Κόντευε 9 πρωί Μεγάλου Σαββάτου. Πέρασε η ώρα, άρχισε να ετοιμάζεται γρήγορα για την εκκλησία. Πτώμα ένιωθε…Τρεις μέρες ετοιμαζόταν για την Κυριακή του Πάσχα. Αρνί, τσουρέκια και κουλούρια χειροποίητα, σπίτι στην εντέλεια, ρούχα σιδερωμένα για την Ανάσταση, κήπος έτοιμος για το ψήσιμο…κούραση ατέλειωτη!
« Αμάν, να περάσει το Πάσχα να ησυχάσουμε», σκέφτηκε η Σοφία. «Φασαρία, έξοδα, κούραση και στο τέλος δεν αλλάζει και τίποτα. Μια ιδέα είναι! Οι γιορτές είναι μόνο για τους πλούσιους. Να πάρεις την οικογένεια και να πας Κέρκυρα, Μύκονο, Σαντορίνη, να μείνεις στο πεντάστερο, να σου κάνουν τεμενάδες… αυτή είναι ζωή! Όχι να πλένεις αντεράκια δυο μέρες, για να φάει ο Μήτσος κοκορέτσι, όπως στο χωριό του..»
Έριξε την τελευταία ματιά, στο πεντακάθαρο σπίτι της κι έκλεισε με βρόντο την πόρτα φεύγοντας για την εκκλησία. Κι αυτό, ένα ακόμη καθήκον! Αλλά, να περάσει το Πάσχα και να μην κοινωνήσει; Δεν της καθόταν καλά! Δεν πρόλαβε βέβαια να εξομολογηθεί, αλλά σιγά το πράγμα! «Μήπως κι αυτοί που εξομολογούν είναι αναμάρτητοι;» σκέφτηκε. Τα πόδια πρησμένα, τα παπούτσια σφιχτά, με το ζόρι έριχνε βήμα. Είπε να κοινωνήσει το πρωί του Σαββάτου για να μην στηθεί στην ουρά πάλι το βράδυ της Ανάστασης. «Μετά το Χριστός Ανέστη, θα φύγουμε, μπα δεν γίνεται να κάτσω στη λειτουργία μετά. Καταρχήν, είμαι πτώμα. Αλλά θέλω και να αυγοκόψω τη μαγειρίτσα, θα έρθουν τα παιδιά, θα βιάζονται…δεν πειράζει, φτάνει αυτό. Ο Θεός ξέρει τους καλούς να τους ξεχωρίζει…εγώ δεν πείραξα ούτε μυρμήγκι στη ζωή μου..Κι όσο για το Φώς της Ανάστασης, θα το πάρω σε μια λαμπάδα... Συμβολικό είναι έτσι κι αλλιώς το Φως…ένα έθιμο είναι…» σκεφτόταν, ενώ έφτανε στην αυλή της εκκλησίας.
Την ίδια στιγμή βλέπει τον κόσμο να φεύγει, είχε πάνω από ένα τέταρτο που η λειτουργία τελείωσε κι ο ιερέας είχε φύγει ήδη για το κοιμητήριο.
«Ε, αυτό το λες γκαντεμιά! Αντε τώρα να βρεις σειρά το βράδυ..με τη γκρίνια των παιδιών να περιμένουν να φάνε, εγώ να βιάζομαι..δεν γίνεται να κοινωνήσω, κρίμα! δεν πειράζει, του χρόνου, τί να κάνουμε..» σκέφτηκε και ξεκίνησε για το γυρισμό.
Ενώ κατευθυνόταν στην έξοδο, ακούει ένα «Καλημέρα Σοφία», μιας γνώριμης, ζεστής φωνής που την γύρισε χρόνια πίσω. Γυρίζει το βλέμμα κι αντικρίζει το Χρήστο, συμμαθητή κι αγαπημένο φίλο από το γυμνάσιο ακόμα. Αγκαλιάζονται με συγκίνηση, είχαν πάνω από 15 χρόνια να βρεθούν…
«Ελα να σε δω λίγο, έλα να καθήσουμε στο παγκάκι» της προτείνει με μια ηρεμία, που της δημιουργεί απορία.
«Πολύ θα το ήθελα, αλλά δυστυχώς βιάζομαι Χρήστο μου, δεν προλαβαίνω » του απαντά μονομιάς.
«Γιατί ακριβώς βιάζεσαι;» τη ρωτάει αφοπλιστικά
«Γιατί, γιατί.. έχω δουλειές πολλές» του απαντά μάλλον αμήχανα.
«Έλα κάτσε! Οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ! Οι άνθρωποι τελειώνουν και πολλές φορές δυστυχώς τελειώνουν, χωρίς καν να προλάβουν να αρχίσουν..» της λέει κι εκείνη κάθεται, νιώθοντας σαν να είχε πια μαγνήτη στο παγκάκι.
