katarraktisvillage

Κάποια φώτα παλαιότερα

Όπως κάθε χρόνο συνηθίζαμε, κατά την Εορτή των Θεοφανείων, ν’ αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κ’ εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων  μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…»

Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μία σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα.

Ήταν μία σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε εγώ άρχιζα κατά τη συνήθεια μου το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…». 

Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ’ τα δωμάτια. «Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής», είπα μέσα μου.

Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ’ εμποδίσει.

– Να φύγεις , μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις  σε παρακαλώ.

Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω:

– Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ηλθα εδώ ν’ αγιάσω.

– Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές.

– Μα δεν ξέρουμε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές η εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες η εσύ, μπορεί να έλεγα : «Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου»

Εκείνη την στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν:

– Ασε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό.

Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…», διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ’ αυτές τις ψυχές.

Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα:

– Παιδιά μου, Χρόνια Πολλά. Ο Θεός μας αγαπάει όλους. Είναι πολύ Καλός και «βρέχει επί δικαίους και αδίκους». (Ματθ. 5,45) Όλοι τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσουμε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσομε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε.

Κοιτάζανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη.

– Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ’ αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά!

– Χρόνια πολλά, είπαν κ’ εκείνες κι έφυγα.>>

Άγιος Πορφύριος ο  Καυσοκαλυβίτης.


- Απόψε τα μεσάνυχτα ανοίγουν οι ουρανοί! Κάνε την ευχή σου την ώρα που τα πάντα εισακούγονται. 

Οι μέρες των Χριστουγέννων φέρνουν μαζί τους την μαγεία των παραμυθιών...

Ξυπνάνε μέσα μας όλη την καλοσύνη και την αγάπη που υπάρχει στην καρδιά μας.

Γινόμαστε ξανά παιδιά, αναπολούμε όλα εκείνα που ζήσαμε μικροί, τις τρυφερές ιστορίες που διαβάσαμε στα βιβλία, τις όμορφες εικόνες που έφτιαχνε το αθώο μυαλό μας.

Μας κάνουν να ονειρευόμαστε, και γεμίζουν την ψυχή μας φως, όπως οι ώρες των παραμυθιών της γιαγιάς γύρω από το τζάκι, την σόμπα ή το μαγκάλι. 

Σε κείνα τα μικρά χωριουδάκια, τα κάτασπρα με τα πολλά χιόνια και τα μικρά καμπαναριά. 

Κατά βάθος όλοι οι άνθρωποι αυτό που ζητάμε για να νιώθουμε γαλήνη είναι περισσότερο φως, περισσότερη αλήθεια, περισσότερο νόημα στη ζωή μας.

Η παράδοση θέλει απόψε τα μεσάνυχτα να ανοίγουν οι ουρανοί. Να ενώνεται ο άνθρωπος με τον Θεό.

Η »μαγεία» γίνεται πραγματικότητα και οι επιθυμίες πράξη. 

Κάνε τις ευχές σου εκείνη τη στιγμή και ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται... Ευχήσου με όλη σου την καρδιά και με βαθιά πίστη. Οι ουρανοί είναι ανοιχτοί και όλα εισακούγονται!

Αν σας άρεσε το άρθρο το πρώτο της χρονιάς, κάντε μια κοινοποίηση να ζεσταθουν οι καρδιές πολλών ανθρώπων. 

Καλή χρονιά σε όλους. 

Αστεριος Σαλτζίδης!

Ακολουθήστε μας και στο Instagram 





Share:

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ Ένα «παραπαπάμ» μόνο…

 Άνοιξε τα μάτια και …αυτοί οι κουραμπιέδες της μάνας,  με πρόβειο βούτυρο και καβουρντισμένα  μέσα σ’αυτό τα αμύγδαλα, ήταν η αξεπέραστη Χριστουγεννιάτικη μυρωδιά, που του έφτιαχνε το κέφι αυτές τις μέρες και του’φερνε αυτόματα στα χείλη το «παραπαπαμ παμ» του Μικρού Τυμπανιστή των παιδικών του χρόνων, που για κάποιο λόγο, ποτέ δεν ξέχασε.

Κόντευε η ώρα 9, τίναξε το πάπλωμα και σηκώθηκε μονομιάς. 

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, μαζεμένες δουλειές και έπρεπε στα γρήγορα να ετοιμαστεί. 

Ξύρισμα με πινέλο, αφρός με σαπούνι και δέρμα βελούδο- α ρε παππού, σοφός ήσουν, σοφά τα΄λεγες και όλα έτσι ήταν, σκέφτηκε κι έσερνε το ξυράφι με μαεστρία στο μεσήλικο πια πρόσωπο, που ο χρόνος όμως, του είχε συμπεριφερθεί γενναιόδωρα .

Κι ενώ αυτά σκεφτόταν, να πάλι στα ξαφνικά  αυτό  το περίεργο συναίσθημα που τον ταλαιπωρούσε τον τελευταίο καιρό, που να το εξηγήσει δεν μπορούσε και που  πάλι τον βύθιζε σε σκέψεις και αναζητήσεις που κατέληγαν  πάντα στο «γιατί νιώθω έτσι;- ποιος είμαι; – τί κάνω» ;

Ήταν ένα περίεργο συναίσθημα του μονίμως ανικανοποίητου-  «δεν μου φτάνει», «δεν μου είναι αρκετό», «δεν είναι σπουδαίο», «το συμφέρον μου επιτάσσει ..»- που τον κατέκλυζε και τον ακινητοποιούσε συναισθηματικά, τον ρουφούσε σε σκοτεινή δίνη που από την μια, όλα όσα είχε του φαίνονταν λίγα ή και αυτονόητα κι από την άλλη δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τίποτε δεν του έφτανε τελικά…

Τα οικονομικά του πήγαιναν μια χαρά, τα παιδιά του καλά , οι εξετάσεις του καλές, φίλους κολλητούς ποτέ δεν είχε- αλλά και πολύ δεν τον ένοιαζε, τις επενδύσεις του τις έκανε επιτυχώς, στη δούλεψή του ανθρώπους κατάφερε κι έβαλε με τους δικούς του όρους,  λεφτά στην τράπεζα πολλά, τις γνωριμίες και τις σχέσεις τις εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο για να γίνει γνωστός, άλλαζε κυνικά τα στρατόπεδα ανάλογα με τα συμφέροντά του- τέλος πάντων, έκανε όλα όσα έπρεπε για να υπερασπιστεί τα «συμφέροντά του»… 

«Δηλαδή, τί άλλο πρέπει να κάνει κανείς; Δεν πρέπει να κοιτάζει το συμφέρον του; Να αυγατίζει την περιουσία του; Να αρπάζει τις ευκαιρίες των γνωριμιών; Αυτό δεν είναι η ζωή; Πόλεμος συμφερόντων ; Αγώνας επιβίωσης του ισχυρότερου;» σκέφτηκε συνεχίζοντας να ξυρίζει νευρικά , ένα πρόσωπο που δεν είχε πια γένια…

Από την άλλη, ο χαρακτήρας του Σκρούτζ , δεν του άρεσε ποτέ. «Τσιγγούνης σε όλα του – όχι μόνο στα λεφτά του, αλλά κυρίως στα συναισθήματα, στην έκφραση της αγάπης, της  ανθρωπιάς»,  μονολόγησε ... 

