Βγήκαν οι «σεισμολόγοι» η Σούλα και ο Περικλής, Μήτσος και Τερψιχόρη
Η μπάρα του Bar είναι ένα καταφύγιο.
Ενας από αυτούς ήταν και ο Γιώργος Ρ. στην ηλικία μου πάνω κάτω, με ένα tatoo extreme στο χέρι, γίνανε η γνωριμίες, το ένα jack έφερνε το άλλο με διάφορα άλλα και φτάνουμε στο σημείο που μου λέει, ρε θα γράψεις κάτι για μένα, όπα λέω δώσε πόνο, μια έκφραση που την λέμε καμιά φορά στην καθημερινότητα μας.... Το απίστευτο είναι ότι έδωσε πόνο ο φίλος .....
Και αρχίζει να μου λέει γιατί αγαπάει την μπάρα του BAR .....Σίγουρα όσοι δουλεύεται μπάρα κάτι παραπάνω θα ξέρετε.
Διαβάστε τι έγινε με τον φίλο Γιώργο.
Πριν αρκετά χρόνια μου λέει μία καθημερινή γύρω στις δέκα το βράδυ, μετά από ένα απόγευμα που πίστευα ότι τα έχω χάσει όλα, βρέθηκα μόνος στο αυτοκίνητό μου. Τόσο μόνος όσο ποτέ ξανά δεν είχα νιώσει στη ζωή μου. Καμία μάνα, κανένας πατέρας ή αδερφός, κανένας κολλητός δεν πίστευα εκείνη την ώρα ότι ήταν εκεί για μένα. Το τηλέφωνο δεν χτυπούσε και εγώ δε μπορούσα να το σηκώσω για να καλέσω κανέναν. Πνιγόμουνα.
Προσωπικά μου λέει δεν είμαι από εκείνους που τα καταφέρνουν να τρίβουν τους αγκώνες τους στην μπάρα χωρίς παρέα. Νιώθω κάπως άβολα. Πιστεύω ότι ίσως δίνω στόχο για σχόλια του τύπου «τώρα αυτός τι κάνει μόνος του εδώ;». Ζορίζομαι όταν οι άλλοι γελάνε με τις παρέες τους, πιάνουν το κορίτσι τους αγκαζέ και πίνουν στην υγειά του, εγώ να είμαι σαν την καλαμιά στον κάμπο.
Και ζηλεύω φριχτά όσους μπορούν να το κάνουν (συχνά).
Να είναι ελεύθεροι στην μοναξιά τους.
ratpack
Απόψε τα μεσάνυχτα ανοίγουν οι ουρανοί!
Απόψε τα μεσάνυχτα ανοίγουν οι ουρανοί! Κάνε την ευχή σου την ώρα που τα πάντα εισακούγονται
Οι μέρες των Χριστουγέννων φέρνουν μαζί τους την μαγεία των παραμυθιών...
Τα Αγιοβασιλιάτικα βαποράκια της Χίου
Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς στη Χίο:
«Απόψε το καράβι μας χαίρεται π’ αρμενίζει μαζί με τον παινεματή σφυρά, καλησπερίζει»Πρόκειται για ένα από τα άπειρα δίστιχα που η λαϊκή μούσα δημιούργησε ειδικά για το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, όταν στην πλατεία Βουνακίου συρρέουν από τις ενορίες και τις γειτονιές της Χώρας της Χίου, τα ξακουστά αγιοβασιλιάτικα βαποράκια, με τα πληρώματα και το κέφι τους, τα αστεία και τη σάτιρα σε παινέματα και ευχές, σε καυστικά σχόλια και σκώμματα.
Καραβάκι- Βαποράκι
Από παιδιά γνωρίζουμε ότι το σύμβολο των ελληνικών Χριστουγέννων, είναι το καραβάκι. Το συναντάμε στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, αλλά και στη ζωγραφική με τον πιο διάσημο πίνακα που απεικονίζει τα κάλαντα, το ομώνυμο έργο του Τηνίου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα. «Τα κάλαντα», που φιλοτεχνήθηκαν το 1872, εικονίζουν μια συντροφιά αγοριών , ένα εκ των οποίων βαστά μια μικροσκοπική βάρκα, σύμβολο της αδιάρρηκτης σχέσης του έθνους των Ελλήνων με τη θάλασσα.