…..Ώρα 12 μεσημέρι. Μπαίνει στο σπίτι, ήρεμα και γαλήνια. Αυτή τη φορά, δεν χτύπησε με δύναμη την πόρτα, δεν έριξε detoil στο πατάκι, δεν τακτοποίησε τα παπούτσια στην παπουτσοθήκη, δεν μάζεψε το ριχτάρι του καναπέ που κρεμόταν λίγο αριστερά στη γωνία…
Γέμισε ένα ποτηράκι με νερό και έβαλε μέσα το μικρό χαμομηλάκι που της χάρισε ο Χρήστος, κόβοντάς το από την αυλή της εκκλησίας. Αυτή η μικρή μαργαρίτα, που σήμερα έγινε η αφορμή για να σταθεί, για να σκεφτεί …Κάθησε στον καναπέ, με το μυαλό και την ψυχή, να επεξεργάζεται όλα όσα σήμερα έμαθε κι ένιωσε.
Δυο ώρες περίπου με το συμμαθητή της, ανακάλυψε ότι ο ίδιος είχε ένα σοβαρό τροχαίο πριν από δέκα περίπου χρόνια, πέρασε έναν Γολγοθά για την αποκατάστασή του, έχασε τη δουλειά του, έζησε μεγάλη κρίση στο γάμο και στην οικογένεια… αλλά , όπως της είπε, τον έσωσε το γεγονός ότι μέσα από όλα αυτά, κατάφερε να δει, τη ζωή α λ λ ι ώ ς.
«Κόντεψα να σκοτωθώ, γιατί πάντα βιαζόμουν. Όταν με ρωτούσαν «τι κάνεις;» απαντούσα «τρέχω και δεν φτάνω»..Μετά το ατύχημα, όταν μπόρεσα και ξαναπερπάτησα, άρχισα να περνάω από δω, για να ανάψω στα γρήγορα ένα κερί, πριν πάω στη δουλειά. Μια μέρα συνάντησα έναν ηλικιωμένο που καθόταν ακριβώς στο παγκάκι αυτό. Μου 'πιασε την κουβέντα, χωρίς να τον ξέρω. Όταν του είπα «καλημέρα, αλλά βιάζομαι, γιατί τρέχω και δεν φτάνω», μου είπε χαμογελώντας «γιατί μάλλον έχεις χαθεί!». Τον ρώτησα με περιέργεια, τι εννοεί. Μου απάντησε ότι όταν κάποιος τρέχει και δεν φτάνει, σημαίνει ή ότι τρέχει σε λάθος κατεύθυνση -γι' αυτό δεν φτάνει, ή ότι τρέχει χωρίς προορισμό και δεν έχει κάπου να φτάσει, ή ότι έχει χαθεί και δεν μπορεί να φτάσει…
Όταν του εξήγησα ότι έχω πολλά προβλήματα και ότι όλα πάνε στραβά, έκοψε αυτή τη μικρή μαργαρίτα, το χαμομηλάκι και μου είπε:
«Το βλέπεις; Κοίτα ανάμεσα σε πόσο μεγάλα κι όμορφα φυτά ξεφυτρώνει. Κοίτα τα αναρριχόμενα, πόσο δέος σου προκαλούν– πανύψηλα. Κοίτα τις τριανταφυλλιές, σαν νύφες στολισμένες. Κοίτα την κληματαριά, τσαμπιά σταφύλια ζηλευτά. Όμως αυτό, κοίτα το..πόσο μικρό αλλά και πόσο όμορφο! Λεπτοκαμωμένα πέταλα λευκά, αγνά, καλοσχηματισμένα σαν να βγήκαν από χέρια ζωγράφου. Και η κίτρινη καρδιά του, καρπός που φτιάχνει ρόφημα..Τόσο ταπεινό, αλλά τόσο μοναδικό.
Ετσι είσαι κι εσύ: Μ ο ν α δ ι κ ό ς.
Απλά, δεν βρήκες ακόμη το Φως σου. Δεν στάθηκες ποτέ να το δεις, ενώ είναι μέσα σου… Γι’αυτό τρέχεις και δεν φτάνεις…»
Η Σοφία συνέχισε με καρφωμένο το βλέμμα στο μικρό ποτήρι και στο μικρό χαμομήλι… Που τώρα έδειχνε στα μάτια της τεράστιο, σαν ήλιος λαμπερός και φλόγα μεγάλη!
Αυτό το μικρό, ασήμαντο και ταπεινό λουλουδάκι, που έγινε το Φως, που η ίδια τόσο ξαφνικά συνάντησε…Και η Ανάσταση, ξεκίνησε…
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