«Μα καλά, πώς μου’ρθε ο Σκρούτζ τώρα; Τί σχέση έχω εγώ με αυτό τον τιποτένιο χαρακτήρα; Που δεν αγαπούσε ούτε τον εαυτό του; Που δεν αγαπούσε κανέναν ; Α, δεν πάει άλλο! Χειροτερεύει το πράγμα! Πώς επιτρέπω η ανόητη αυτή σκέψη να τρυπώνει στο μυαλό μου και να μου προκαλεί αυτή την ταραχή;;» αναρωτήθηκε μέσα στο σκοτάδι της ψυχής του. 

Αναζητώντας τις απαντήσεις, οι εικόνες της ζωής του πρόβαλαν μπροστά του σαν μια ταινία μικρού μήκους: το ξεκίνημα  με  άριστη οικονομική κατάσταση, το βόλεμα στο δημόσιο για την καταξίωση, οι σπουδές  σε ώριμη ηλικία για κοινωνικούς λόγους, οι σχέσεις εμπιστοσύνης που χρησιμοποίησε για την ανέλιξή του, οι «φίλοι» πάντα ευκαιριακοί,  οι «αγαθοεργίες» του πάντα να φαίνονται στον κόσμο, στο πρόσωπο του γιου του όλες οι προσδοκίες μιας λαμπρής επαγγελματικής και πολιτικής καριέρας. Παράλληλα, η μόνιμη τακτική του να μην εκφράζει ποτέ τα συναισθήματά του, να «κρύβει» μέσα του βαθιά το θυμό του-  ακόμη κι γι ‘αυτά που θεωρούσε κραυγαλέα άδικα για τον ίδιο, να μην συζητά ειλικρινά,  να συμβιβάζεται με το «συμφέρον», να σιωπά για το «συμφέρον», να πράττει για το «συμφέρον» …   

Ξεπήδησαν μέσα στο σκοτάδι και οι βαριές κουβέντες που ξεστόμισε για ανθρώπους που ποτέ δεν τον πείραξαν, οι άδικες κατηγόριες, οι ύπουλες τακτικές – μόνο γιατί έπρεπε να τους κοντύνει, για να φανεί ο ίδιος ψηλός. 

Και η άγνωστη γι’αυτόν λέξη της «συγγνώμης» , που δεν είπε ποτέ, που δεν ξεστόμισε ποτέ από τα χείλη σε όσους έπρεπε, σε όσους όφειλε, σε όσους μπορούσε.

Αυτό ήταν τελικά το σκοτάδι που τον στοίχειωνε; Αυτή ήταν η μοίρα του;

 Να τα έχει όλα και να νιώθει ότι έχει τίποτε; 

Μουτζούρωσε με θυμό τον καθρέφτη του μπάνιου, κάνοντας κύκλους μανίας με το πινέλο και τον αφρό. Κι άλλος  κύκλος, κι άλλος , κι άλλος …..γέμισε ο καθρέφτης με αφρό – δεν έβλεπε πια το πρόσωπό του… δεν ήθελε ή δεν μπορούσε… έσκυψε αποκαμωμένος.

Εξω από την πόρτα του σπιτιού ,ακούστηκαν τα πρώτα κάλαντα της ημέρας : «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά….».  Εμεινε ακίνητος. «Η νέα χρονιά…», σκέφτηκε .

Κοίταξε ξανά τον μεγάλο καθρέφτη. Ανάμεσα στους αφρισμένους κύκλους της μανίας του,  διέκρινε ένα μικρό ολοστρόγγυλο φωτεινό κενό, όπου καθρεφτίζονταν  τα χείλη του, σαν να ήταν αυτά που σκόπιμα ξεχώρισαν και βρήκαν το δρόμο στο Φως. 

Εκείνη τη στιγμή, στα χείλη αυτά είδε όλες τις «συγγνώμες» που τώρα ήθελε να πει, όλα τα όμορφα λόγια που ήθελε να μοιραστεί, όλες τις αγνές  ευχές που από την καρδιά βγαίνουν, όλους τους ανήμπορους που μπορούσε να βοηθήσει χωρίς να φαίνεται, όλα τα σχέδια της ζωής που μπορούσαν να προχωρούν και χωρίς το «συμφέρον», όλους τους φίλους που μπορούσε να ξανααποκτήσει μιλώντας, για πρώτη φορά, ειλικρινά μαζί τους…

 «…Αγιος Βασίλης έρχεται και όλους μας καταδέχεται από την Καισαρεία, σ’εισ’αρχόντισσα κυρία..» τα παιδιά τραγουδούσαν ακόμη .

Κατευθύνθηκε  προς την πόρτα,  κρατώντας  το «παραπαπαμ παμ» στα δικά του χείλη, αποφασισμένος να μην ξαναχάσει από μέσα του το αγόρι που δεν είχε τίποτε άλλο να προσφέρει στο μικρό Χριστό,  παρά μόνο την άδολη  Αγάπη του, μέσα από τον ήχο του τυμπάνου του. 

Ένας απλός ήχος, ενός απλού τυμπάνου. Ένα «παραπαπαμ παμ» μόνο …

«Προλαβαίνω» , σκέφτηκε !


Ευαγγελία 🌲🌲καλή χρονιά σε όλους! 

Share:

Το βράδυ που γεννήθηκε ο Χριστός

Το βράδυ που γεννήθηκε ο Χριστός έκανε πολύ κρύο. 

 Η σπηλιά ήταν κρύα και η Παναγία δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε ο Ιωσήφ σκέφτηκε να ανάψει φωτιά για να ζεσταθούν λίγο, μα δεν έβρισκε πουθενά ξύλα. Βγαίνει έξω από τη σπηλιά, κάνει μια βόλτα, μα τίποτα. Ξαναμπαίνει πάλι μέσα, παίρνει λίγα άχυρα από τη φάτνη και ανάβει φωτιά. Μόλις τα είδε η Παναγία δάκρυσε και είπε να είναι πάντα χρυσά.


Όμως ύστερα από λίγο τα άχυρα έσβησαν. Η σπηλιά ξαναπάγωσε. Βγήκε πάλι ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύτηκαν σ’ ένα ξερό κλαδί.