Στα καθ’ ημάς πάλι, στο αναβιωμένο έθιμο των «Αγιοβασιλιάτικων Βαπορακιών», όπως ακριβώς τα θέλει πολύ χαριτωμένα το χιώτικο λεκτικό ιδίωμα, τα κάλαντα ή παινέματα, είναι απόλυτα συνυφασμένα με αυτά, με την εκάστοτε κατασκευάστρια ομάδα να αμιλλάται των υπολοίπων σε ευρηματικότητα στίχων και λόγων.
Τα χιώτικα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, συμβολισμένη από το βαποράκι, ελληνική πέρα για πέρα, περιέχει την πρωτοπορία που ήδη ο τόπος διαθέτει, με την πρωτοκαθεδρία του στο ναυτιλιακό στερέωμα. Το έθιμο αλλιώς, ακολουθεί και παρακολουθεί τις επαγγελματικές επιλογές των κατοίκων.
Ρίζες του εθίμου
Ειδικά η Χίος, δεν θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα και συνάμα να εκφραστεί, να τιμήσει δηλαδή και να επιβάλει στη συνείδησή της, το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα, με τη διττή, αλλά και πολλαπλή ιδιότητά της.
Το έθιμο των «Βαπορακιών» και οι ρίζες του, «δεν χάνονται στα βάθη των αιώνων», απεναντίας είναι μια νέα συνήθεια, μια πρωτοβουλία που καθιερώθηκε με την ενσωμάτωση του νησιού στον εθνικό κορμό, αμέσως μετά τα νικηφόρα έτη 1912-13. «Η κατασκευή των καραβιών ξεκίνησε λίγο μετά τους βαλκανικούς πολέμους όταν οι Χιώτες αλλά και οι Ψαριανοί και οι Έλληνες της Σμύρνης θέλησαν με αυτόν τον τρόπο να τιμήσουν τον ελληνικό στόλο που είχε πετύχει σημαντικές νίκες σε διάφορες ναυμαχίες», επισημαίνει ο παλιός κατασκευαστής βαπορακιών ο συμπατριώτης μας Νίκος Ρωξάνας. Το έθιμο γνωρίζει αποδοχή και άνθιση κυρίως στη Χίο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αναστέλλεται την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ξαναρχίσει αμέσως μετά για μια δεκαπενταετία και αναβιώνει ισχυρά με την μεταπολίτευση.
Έτσι τιμώντας το Πολεμικό μας Ναυτικό οι κατασκευαστές προτιμούν να αναπαριστούν αρχικά τα ένδοξα πολεμικά σκάφη του εθνικού στόλου, Αβέρωφ, Βέλος, Ιέραξ κλπ, αλλά με την πάροδο των χρόνων να επιλέγουν ακτοπλοϊκά ή γνωστά ποντοπόρα σκάφη.
Η κατασκευή
Οι ομάδες συγκροτούνται ανά ενορία-γειτονιά, από παιδιά, εφήβους και κάποιους μεγαλύτερους, με τους τελευταίους να αναλαμβάνουν το ρόλο του καθοδηγητή. Η εμπειρία τους αποτελεί βασική προϋπόθεση για το πέρασμα της τεχνικής, αλλά και το συντονισμό των εργασιών των παιδιών, καθ’ όλο το διάστημα έως το τέλος του χρόνου. Πολλή δουλειά, μεράκι, συνεργασία και υπομονή, είναι τα χαρακτηριστικά των μελών των ομάδων, που λόγω και του ναυτικού αντικειμένου ονομάζονται …πληρώματα. Η μικρογραφία καραβιού, μεγέθους 6 έως 7 μέτρων, θα κατασκευαστεί με ιδιαίτερη έμφαση στη λεπτομέρεια. Τα καταστρώματα, τα κλειστά του μέρη, τα κανόνια και τα λοιπά του αμυντικά χαρακτηριστικά, θα αποδοθούν στην εντέλεια. Η ευρηματικότητα πάντως, η λεπτομέρεια και η προσέγγιση της τελειότητας παραμένουν αμείωτες στο ζήλο των παιδιών, ώστε ο στολισμός να είναι εκτός από λαμπρός και πρωτότυπος, ο φωτισμός να προσδιορίζει τον πανηγυρικό χαρακτήρα της ημέρας, το σκάφος να διαθέτει πλέον μηχανή, ενώ δίδεται και βαρύτητα στην αξιοπλοΐα του.
