Αυτά μετέδιδε το τηλεγράφημα του Ολλανδού διπλωμάτη Gaspar Testa από την Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1822.Οι θηριωδίες των Τούρκων στην Χίο είχαν αφήσει το νησί ρημαγμένο. Πτώματα, ερείπια και ένα τοπίο που μύριζε στάχτη και αίμα. Και μπορεί στον υπόλοιπο κόσμο τα παραπάνω να έγιναν γνωστά από περιγραφές και αφηγήσεις με λίγες εβδομάδες καθυστέρηση, οι μεγάλες πόλεις της Μικράς Ασίας όμως, είδαν από κοντά τα χιλιάδες «ζωντανά λάφυρα» των Τούρκων.
Τα «ζωντανά λάφυρα» – Οι τεσκερέδες
Εξαθλιωμένα γυναικόπαιδα από το νησί στοιβάζονταν σε πλοία και μεταφέρονταν στις αγορές της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, όπου πωλούνταν ως δούλοι σε εξευτελιστικές τιμές, όπως αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου.
Μέχρι την 1η Μαΐου του 1822, στην Χίο είχαν εκδοθεί πάνω από 41.000 έγγραφα ιδιοκτησίας σκλάβων – οι λεγόμενοι «τεσκερέδες».
Σύμφωνα με την γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης Spectateur Oriental, έως τις 10 Μαΐου στο τελωνείο της Σμύρνης είχαν καταβληθεί δασμοί για 40.000 σκλάβους.
Η μοίρα των ανθρώπων αυτών ήταν τραγική. Ακόμα τραγικότερη ήταν η πορεία τους μέχρι τα σκλαβοπάζαρα.
Οι θηριωδίες των Τούρκων
Στις 30 Μαρτίου του 1822, όταν ξεκίνησε το πρώτο γιουρούσι, ο Οθωμανικός στρατός είχε σαφείς εντολές. Ο Σουλτάνος είχε διατάξει να σφαγιαστούν οι πάντες, εκτός από τα αγόρια 3-12 ετών και οι γυναίκες από 12 ως 40. Αυτοί θα αιχμαλωτίζονταν με προορισμό τα σκλαβοπάζαρα. Οι περιγραφές των όσων εκτυλίχθηκαν τις επόμενες ημέρες είναι φρικιαστικές.
Νεαρές κοπέλες βιάζονταν δημόσια στους δρόμους και νιόπαντρες μπροστά στους συζύγους τους, οι οποίοι εν συνεχεία σφαγιάζονταν. Άλλες τις βίαζαν μπροστά στους γονείς τους κι έπειτα έκοβαν τα γεννητικά όργανα των ανδρών.
Στις γυναίκες άνω των 40 έβαζαν φωτιά και τις άφηναν να καούν ζωντανές. Στις έγκυες έσκιζαν τις κοιλιές και έβγαζαν τα έμβρυα, ενώ τα μικρά παιδιά τα πετούσαν με δύναμη στα βράχια. Η μανία των εισβολέων δεν είχε προηγούμενο.
Πολλοί τούρκοι στρατιώτες έκοβαν τα κεφάλια των χριστιανών κι έπειτα έγλυφαν το σπαθί τους. Με αυτήν την κίνηση πίστευαν ότι κέρδιζαν μία θέση στον παράδεισο. Άλλους τους κρεμούσαν από τα δέντρα του νησιού για παραδειγματισμό. Κομμένα ανθρώπινα μέλη και σοροί ήταν διάσπαρτοι στους δρόμους, ενώ η θάλασσα είχε κοκκινήσει από το αίμα.
Ο καπνός από τα σπίτια που καίγονταν είχε σκεπάσει όλη τη Χίο, ενώ οι φλόγες έκαναν τη νύχτα να μοιάζει με μέρα.
Αρκετές Χιώτισσες, προτίμησαν το θάνατο από την ατίμωση και την σκλαβιά. Αυτοκτονούσαν πέφτοντας στον γκρεμό. Ορισμένες σκοτώθηκαν υπερασπιζόμενες τα παιδιά, τα αδέρφια και τους άντρες τους. Ακόμα και από αυτές που αιχμαλωτίστηκαν, κάποιες πέθαναν κάνοντας απεργία πείνας.
Όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος από την Χίο Παναγιώτης Ξενάκης στην «Μηχανή του Χρόνου»: «Μετά το 1822, η Χίος ήταν για χρόνια ένα απέραντο έρημο κοιμητήριο. Το πρώην νησί της μαστίχας, των γιασεμιών και των εσπεριδοειδών και απ’ άκρη σ’ άκρη ήταν καταχνιά και σκοτάδι και θάνατος για χρόνια».
Τα Σκλαβοπάζαρα
Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για το μέγεθος των απωλειών. Αγγλικές πηγές αναφέρουν ότι ο πληθυσμός του νησιού προ ολοκαυτώματος ανερχόταν σε 110.000. Από αυτούς, γλίτωσαν διαφεύγοντας ή μένοντας για να καλλιεργούν μαστίχα, μόλις 20.000. Περί τους 45.000 σφαγιάστηκαν και οι υπόλοιποι πωλήθηκαν ως δούλοι.
Ο ιερέας Welsh της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη κατέγραψε τα όσα είδε τις ημέρες εκείνες στο σκλαβοπάζαρο της πόλης του: «Οι Τούρκοι μεταχειρίζονταν τις Χιώτισσες με την εσχάτη καταφρόνηση. Τις εξέταζαν, τις πασπάτευαν όπως οι χασάπηδες τα αρνιά, και τις αγόραζαν 100 γρόσια με 3 λίρες το κεφάλι. Κάπου 500 Χιώτισσες πωλήθηκαν στην ψαραγορά».
Από την άλλη, οι αιχμάλωτοι που «εκτίθεντο» στα σκλαβοπάζαρα ήταν αφημένοι στα χέρια της θεάς τύχης. Πολλοί αγοράζονταν από φανατικούς μουσουλμάνους που ήθελαν να τους σφαγιάσουν, προκειμένου να κερδίσουν μία θέση στον παράδεισο. Η μοίρα τους ήταν τραγική καθώς είχαν την ίδια κατάληξη με τους συμπατριώτες τους, έχοντας όμως περάσει απάνθρωπα βασανιστήρια στο ενδιάμεσο.
Αρκετοί προωθήθηκαν σε παζάρια άλλων πόλεων. Υπάρχουν καταγραφές για Χιώτες αιχμαλώτους που έφτασαν στα σκλαβοπάζαρα της Μέσης Ανατολής, της Αιγύπτου, ακόμα και της Λιβύης.
Πολλές κοπέλες έγιναν παλλακίδες σε χαρέμια, άλλες πωλήθηκαν ως σκλάβες σε Οθωμανούς. Την ίδια μοίρα είχαν και τα αγόρια. Εν προκειμένω όμως, όσα δεν πωλήθηκαν ως δούλοι, εξισλαμίστηκαν. Έτσι, πολλά κατέληξαν να υπηρετούν σε υψηλές θέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο Μουσταφά Χασναντάρ του γένους Στραβελάκη, που έγινε μεγάλος βεζίρης της Τύνιδας. Ο Ετχέμ πασάς υπήρξε επίσης παιδί που αιχμαλωτίστηκε στη μεγάλη σφαγή.
Τα παιδιά που σώθηκαν
Τα τραγικά γεγονότα της Χίου συγκλόνισαν Ευρώπη και Αμερική. Για πολλές εβδομάδες, ο ευρωπαϊκός Τύπος μετέδιδε καθημερινά πληροφορίες και περιγραφές για την τύχη των κατοίκων, τις σφαγές, τις λεηλασίες και την πώληση των γυναικόπαιδων στα σκλαβοπάζαρα.
Πολλοί Έλληνες της διασποράς, συγκλονισμένοι από τα γεγονότα, ήθελαν απεγνωσμένα να βοηθήσουν τους επιζώντες.