 Ήταν δεντρολίβανο.

 Ο Ιωσήφ το άναψε και η Παναγία ευχήθηκε να μοσχομυρίζει και να στολίζει τις εικόνες των Αγίων. Μα η φωτιά κράτησε λίγο και η παγωνιά δυνάμωσε.

Τότε ο Ιωσήφ άκουσε μέσα από το σακούλι του φωνές που του έλεγαν: Πήγαινε Ιωσήφ στη μάνα μας την ελιά, πάνω απ’ τη σπηλιά και πες της πως κινδυνεύει ο Χριστός. Θα στενοχωρηθεί πολύ που το ξέραμε και δεν της είπαμε τίποτα. Ήταν μια χούφτα ελιές που τις είχε φυλάξει μαζί με λίγο ψωμί για ώρα ανάγκης.

Ο Ιωσήφ πήγε στην ελιά και εκείνη άρχισε να σπάει κομμάτια ξύλου από το γέρικο κορμό της και να τα σπρώχνει προς την είσοδο της σπηλιάς. Όλη τη νύχτα έκαιγε η φωτιά και η ζεστασιά απλώθηκε γύρω από τον νεογέννητο Χριστό.

Το πρωί το δέντρο δεν υπήρχε παρά μόνο ένα κούτσουρο ρίζας. Όταν το είδε η Παναγία δάκρυσε, έσκυψε, το χάιδεψε και είπε. Την ευχή μου να ’χεις και να μην ξεραίνεσαι ποτέ. Το λάδι σου να τρέφει και να φωτίζει τους ανθρώπους. Το βράδυ να φωτίζεις το καντήλι του Χριστού.

Έτσι κι έγινε. Μέχρι το βράδυ η ελιά ξανάγινε μεγάλη όπως ήταν πριν. Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από τις ρίζες της ξαναβλασταίνει και ξανανιώνει φουντώνει και δυναμώνει.


ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΎΓΕΝΝΑ με γαλήνη στις ψυχούλες μάς 🌲🌲🤶🤶🌎🌎

Share:

Μελομακαρονοκουραμπιέδες συνυφασμένοι με τη γλύκα των Χριστουγέννων.

Τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες, είναι αναμφισβήτητα στο μυαλό όλων όλων μας συνυφασμένοι με τη γλύκα των Χριστουγέννων.

Τα δύο γλυκίσματα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, από που όμως προέκυψε η ονομασία τους;Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση, αν στο πρώτο άκουσμά του, το όνομά τους παραπέμπει στο «ιταλικό» μακαρόνι.

Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία», ένα νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό.

Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.

Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: μέλι+μακαρία = μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του 12ημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια».

Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι, ενώ από το μεσαίωνα και μετά, στη Γαλλία και την Αγγλία, ένα είδος αμυγδαλωτού μπισκότου ονομάστηκε «macaroon», το οποίο είναι το γνωστό σε όλους σήμερα «μακαρόν».Όσον αφορά στην ονομασία του κουραμπιέ ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, δρ. κοινωνιολογίας της Ιστορίας, Παντείου πανεπιστημίου, μουσικολόγος και δικηγόρος, έχει συλλέξει ενδιαφέρονα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η ρίζα του είναι: Qurabiya στα Αζέρικα, Kurabiye, στα Τούρκικα και φυσικά Κουραμπιές στα ελληνικά, που στην κυριολεξία σημαίνει Kuru = ξηρό, biye = μπισκότο.

Ωστόσο, η ονομασία μπισκότο καθιερώθηκε τον Mεσαίωνα, ετυμολογικά προερχόμενη από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δύο φορές (στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον), ως τεχνική ψησίματος για να μην «χαλάει» εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών.

Στα σύγχρονα ιταλικά, η λέξη είναι biscotto (τo cookies έχει φλαμανδική / ολλανδική προέλευση που πέρασε στην αγγλική γλώσσα).

Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους Qura /Kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη Qurabiya / Kurabiye, η οποία με αντιδάνεια ξαναγύρισε στη δύση και ελληνοποιημένη πλέον έδωσε το «κουραμπιές» με την έννοια του ξηρού μπισκότου, που διανθίστηκε με αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη κ.λπ.
Share:

Η ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΜΟΥ ΤΡΑΜΠΟΥΚΑ Χριστουγεννιάτικο Αφήγημα

Κάθε χρόνο τις γιορτές το δώρο του θείου μου ήταν μια καινούρια τραμπούκα. Μουσικός βλέπεις ο ίδιος τι άλλο δώρο θα μου 'κανε για να με μπάσει στα κόλπα της μουσικής.

 Και γιατί κάθε χρόνο άλλη;

 Μα για τον απλούστατο λόγο πως μικρούλης καθώς ήμουνα, η τραμπούκα γλιστρούσε από τα άπειρα μικρά χέρια μου και γινόταν χίλια κομμάτια στο πάτωμα. Περιττό να πω το κλάμα που έκανα γιατί έχανα ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια μου, αλλά και από τις φωνές της μάνας μου, που έπρεπε γιορτιάτικα να μαζεύει τα σπασμένα μου.

Ναι! Πράγματι η τραμπούκα ήταν ένα από τα αγαπημένα μου. θες το σχήμα της, ο βαθύς και ήπιος ήχος της, που δεν έμοιαζε με τα τουμπανάκια και τα κουδούνια, η αίσθηση στα δάχτυλα και η επαφή με την φούσκα; Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να τη θέλω τόσο. Όσο μεγάλωνα, μεγάλωνε και η τραμπούκα του θείου. Μόλις την έφερνε, παραμονές Χριστουγέννων, της έβαζε ένα σχοινάκι εμπρός και μετρώντας τις διαστάσεις μου, το έδενε στο πίσω μέρος. Κι εγώ καμαρωτός και κορδωμένος, άρχιζα όλο χαρά να τραγου­δώ τα κάλαντα για να τον ευχαριστήσω. Εκείνος, χαρούμενος πως το δώρο του έπιασε τόπο, μου έδινε και μποναμά επί πλέον.

Σιγά - σιγά περνούσαν τα χρόνια και πήγα στο σχολείο. Ο αυθορμητι­σμός άρχισε να δίνει τη θέση του στη λογική. Ήμουν πολύ ντροπαλός και συ­νεσταλμένος, αλλά και πιο προσεκτικός. Δεν ξανάσπασα ποτέ πια τραμπούκα, παρά ένα μόνο μικρό κομμάτι στο πίσω μέρος και τη φούσκα που έμαθα να την αλλάζω μόνος μου. Κατέβαινα στη Χώρα, στα χασαπιά κι αγόραζα μια κα­λή φούσκα, χωρίς νεύρα και πετσιά. Αφού την έβρεχα σε χλιαρό νερό την τέντωνα πάνω στην τρύπα της τραμπούκας και την έδενα μ' ένα σπάγκο. Για καλύτερη ακουστική, το κούρδισμα γινόταν πάνω από τη σόμπα, τρίβοντας την απαλά με τις ψίχες των δακτύλων μέχρι να ακουστεί ο κατάλληλος ήχος.