Μετά το διαγωνισμό και παρά το ψύχος που η 31η Δεκεμβρίου συνήθως διαθέτει, έχουμε την τύχη και τη χαρά να απολαμβάνουμε τα πρωτοχρονιάτικα βαποράκια της Χίου να περιπλέουν στο λιμάνι της.
Παινέματα και κάλαντα
Πέρα όμως από την κατασκευή, η ομάδα θα πρέπει να εστιάσει παράλληλα και στη σύνθεση των «παινεμάτων», των καλάντων που το πλήρωμα θα απαγγείλει ή και θα ψάλλει κατά τη διάρκεια της παρουσίασης στο διαγωνισμό. Τα παινέματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της όλης διαδικασίας των Αγιοβασιλιάτικων Βαποριών, αφού κατά τη μεταφορά του καραβιού από τη γειτονιά στο κέντρο της πόλης, την περιφορά στους δρόμους και τελικά την επιστροφή, τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα περιέχουν πρωτότυπο και κάθε χρονιά ιδιαίτερο περιεχόμενο. Στη σύνταξη των δίστιχων και τετράστιχων πολύτιμη είναι η συμβολή των μεγαλυτέρων της γειτονιάς και εκείνων που έχουν το χάρισμα της σύνθεσης, οι ριμαδόροι. Οι συνθέσεις τους, σε απλό καθημερινό λόγο, χρησιμοποιούν τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, ενώ υμνούν συνήθειες, αρχές και επικρατούσες αντιλήψεις. Θα ιστορηθούν όμως και γεγονότα της χρονιάς που πέρασε, θα διατυπωθούν προσδοκίες, είτε αυτές αφορούν τη συνοικία και την πόλη, είτε ολόκληρη την Ελλάδα. Αποδέκτες θα έχουν τους γείτονες και ενορίτες, τις τοπικές αρχές, την κεντρική εξουσία.
Τα καραβάκια της δρα Στέλλας Τσιροπινά
Αστείρευτη πηγή πληροφοριών συνολικά για το έθιμο των πρωτοχρονιάτικων καραβιών, είναι η διδακτορική εργασία της εκπαιδευτικού φιλολόγου, δρα Στέλλας Τσιροπινά, που κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις ΑΙΓΕΑΣ, με γενικό τίτλο «Η θεατρικότητα των Χιακών εθίμων του Εορτολογίου / 1. Πρωτοχρονιάτικα καραβάκια –Λάζαροι». Η καταγραφή βήμα προς βήμα της διαδρομής του εθίμου, αυτό αναδεικνύεται με κάθε λεπτομέρεια στην εκατοντάχρονη ζωή του. Στην ευρηματικότητα του λόγου ενδεικτική είναι η πλοκή των στίχων, ιδίως στα κάλαντα των πρώτων ετών, που υμνούν την ηρωική συμβολή του ναυτικού στην απελευθέρωση των νησιών του Βορείου Αιγαίου:
Άγιος Βασίλης έρχεται, τώρα ’ναι αντρειωμένος κρατά τουφέκι και σπαθί και είναι αρματωμένος και μια σημαία γαλανή με σφαίρες τρυπημένη που τη φιλούν με δάκρυα οσ’ ήσαν σκλαβωμένοι
Μην ντο θαμάζεσαι Τουρκιά πως η Ελλάς είναι φτωχιά έχει και παλικάρια που κτυπούν σαν τα λιοντάρια. Έχει τα παποράκια της, έχει τα κανονάκια της μιαν ντουφεκιά να σύρει, πά’ της Πόλης το γιοφύρι.
Μετά την τραγωδία του 1922 ο Άγιος Βασίλης γίνεται πρόσφυγας και οι καλαντιστές θρηνούν:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, χάλασε ο κόσμος κι ο ντουνιάς κι αρχή – κι αρχή καλός μας χρόνος, εξορί – εξορίστηκε ο κόσμος.
