιλίκι το πρωί στην παραλία ,για να αγοράσεις τυρόπιτα. Η τουλούμπα από τον φούρνο στην γωνιά του δρόμου. 

Ήμασταν χαρούμενοι, παίζαμε όλοι μαζί, ήμασταν όλοι ίδιοι και όπου έτρωγαν τέσσερις, έτρωγαν και πέντε, έξι ή περισσότεροι.

Μετά το μπάσκετ ακούγαμε μουσική μέχρι αργά, τα ποιο μεγάλα παιδιά πήγαιναν στο μεγάλο πεύκο για διασκέδαση. Ραντεβού την άλλη μέρα στην παραλία.. 

Κανείς δεν χρειαζόταν να διαβάσει το καλοκαίρι και το μόνο πρόβλημα για εμάς τα παιδιά ήταν να μην τρυπήσουμε την μπάλα, να μην σπάσουμε το ποδήλατο και τα γόνατα παίζοντας μπάσκετ. 

Εν τω μεταξύ έφτανε ο Σεπτέμβριος, η κανονικότητα επέστρεφε. Επιστρέφαμε στο σχολείο, η ζωή ξανάρχιζε και το πρώτο θέμα στο σχολείο ήταν πάντα «Πως περάσατε στις διακοπές».

 Σήμερα όλα έχουν αλλάξει, όλα είναι διαφορετικά. Οι διακοπές κρατάνε τόσο λίγο που όταν γυρνάς δεν ξέρεις καν αν έφυγες ή αν το ονειρεύτηκες. Όσοι μπορούν να πάνε βέβαια. 

 Η κοινωνία ήταν καλύτερη, υπήρχε αγάπη, οικογένεια, σεβασμός, όλοι μαζί . Είμαστε τυχεροί που ζήσαμε έτσι.

Η ζωή ήταν τελικά αληθινή..

Σήμερα το μεσημέρι γυρνώντας από την δουλειά είδα κάτι συγγενείς της γυναίκας μου που ερχόταν από την θάλασσα, ναι τώρα μένω σε νησί, με ρώτησαν εάν έχω κάνει ένα μπάνιο. 

Share:


ΣΑΣ
ΕΥΧΟΜΑΙ
ΚΑΛΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΚΑΙ
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ
Ο
ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ
ΧΡΟΝΟΣ
ΜΕ
ΕΙΡΗΝΗ
ΑΓΑΠΗ
ΚΑΙ
ΓΑΛΗΝΗ
ΣΕ
ΕΣΑΣ
ΚΑΙ
ΤΗΝ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
ΣΑΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ

> Ελπίζουμε να βασιστούμε σε πιστούς αναγνώστες και όχι σε ακανόνιστες διαφημίσεις. Ευχαριστώ!

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Blog Archive

Recent Posts