Τις παραμονές ντυνόμαστε καλά και βγαίναμε δύο -δύο στην γειτονιά για τα κά­λαντα. Στην αρχή πηγαίναμε σε συγγενικά σπίτια για να ξεθαρρέψουμε και στη συνέχεια σε ξένα, χωρίς όμως να ξεμακραίνουμε και πολύ από το σπίτι. Όλοι οι φίλοι και οι συμμαθητές μου, καθώς περνούσαν τα χρόνια, προσπαθούσαν να με πείσουν να κατέβω μαζί τους την παραμονή στη Χώρα. Εκεί μάζευαν πολλά λεφτά από τα κα­ταστήματα. Έδιναν τάλιρα και δεκάρικα μερικές φορές. Όχι φραγκάκι φραγκάκι!!!

- Έλα μαζί μας κι εσύ που παίζεις ωραία τραμπούκα , μου λέγανε. Μα εγώ, τίποτα. Ντρεπόμουν.

Μια χρονιά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, θυμάμαι που ο καιρός ήταν γλυκός, συννεφιά μεν αλλά ούτε βροχή ούτε κρύο. Εκείνη τη φορά πήρα τη συγκατάθεση της μάνας μου και κατέβηκα μαζί με τους άλλους στη Χώρα με τα πόδια. Εκείνοι ήξεραν τα κατατόπια. Χωρι­στήκαμε σε ομάδες για να καλύψουμε όσο μεγαλύτερη περιοχή μπορούσαμε. Εγώ μαζί με το Λάμπρο πήραμε τα Μαυροπαπουτσίδικα μέχρι το Μπαλουκ-χανά.

Όμως τι ήταν ετούτο που μας έτυχε. Στο πρώτο μαγαζί που μπήκαμε και πριν καλά-καλά προλάβουμε να αρχίσουμε τα κάλαντα, ακούμε από πίσω μας μια στριγκλιά που έσπασε η χολή μας. Ένα κλαρίνο κι ένα ντέφι έπαιζαν τόσο δυνατά, που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας για να φύγουμε. Ευτυχώς! πριν αρχίσει καλά -καλά ο γύφτος, ο υπάλληλος τον σταμάτησε και αφού εκείνος μας εκτόπισε με τη χοντρή κοιλιά του, πέρασε στο ταμείο να πάρει τα χρήματα που του πρόσφερε ο καταστηματάρχης για να τον βγάλει από το κε­φάλι του. Έδωσε και σε μας κάτι χωρίς να τα πούμε.

Εντύπωση μου έκανε η φουκαριάρα η μαϊμού. Την έσερνε πίσω του αλυσοδεμένη και αυτή κοίταζε όλους με αδιάκριτη περιέργεια. Άραγε τι σχέση έχει η μαϊμού με τα Χριστούγεννα; Αναρωτήθηκα. Κρατούσε κι καθρεφτάκι κι ένα άδειο κραγιόν. Τότε πρόσεξα τα χείλια της που ήταν κατακόκκινα. Δεν άργησε ο γύφτος να κάνει το νούμερό του.

-Τι κάνει η Αλίκη Βουγιουκλάκη πριν βγει στο θέατρο; Την ρώτησε. Εκείνη του έριξε μια ματιά ως επιβεβαίωση της εντολής και άρχισε να τρίβει το τελειωμένο κραγιόν στο πρόσωπό της ενώ κοιταζόταν μέσα στο θαμπό και ραγισμένο καθρεφτάκι της. Γέλασα, αλλά κατά βάθος την λυπήθηκα. Τι τραβάει το ζωντανό… σκέφτηκα.

Βγαίνοντας πήραμε διαφορετική κατεύθυνση από το γύφτο για να μην ξαναβρεθούμε μαζί και πήραμε το επόμενο στενό. Εκεί, συναντήσαμε άλλο θέαμα. Ένας τσιριχτός ήχος που έβαινε μέσα από ένα τουλούμι. Κάποιος το ζουλούσε στη μασχάλη του κι αυτό έσκουζε. Ο άλλος χτυπούσε με μανία ένα τουμπί που είχε κρεμασμένο μπρος του. Πριν προλάβουμε να μπούμε στα μαγαζιά, χωνόταν αυτοί. Ωχ. Κατέβηκαν οι Αγιωργούσοι! Είπε κάποιος. Δυο μαντιλοδεμένοι με κεχριμπαρένιες μαντίλες, θαρρείς και κάποιος πριν τους έσπασε το κεφάλι, έπαιζαν τα κάλαντα με γκάιντες.

- Άηντες!!! είπα­με τότε κι οι δυο μας. Δεν πρόκειται να σταυρώσουμε φράγκο με όλους ετού­τους που βρέθηκαν στο δρόμο μας.

Μέχρι που πέσαμε πάνω σε ένα τσούρμο με προσκόπους. Μου άρεσαν οι πρόσκοποι με τα μεγάλα καπέλα, τις κονκάρδες και τα μαντηλάκια στο λαιμό. Έπαιζαν και ωραία τυμπανοκρουσία που με συνεπήρε και τους ακολουθήσαμε για λίγο μέχρι την Απλωταριά. Σαν σε παρέλαση!!

Αλλάξαμε πάλι σοκάκι, και τούτη τη φορά είμαστε πιο τυχεροί. Πέσαμε σε μια γειτονιά που πολλά απ’ τα σπίτια είχαν ένα κόκκινο φωτάκι στην εξώπορτα. Ρώτησα τον Λάμπρο αλλά δεν ήξερε γιατί τα είχαν. Ήταν ήσυχα. Μόνο πιτσιρικάδες και κάποιοι φαντάροι τριγύριζαν. Οι κυρίες με τα φανταχτερά φορέματα και τις πλεκτές μπέρτες, μας έδιναν αρκετά. Ένα γραμμόφωνο έπαιζε λαϊκά στο γωνιακό καφενείο. Παραφωνία μεν, ωραία δε. Τι να πεις. Ο κόσμος διασκεδάζει τέτοιες μέρες όπως μπορεί. Ε, κι ο θείος μου παίζει μπουζούκι στους «Τρεις μύλους», δεν λέει μόνο τα κάλαντα!!