Γυρίζουμε σαν τα πουλιά και πού να φτιάξουμε φωλιά που ό-που όλο τη χαλούνε και δε θέ- και δεν θέλουν να μας δούνε.
«Από την εποχή της εγκατάστασης Μικρασιατών προσφύγων στη Χίο» διαπιστώνει η Στέλλα Τσιροπινά, «μικροί και μεγάλοι καλαντιστές - κατασκευαστές ταύτιζαν τα ομοιώματα με τα πολεμικά πλοία, στα οποία είχαν εναποθέσει τις ελπίδες για την παλιννόστησή τους ενώ παράλληλα τα κάλαντά τους απηχούσαν τον ίδιο πόθο και καημό».
Εθιμικός διαγωνισμός – άμιλλα
Με την πάροδο των χρόνων, με την Κατοχή και τον Εμφύλιο τα έθιμα ατονούν, χάνονται, διατηρούνται στη μνήμη και τη νοσταλγία όσων τα έζησαν. Από τη μοίρα αυτή, δεν μπορούσαν να ξεφύγουν τα αγιοβασιλιάτικα βαποράκια. Έτσι με πρωτοβουλία κάποιων φωτισμένων Χιωτών και τη συνδρομή του τοπικού τύπου, το 1977 επιτυγχάνεται η θεαματική επαναδραστηριοποίηση των κατοίκων του νησιού και η αναβίωση του «Βαπορακιών».
Το έθιμο εδραιώνεται πλέον, με κίνητρο το διαγωνισμό το βραδάκι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, στην κεντρική πλατεία ή το φουαγέ του Ομηρείου Πνευματικού Κέντρου, όταν οι καιρικές συνθήκες το επιβάλλουν.
Από τα Ανθεστήρια
Η περιφορά φωτισμένων πλοίων, όπως σε άλλες περιοχές έχουμε την περιφορά εκκλησιών, μικρογραφιών, φωτισμένων πάντα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, χάνεται στα βάθη των αιώνων, τόσο που αγγίζει την αρχαιότητα. Η εργασία του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Ρόδο, η οποία εκπονήθηκε το ακαδημαϊκό έτος 2012-2013 και έχει τίτλο: «Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα και Παινέματα / Τα Αγιοβασιλιάτικα Βαποράκια της Χίου», πιθανολογεί ότι το έθιμο κατάγεται από το τροχοφόρο πλοίο των Ανθεστηρίων, πάνω στο οποίο εισερχόταν στην Αθήνα, αλλά και στις λοιπές ιωνικές πόλεις, ο θεός Διόνυσος με τη συνοδεία του, όπως και ότι η Χίος αποτελούσε νησί και πόλη-κράτος της Ιωνίας. Η εργασία έγινε στο μάθημα «Λαϊκή Λογοτεχνία: Σύγχρονες όψεις», με διδάσκοντα τον καθηγητή Γιώργο Κατσαδώρο.
Η κ. Τσιροπινά αποκαλεί τα πλοιάρια «ευετηριακά», όπως και ο Μέγας και συγκεκριμένα «ευετηριακά έθιμα των αγερμών».«Αγερμοί», είναι οι ομάδες των καλαντιστών, των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Θεοφανείων, αλλά και του Λαζάρου. Η λέξη «ευερτηρία» πάλι, προέρχεται από (ευ+έτος) και σημαίνει καλό έτος, καλή χρονιά. Σε αυτό το πλαίσιο τα αγιοβασιλιάτικα καραβάκια, όπως προκύπτει από την έρευνα, είναι μια συνέχεια που περνά από τη Ρώμη και το Βυζάντιο, φτάνει στις μέρες μας, και οι καλαντιστές περιδιαβαίνουν τον οικισμό, το χωρίο ή την πόλη, τα σπίτια των φίλων, των συγγενών ή των γειτόνων και σε αντάλλαγμα των παινεμάτων και των ευχών, τους προσφέρονται τα κεράσματα.
Απο τον politischios.gr/
Φέρτε τα παιδιά να μας διδάξουν τι θα πει απόλαυση
Το μαγικό κουμπί: Χριστουγεννιάτικο
Τα πολύ παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι ήξεραν για το μαγικό κουμπί.