Χαρακτηριστικό είναι ένα γράμμα που έστειλε ο Κοραής στον Βαρβάκη, παρακαλώντας τον να δώσει χρήματα για να αγοράσουν αιχμάλωτους Χιώτες:
«Φαντάσου ότι βλέπεις τον Χριστόν, επάνω εις τον Σταυρόν βρεγμένον με τα αίματά του και φωνάζοντα προς σε, τα πατρικά ούτα λόγια: Υιέ μου Βαρβάκη, πολλαί χιλιάδες αιχμαλώτων βαπτισμένων εις το όνομά μου, κινδυνεύουν την ώραν ταύτην να με αρνηθώσιν και να εναγκαλισθώσιν την βδελυράν θρησκείαν του Mωάμεθ. Iδού ο καιρός, βαφτισμένε εις το όνομά μου, αγαπητέ υιέ, να σώσης τους βαπτισμένους αδελφούς σου από τον τουρκικόν μολυσμόν».Πράγματι, η ιδέα της εξαγοράς αιχμαλώτων ευοδώθηκε και πολλοί εύποροι Έλληνες και φιλέλληνες έσπευσαν να βοηθήσουν. Οργανώθηκαν επιτροπές που αγόραζαν τα ορφανά, τα περιέθαλπαν και τους προσέφεραν στέγη και εκπαίδευση.
Ακόμη όμως και φτωχοί άνθρωποι, κυρίως Χιώτες, έδωσαν τον δικό τους αγώνα προκειμένου να εντοπίσουν και να αγοράσουν τους συγγενείς τους από τα σκλαβοπάζαρα. Στις περιπτώσεις που αυτό στάθηκε δυνατό, η επανένωση των οικογενειών ήταν συγκινητική.
Όταν ο Σουλτάνος αντιλήφθηκε αυτές τις πρακτικές, αφενός έδωσε εντολή να «εκτοξευτούν» οι τιμές των σκλάβων, αφετέρου απαγόρευσε την εξαγορά τους από Έλληνες.
Η λύση που βρήκαν οι Χιώτες ήταν να δρομολογούν τις αγοραπωλησίες μέσω ξένων πρεσβειών ή με τη βοήθεια φιλελλήνων Ευρωπαίων. Εν τέλει, με αυτόν τον τρόπο σώθηκαν αρκετά παιδιά από τον εξισλαμισμό, την σκλαβιά ή και τον θάνατο.
Παιδιά που μετά την απελευθέρωση, μεγάλωσαν σαν προσφυγάκια στην Ελλάδα, εργάστηκαν σκληρά και ευεργέτησαν τον τόπο τους. Λαμπρά παραδείγματα ο Αλέξανδρος Πασπάτης, που εξελίχθηκε σε μεγάλο γιατρό και βυζαντινολόγο και υπήρξε ιδρυτής του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου στην Αθήνα, ο Λουκάς Ράλλης, που έγινε δήμαρχος του Πειραιά και ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος, που εξελίχθηκε σε σημαντική πολιτική προσωπικότητα του 19ου αιώνα.
Η διακίνηση δούλων από τη Χίο διήρκεσε μήνες. Σύμφωνα με τη γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης Spectateur Oriental, έως τα μέσα του Μαΐου του 1822, στο τελωνείο της Σμύρνης είχαν καταβληθεί δασμοί για 40.000 σκλάβους.
Οι αγοραπωλησίες σταμάτησαν οριστικά στις 19 Ιουνίου, ύστερα από επέμβαση της αδελφής του Σουλτάνου, στην οποία ανήκε η Χίος ως φέουδο.
Το δράμα των σκλάβων εμπνέει του καλλιτέχνες
Οι φριχτές εικόνες από τη σφαγή και από τους εξαθλιωμένους σκλάβους δεν ξεγράφτηκαν ποτέ ούτε από την συλλογική μνήμη.
Μεγάλοι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες σοκαρίστηκαν τόσο από τις περιγραφές που φιλοτέχνησαν σπουδαία έργα εμπνευσμένοι από την Χίο. Ο διάσημος πίνακας του Ντε Λα Κρουά εκτίθεται μέχρι σήμερα σε περίοπτη θέση στο Λούβρο.
Το ποίημα του Βίκτωρα Ουγκώ με τίτλο «Το Ελληνόπουλο» είναι μια συγκλονιστική καταγραφή.
» Συγκεντρώστε όλα αυτά τα βάσανα μαζί, και προσθέσετε σε αυτά το σθένος και την υποταγή που αισθάνεται ένας Χριστιανός. Δεν περισσεύει χώρος για ντροπή».