Εκεί όμως που έπεφτε το πιο χοντρό μπαξίσι ήταν στα χασαπιά. Οι χασάπηδες ήταν πάντα ανοιχτοχέρηδες. Το φυσούσαν και ειδικά τέτοιες μέρες ο κόσμος άφηνε πολλά λεφτά για τα κρέατα. Αν και μου ερχόταν μια αναγούλα από την μυρωδιά του ωμού κρέατος, συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε στο νονό μου. Χασάπης κι αυτός, έχει χοντρό πορτοφόλι και βέβαια απολάμβανα πάντα πολύ καλά δώρα. Αφού του τα είπαμε και τα ξαναείπαμε για το συνεταίρο του, βγάζει ένα πενηντάρικο… πω πω. Ένα χάρτινο μπλε πενηντάρικο.

-Αυτά για την παρέα. Μου λέει. Και αυτό για σένα. Ανοίγω το χέρι μου και μου βάζει μέσα ένα τεράστιο ασημένιο νόμισμα. Άστραφτε!! Είχε γύρω γύρω χαραγμένους όλους τους βασιλιάδες και στη μέση την σημαία… Τριάντα δραχμαί!!! Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Το περιεργαζόμουν για ώρα μέχρι που ο Λάμπρος μου είπε να φεύγουμε. Φίλησα το χέρι του νονού, του ευχήθηκα και προχωρήσαμε προς τον Μπαλουκ-χανά.

Το Τζαμί γύρω γύρω το είχαν πάρει οι άλλοι αλλά ποιος μας ήξερε; Έτσι αποφασίσαμε να το πάρουμε μια γύρα κι εμείς. Μοσχομύριζαν τα μπαχάρια και τα αρώματα. Απέναντι τα μανάβικα διαλαλούσαν τα φρούτα και τα σαλατικά τους. Όμως αυτοί οι μανάβηδες, δεν ήταν σαν τους χασάπηδες. Μας έδιωχναν γιατί μπλέκαμε ανάμεσα στους πελάτες τους.



Φεύγοντας πέσαμε πάνω σε ένα καραβάκι. Ήταν ολόφωτο και στολισμένο με χρωματιστά σημαιάκια!! Οι καμινάδες κάπνιζαν σαν αληθινές. Τι όμορφο! Είχαν βάλει φωτιά στο καζανάκι και ο ατμός έκανε τη σφυρίχτρα να αντηχεί σε όλη την πλατεία. Χωρίς να το περιμένουμε, ο κανονιέρης έριξε και δυο κανονιές που μας έκανε να πεταχτούμε από τον ξαφνικό κρότο. «Την καλησπέρα έφερα με ένα διαμάντι φίλο. Με ρόδα και τριαντάφυλλά χρόνια πολλά να στείλω..» τόσα πολλά παινέματα.. που να τα θυμάσαι. «Σ αυτό το σπίτι που ‘θαμε τα ράφια είναι ξυλένια, του χρόνου σαν ξανάρθουμε να ναι μαλαματένια. Σ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει. Έχεις και γιο και μονογιό και κόρη, μονοκόρη. Καπετανάκι να το δεις σ’ ελληνικό βαπόρι…άντε να πα να φύγουμε κι η ώρα πλησιάζει και τ’ αστεράκια τ’ ουρανού ρίχνουν ψιλό τ’ αγιάζι…»

Με τούτα και με κείνα φτάσαμε στο σημείο συνάντησης με τους υπόλοιπους της παρέας. Βάλαμε όλα τα φράγκα μας μέσα σε ένα καπέλο και άρχισε η μοιρασιά. Άμα πήρα το μέκι μου, κατάλαβα πως πράγματι άξιζε τον κόπο . Διακόσιες πενήντα δραχμές μά­ζεψα, τότε. Χώρια το τριαντάρικο του νονού μου. Κι αμέσως πήγα να τα τοκίσω. Καθώς γύριζα 'στα μαγαζιά μου γυάλισαν δυο κουμπαράδες ο Χοντρός και ο Λιγνός. Είκοσι δραχμές ο ένας είχε. Τους πήρα δώρο στην αδελφή μου και σε μένα. Για την Πρωτοχρονιά.

Γρήγορα με την παρέα πήραμε το δρόμο για το σπίτι, ευχαριστημένοι και χαρούμενοι. Καθώς παίζαμε και χοροπηδούσαμε ανέμελα, σκοντάφτω και τσακ! Μια η τραμπούκα μου πάνω σ' ένα στύλο. Τότε ήταν που έσπασα το πίσω μέρος της. Παρ όλα τα καλά δεν ξανακατέβηκα στη Χώρα. Προτιμούσα τη ήσυχη γειτονιά μας με τους γνωστούς και τους συγγενείς που έδιναν λιγό­τερα λεφτά αλλά πιο πολύ Χαμόγελο.

Του Μπάμπη Κοιλιάρη




Υ.Γ Η «Τραμπούκα» είναι το Χιώτικο πήλινο μουσικό όργανο, το οποίο παραδοσιακά συνοδεύει τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Share:

Ανεμπικαριά VS European Commission

 Χίος! Όλα τα μυστικά που αποκαλύπτει η φύση, η ιστορία, ο πολιτισμός, η παράδοση, η λαογραφία και η τέχνη της -για να μην πω η επιστήμη- μπορείς να τα ανακαλύψεις σε ένα μοναδικό προϊόν.
 Όχι, δεν είναι η μαστίχα. Είναι η “σούμα”, η οποία παράγεται την εποχή αυτή, εδώ και τρεις αιώνες, και ΜΟΝΟ στα χωριά μας με απόσταξη σύκων. 
Τα σύκα έχουν μαζευτεί ήδη από τον Αύγουστο, απλώνονται στον ήλιο για δυο-τρεις βδομάδες, ώσπου να ξεραθούν, και μετά ζυμώνονται για 30-40 ημέρες σε βαρέλια γεμάτα με νερό, εφόσον δεν προστεθεί μαγιά για να επιταχύνει τη ζύμωση. Το καλοκαίρι ψάχναμε με τη Μαίρη μια συκιά γεμάτη, μήπως κόψουμε κανένα και δεν βρίσκαμε. «Εμ, δεν έχετε αφήσει σύκο για σύκο, τα μαζεύετε όλα για σούμα», μου είπε! Και πού; Σε ένα νησί με χωριό που ονομάζεται Συκιάδα!

Όταν ξεκινήσει η αποστακτική περίοδος, το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου, τα σύκα βράζουν σε χάλκινα καζάνια, άμβυκες όπως ονομάζονται, και με αλκοολική ζύμωση μεταβάλλουν τα σάκχαρά τους σε οινόπνευμα που φθάνει 60-70% (!) ανάλογα με ποια κομμάτια του σύκου ρίχνει στο καζάνι ο παραγωγός. Τσίπουρο, ρακή και λοιπά αποστάγματα από σταφύλια ακολουθούν. Συνεπώς η σούμα κάνει και για εντριβές, ιδίως μετά από τη δεύτερη απόσταξη που ανεβάζει τον αλκοολικό βαθμό και την ποιότητα.

Εδώ και χρόνια ήθελα να γράψω όχι για τη διαδικασία της απόσταξης αλλά για τη μυσταγωγία που την περιβάλλει και εξελίσσεται γραμμικά επί ώρες με έναν δυνατό σαγηνευτικό συνδυασμό της ρέουσας σούμας με τα κοψίδια, των εξωραϊσμένων για την περίσταση ιστοριών με τα αστεία, του διονυσιακού χορού με τα τραγούδια, με πρωτεύον σολιστικό όργανο το κλαρίνο.
Δεν πρόκειται για πανηγύρια -από αυτά έχουμε πολλά στο νησί, ίσως τα περισσότερα στην Ελλάδα. Ούτε για τοπικά κοινωνικά happenings. Αυτές οι «καθισιές», όπως τις λέμε, είναι μια μορφή θεατρικών παραστάσεων που ανεβαίνουν απ’ το βορρά μέχρι το νότο του νησιού στα 30-40 αποστακτήρα, ανεμπικαριά ή νεμπικαριά ή καζαναριά.

Ξεκινούν πριν τον βρασμό των σύκων και φουντώνουν όταν αρχίζει να ρέει η σούμα. Πρωταγωνιστούν όλοι! Μουσικοί, φίλοι, γείτονες, γνωστοί και άγνωστοι, επισκέπτες ή περαστικοί. Οι πάντες είναι ευπρόσδεκτοι από τους ιδιοκτήτες των καζανιών -τους αμβυκούχους -έχουν και σύλλογο! Όλα για το κέφι και την παράσταση-παράδοση, αφού δεν υπάρχει κέρδος.
Ο νόμος επιτρέπει μόνο μικρή παραγωγή για ιδιοκατανάλωση και όχι μαζική για εμπορία. Αν με ρωτήσετε τι είναι τελικά όλα αυτά, θα έλεγα ότι είναι τρόπος ζωής, όχι πολύ υγιεινός αλλά ευτυχώς μόνο για ένα μόνο δίμηνο.



Κάθε παραγωγός έχει τον τρόπο του στη σούμα να ρυθμίζει την ποιότητα και τη γεύση. Άλλοι προσθέτουν, κατά τη διάρκεια του καζανίσματος, φυσικά αρωματικά: γλυκάνισο ή λίγη μαστίχα και άλλοι φρούτα: μήλα, πορτοκάλια μανταρίνια, κυδώνια που δίνουν ιδιαίτερη γεύση και άρωμα.
Ο καθένας ό,τι θέλει. Στα βόρεια λένε πως παίζει ρόλο το υψόμετρο. Στα νότια το καλό το σύκο. Ο φίλος μου ο Ρυμικής λέει ότι το αποτέλεσμα κρίνεται από την κατάσταση στην οποία θα σε βρει η επόμενη μέρα, ανεξάρτητα από την ποσότητα που κατανάλωσες. Και συμφωνώ! Πάντως εγώ προτιμώ τη σούμα σκέτη. “Χωρίς”, όπως γράφουν στα βαρελάκια που την αποθηκεύουν.

Τα στιγμιότυπα που μοιράζομαι μαζί σας είναι από τις δυο τελευταίες “παραστάσεις”. Το Σάββατο στα Αγιάσματα, στη βόρεια Χίο, στο ανεμπικαριό του φίλου μου Κώστα Ρυμική με πουλόβερ. Την Κυριακή στα Μεστά, στη νότια Χίο, στο ανεμπικαριό του άλλου φίλου μου Γιώργου Πανάδη με πουκάμισο. Και του χρόνου λοιπόν!

Share:

Ο ταχυδρόμος νευρίασε ε;

Μία μέρα ένας ταχυδρόμος χτύπησε την πόρτα ενός σπιτιού. Μία παιδική φωνή ακούστηκε πίσω από την πόρτα να λέει:

– Αμέσως, παρακαλώ περιμένετε λίγο!

Μετά από λίγα λεπτά ο ταχυδρόμος άρχισε να χτυπά ξανά την πόρτα. Η φωνή ενός μικρού κοριτσιού ακούστηκε πίσω από την πόρτα:

– Αν βιάζεστε, αφήστε τα γράμματα στο χαλάκι.

Ο ταχυδρόμος απάντησε:

– Έχετε μια επιστολή που απαιτεί την υπογραφή σας. Θα περιμένω.

Ήδη θυμωμένος, ο ταχυδρόμος νόμιζε ότι θα του έλεγε κάτι. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να ανοίξει η πόρτα. Όλος του ο θυμός έσβησε αμέσως. Ένα κοριτσάκι με καροτσάκι, χωρίς πόδια, αλλά με γουρλωμένα μάτια, τον παρακολουθούσε. Ο Ταχυδρόμος της έδωσε το γράμμα και της ζήτησε να υπογράψει. Μετά από αυτό έφυγε. Το κοριτσάκι χαμογέλασε και είπε:

– Σας ευχαριστούμε για την υπομονή σας. Καλή μέρα.

Μετά από ένα μήνα ο ταχυδρόμος συνέχισε να παραδίδει την αλληλογραφία. Κάθε φορά χτυπούσε την πόρτα και περίμενε υπομονετικά να φτάσει το κοριτσάκι και μετά έφευγε. Άρχισε  να του κάνει περισσότερες ερωτήσεις: “Πώς σε λένε; Σου αρέσει αυτό που  κάνεις; Έχεις παιδιά; Πόσα γράμματα πρέπει να παραδώσεις σήμερα;”

Σταδιακά ο ταχυδρόμος άρχισε να απαντά και να του χαμογελά.

Τη ρώτησε για τα πόδια της, αλλά εκείνη δεν θύμωσε και του απάντησε χαμογελώντας:

– Δεν μπορώ να περπατήσω γιατί γεννήθηκα χωρίς  αυτά, ο μπαμπάς λέει πάντα ότι η καρδιά μου είναι τόσο μεγάλη που έχει  τα δικά της πόδια. Κάθε μήνα βάζω χρήματα σε αυτόν τον  κουμπαρά και όταν γεμίσει ο μπαμπάς θα μου αγοράσει προσθετικά πόδια και  θα μπορώ να περπατήσω κι εγώ.

Έγιναν καλοί φίλοι. Όταν ήρθε το  φθινόπωρο οι βροχές γίνονταν όλο και πιο συχνές και σε μια καταρρακτώδη  βροχόπτωση, ο ταχυδρόμος περίμενε βρεγμένος έξω από την πόρτα. Όταν έφυγε, το κοριτσάκι κατάλαβε ότι τα παπούτσια του ήταν σάπια. Την επόμενη μέρα τον είδε με το ίδιο ζευγάρι παπούτσια.

Μετά από μια εβδομάδα το ίδιο.

Όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ο ταχυδρόμος  αποφάσισε να μην πάει με άδεια χέρια και αγόρασε ένα κουτί καραμέλες,  χτύπησε την πόρτα, το κοριτσάκι του άνοιξε και έλαβε το κουτί με τα  ζαχαρωτά μαζί με το γράμμα. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη. Γύρισε και στο τραπέζι πίσω της ήταν ένα μεγάλο κουτί και μερικά κομμάτια πορσελάνης. Ζήτησε από τον ταχυδρόμο να πάρει το κουτί στο σπίτι του.

– Δεν μπορώ να δεχτώ κάτι τέτοιο.

– Νόμιζα ότι ήμασταν φίλοι, αν δεν δεχτείς, θα στεναχωρηθώ πολύ τα Χριστούγεννα.

Στο άκουσμα αυτό ο ταχυδρόμος πήρε το δώρο και έφυγε, αφού το ευχαρίστησε και του ευχήθηκε.

Όταν άνοιξε το κουτί, μέσα ήταν ένα καινούργιο  ζευγάρι πανάκριβες μπότες και ένα σημείωμα: “Για τον καλό μου φίλο! Τώρα  θα μπορείς να περπατάς με στεγνά πόδια”.

Τα μάτια του ταχυδρόμου άρχισαν να γεμίζουν  δάκρυα και συνειδητοποίησε ότι τα θραύσματα δίπλα στο κουτί ήταν από τον  κουμπαρά και ότι το κοριτσάκι είχε ξοδέψει όλα τα χρήματά της σε αυτό  το ζευγάρι μπότες.

Την επόμενη μέρα πήγε στο αφεντικό του και του είπε:

– Κύριε, αλλάξτε μου διαδρομή. Αυτό  το παιδί εγκατέλειψε το όνειρό του να περπατήσει για να βάλει παπούτσια  στα υγιή μου πόδια και δεν μπορώ να τα δώσω πίσω όσο κι αν το θέλω.

Όταν το αφεντικό άκουσε για αυτή τη σπουδαία χειρονομία από ένα παιδί, οργάνωσε έναν έρανο.

Την ημέρα των Χριστουγέννων ο ταχυδρόμος χτύπησε  την πόρτα, η πόρτα άνοιξε γρήγορα αυτή τη φορά, ο πατέρας βγήκε με το  κοριτσάκι στην αγκαλιά του.

Δεν ήταν μόνο ο ταχυδρόμος, αλλά το αφεντικό και όλοι οι ταχυδρόμοι της πόλης.

Το κοριτσάκι χαμογελούσε και ξαφνιάστηκε με αυτό που είδε. Ο ταχυδρόμος έφερε ένα κουτί που έδωσε στον πατέρα και ένα σημείωμα στο κοριτσάκι.

Στο κουτί υπήρχαν προσθετικά πόδια για να  περπατήσει το κοριτσάκι και το σημείωμα έλεγε: «Για την καλύτερή μας  φίλη, τώρα θα μπορείς να περπατήσεις, αλλά η καρδιά σου είναι τόσο  μεγάλη που έχει τα δικά της πόδια, έτοιμη να τρέξει για να κάνει καλό  ακόμα και σε ένα ταχυδρόμο».

Επομένως…

Σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεσαι, αν έχεις καρδιά γεμάτη  αγάπη, χαμόγελο στα χείλη και ζεστό λόγο, οι γύρω σου θα πλουτίσουν.  Δίνετε έλεος στους ανθρώπους, και κοιτάξτε τους με αγάπη!



Share:

Θέλει να πίνει ωραίο καφέ λέει..

Θέλει και ψάχνει ένα ωραίο μαγαζί , να το κάνει «στέκι» για να πίνει τον καθημερινό του καφεδάκι.

Μπαίνει στο πρώτο μαγαζί (μια Δευτέρα , ας πούμε ) .. χάλια η ποιότητα του καφέ ..δε δίνει δεύτερη ευκαιρία , άλλωστε ο δρόμος γεμάτος από καφεμάγαζα…

Την επόμενη μέρα (Τρίτη ) , σε άλλο μαγαζί .. βρώμικο αυτό , διαγράφεται από τη λίστα του .

Τετάρτη (συνεχίζει απτόητος την περιήγηση ) , κακό το σέρβις , άργησε η παραγγελία , έκαναν και λάθος στον καφέ του , άλλο ζήτησε , άλλο του έφεραν …

Συνεχίζει …

Έφτασε Πέμπτη και ένα ρημαδοκαφέ της προκοπής ,δεν έχει πιεί ..

Επόμενη στάση , ένα μικρό ηλιόλουστο καφέ .. όλα καλά αλλά .. ντεκόρ φτωχό , δεύτερο για κείνον , η αισθητική ήταν πάντα από τις προτεραιότητές του ..

Μπα ! ούτε εδώ ..

Σημαντική πληροφορία για τον αναγνώστη : Σε κάθε μαγαζί , κάνει τα παράπονά του για το προηγούμενο ..(κρατήστε το αυτό , σημαίνει πολλά για το.. ψυχογράφημα του πελάτη μας )


Παρασκευή πια ..

Μπαίνει στο επόμενο στη σειρά «Koni’s corner” Aπό όνομα καλό ..

Λέει εδώ είμαστε .. Ωραία βιτρίνα , καθαρό ,μουσικές απ αυτές που του αρέσουν ,

full service , όμορφα κορίτσια , ο χώρος μοσχοβολάει χαρμάνια αρωματικών κόκκων , η ιδιοκτήτρια λαμπερή  περσόνα , καλοδέχεται τον κάθε πελάτη , ο οποίος μάλιστα έχει τη δική του θέση , κέρασμα με τον καφέ κάθε φορά ..και μάλιστα ο κάθε πελάτης έχει μια δική του μέρα να επιλέξει το «μουσικό χαλί» που θα συνοδέψει το ρόφημά του .

Αλλά και κείνος , ενθουσιασμένος , πελάτης καθημερινός και δυό φορές τη μέρα , κάποιες φορές ..να λέει τα καλύτερα στην ιδιοκτήτρια και φυσικά άφηνε πλούσιο φιλοδώρημα κάθε φορά .. αντίτιμο της ευχαρίστησής του ..

Βρήκε «αυτό» που ήθελε…

Γίνεται πελάτης και αυτό το στέκι του …


Λίγο καιρό μετά , μέρα τη μέρα «κόβει».. εκεί που πήγαινε κάθε μέρα .. αραιώνει .. κάθε δύο μέρες , κάθε τρεις.. μια φορά την εβδομάδα… και ξαφνικά χάνεται , από τη «γωνιά» αλλά και από την περιοχή ..


Η ιδιοκτήτρια .. χρόνια σε μαγαζιά  , έχει δει και συναναστραφεί με πολλούς ανθρώπους , έχει δει τόσα πολλά ,καμία έκπληξη ..

Οι κοπέλες τη ρωτούν ,να καταλάβουν τι έφταιξε και γιατί αυτός ο τόσο ευχαριστημένος πελάτης έκοψε , δε βρίσκουν λογική αιτία ..

« Το μόνο λάθος σας κορίτσια είναι πως του δώσατε το καλύτερο service από την πρώτη μέρα.. έπρεπε κάθε μερα να παίρνει και από κάτι , όχι όλα μαζί  κάθε φορά ..»


Ένας  ακόμα πελάτης που νόμιζε πως ήθελε ένα στέκι να το  κάνει δικό του.

Θα δείτε όλων των ειδών τους πελάτες εδώ .. και με τον καιρό θα νιώθετε μεμιάς , ποιος είναι εκείνος που θα μείνει πιστός στην επιλογή της δικής μας γωνιάς και ποιος θα είναι ο .. περαστικός . Εσείς σε όλους θα παρέχετε το ίδιο service… επαγγελματίες είμαστε

Συνεχίζουμε  ,  γυρίστε στα πόστα σας  ,  όλα καλά ,τουλάχιστο πήρατε καλό φιλοδώρημα , για όσο..» 

είπε και η ματιά της «θόλωσε» το υγρό τζάμι .

Χειμωνιάζει στη «γωνιά» , οι πόρτες κλείνουν …


 Κωνσταντινάτο 

Share:

Yπάλληλος της Olympic air η Aeggean

Το ύφος της τα λέει όλα!
Λίγο μας νοιάζει ο τίτλος... 

Ήταν 7 Σεπτεμβρίου ώρα 11:35 στο αεροδρόμιο της Χίου. Μόλις είχαμε κάνει τσεκ το εισιτήριο της μικρής που έφευγε, φοιτήτρια πλέον για άλλους κόσμους! Δεν θα σταθώ σε αυτό! Θα σας μιλήσω για την υπάλληλο στο γκισέ! Καλή φίλη και ομολογουμένως πολύ καλή μουσικός!, την γνωστή σε όλους μας κ Βινα Α. 

Αφού μας ευχήθηκε κτλ είχε την μικρή ένα φεγγάρι στην χορωδία την ήξερε από μικρή.


Λοιπόν μετά από εμάς παίρνουν σειρά στον γκισέ δύο κύριοι μεγαλουτσικοι σε ηλικία, να πω πατέρας και γιος, αδέλφια δεν ξέρω. Παραδίδουν λοιπόν τα διαβατήρια τους στην κυρία. Εκεί που έγραψε προφανώς τα ονόματα τους στον υπολογιστή την βλέπω να την έχει πιάσει μια ανησυχία, τους ρωτάει, παιδιά στης 14 :00 πετάτε για Αμερική; της λένε ναι..

Οπα λέει δε γίνεται για Αμερική πρέπει να είσαι στο αεροδρόμιο 2 ώρες πριν, σε όλους τους προορισμούς βέβαια αλλά για Αμερική δεν παίζει θέλει 2 ώρες πριν. Επίσης δεν έχετε ανταπόκριση είναι ξεχωριστά εισιτήρια δεν θα σας περιμένουν και επίσης είστε για την επόμενη πτήση που φεύγει σε 45 λεπτά.

Οι άνθρωποι έχουν μείνει παγοκολόνες... Και ρε παιδιά δεν ξέρω τελικά εάν πρόλαβαν, αλλά ο αγώνας που έριξε η κοπέλα για να βρει λύση ήταν απίστευτη. Να παίρνει τηλέφωνα να γράφει να σβήνει νααααα ....τις Παναγιάς τα μάτια που λεν, επί 10 λεπτά που ήμασταν  εκεί έδινε το δικό της αγώνα για να εξυπηρετήσει τους δύο κυρίους.

Άκουσα ένα, καλά το πρακτορείο που σας τα έκλεισε τι έκανε; και ένα τελευταίο που άκουσα φεύγοντας γιατί είχε έρθει η ώρα για επιβίβαση της μικρής, την άκουσα να λέει θα προσπαθήσω να σας βάλω σε αυτή την πτήση μήπως μπορέσετε να προλάβετε την πτήση σας.

Πραγματικά ένιωσα ένα θαυμασμό για την υπάλληλο (καλή μας φίλη) είναι από τις στιγμές που σου δίνουν ελπίδα!!

Έτσι ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας. 



Share:

Προσπαθώντας να συνδυάσεις δουλειά και ζωή!!!



"Δεν ζούμε για να δουλεύουμε, αλλά δουλεύουμε για να ζούμε". Τρομερό κλισέ, θα σκεφτεί κανείς, αλλά πραγματικά έτσι θα έπρεπε να είναι. Παλιότερα ο κόσμος μοίραζε όμορφα το χρόνο του ανάμεσα στη δουλειά και στην προσωπική ζωή.

Αν εξαιρέσει κανείς τους "καριερίστες" όλος ο υπόλοιπος κόσμος είχε χρόνο να ζει... Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει στις μέρες μας!

Στις μέρες μας όποιος έχει δουλειά θεωρείται πολύ τυχερός!!!

Κι ακόμα πιο τυχεροί είναι αυτοί που μπορούν να απασχολούνται σε 2 δουλειές, ή αυτοί που δουλεύουν στο σπίτι τους!!!

Δεν θα διαφωνήσω... είναι πολύ σημαντική η δουλειά! Τώρα βέβαια το να δουλεύει κανείς 12-14 ώρες, να γυρίζει σπίτι και να μη μπορεί να ανταποκριθεί στις υπόλοιπες υποχρεώσεις (παιδιά, σπίτι, σύζυγος, φίλοι, οικογένεια) δεν το λες και ιδανικό... Υπάρχουν πολλοί υπάλληλοι που χρειάζεται αρκετές φορές  να πάρουν δουλειά στο σπίτι! Εντάξει...

Share:


ΣΑΣ
ΕΥΧΟΜΑΙ
ΚΑΛΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΚΑΙ
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ
Ο
ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ
ΧΡΟΝΟΣ
ΜΕ
ΕΙΡΗΝΗ
ΑΓΑΠΗ
ΚΑΙ
ΓΑΛΗΝΗ
ΣΕ
ΕΣΑΣ
ΚΑΙ
ΤΗΝ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
ΣΑΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ

> Ελπίζουμε να βασιστούμε σε πιστούς αναγνώστες και όχι σε ακανόνιστες διαφημίσεις. Ευχαριστώ!

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Blog Archive

Recent Posts