Ήταν γνωστό σε όλους ότι βρισκόταν κάπου θαμένο και έτσι όλοι έλπιζαν πως
μια μέρα θα είχαν την τύχη να το πατήσουν και έτσι να εκπληρώσουν κάθε επιθυμία
τους.
Δεν ήξεραν όμως ότι για να μπορέσεις να πατήσεςι το μαγικό κουμπί έπρεπε να
ήσουν καλόκαρδος, και πάλι, μόνο μιά σου επιθυμία θα μπορούσε να εκπληρωθεί.
Αυτό, το ήξερε μόνο ο γέρο Τηλέμαχος και το είχε γράψει στο ημερολόγιό του
για να μην το ξεχάσει, μια και ήταν μεγάλος σε ηλικία. Έτσι η ιστορία του
μαγικού κουμπιού έμεινε ξεχασμένη μέσα σ’ ένα παλιό σεντούκι.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Έξω μακριά στα δάση ο χειμώνας είχε έρθει.
Μπορούσες να το νιώσεις στο παγωμένο έδαφος και να το δεις στα από καιρό
πεσμένα φύλλα που κείτονταν εκεί.
Μπορούσες να το ακούσεις στο θυμωμένο βούισμα του ανέμου μέσα απ’ τα
γυμνά κλαδιά των δέντρων.
Όμως στην πόλη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εδώ δεν υπήρχε τίποτα που να
θυμίζει Χριστούγεννα, εκτός από τις στολισμένες βιτρίνες των καταστημάτων και
τις φωταψίες στους δρόμους που φάνταζαν ανελέητα γελοίες κάτω από τον
καταγάλανο ουρανό. Οι άνθρωποι ξεγελιόνταν απ’ τη λέξη “Δεκέμβρης”, φορούσαν
μάλλινες μπλούζες και παλτά και γύριζαν καταϊδρωμένοι στα σπίτια τους! Τα
δέντρα, μάταια περίμεναν το ευεργετικό ξεροβόρι που θα έριχνε τα φύλλα τους στη
γη….
Μια τέτοια ζεστή μέρα βρήκε η Πώλα το ημερολόγιο του γέρο Τηλέμαχου μέσα
στο παλιό σεντούκι που βρισκόταν στη σοφίτα. Είχε πάει εκεί πάνω με σκοπό να
εξαφανίσει τις αράχνες που το είχαν παρακάνει, και βρέθηκε να ξεφυλλίζει τις
φαγωμένες και μισοσβησμένες απ’ το χρόνο σελίδες του ημερολόγιου που έγραφε για
το μαγικό κουμπί.
Έτσι έμαθε την ιστορία του και ευχήθηκε να ήταν αληθινή.
“Πόσο θα μου άρεσε να κάνω φέτος Χριστούγεννα με χιόνι!” αναστέναξε.
Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κουδούνι. Η Πώλα παράτησε το ημερολίγο και
έτρεξε ν’ ανοίξει. Στην πόρτα στεκόταν ένας σκυφτός ζητιάνος, απ’ εκείνους που
γεμίζουν τις πόλεις στις γιορτές. Της μουρμούρισε κάτι παρακαλεστικά και η Πώλα
έτρεξε να του φέρει κάτι.
“ Αλήθεια” -είπε, όταν πια ο γέρος είχε φύγει, “πόσο θάθελε εκείνος ο
ζητιάνος να πατήσει το μαγικό κουμπί! Θα ζητούσε όλα τα πλούτη του κόσμου! “
Και βάλθηκε να σκέφτεται ποιοί άνθρωποι θάθελαν να πατήσουν το μαγικό
κουμπί, και για ποιό λόγο…
Την άλλη μέρα είχε κιόλας ξεχάσει την ιστορία που διάβασε στη σοφίτα. Βγήκε
έξω φουριόζα να κάνει τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια της.
Γύριζε πίσω στο σπίτι της καταϊδρωμένη μ’ ένα σωρό πράγματα, πατώντας βαριά
στο έδαφος, όταν ξαφνικά ένα μυστηριώδες “κρικ” ακούστηκε. Η Πώλα είχε πατήσει
το μαγικό κουμπί!
Ξαφνικά, όλα άρχιζαν ν’ αλλάζουν γύρω της.
Πρώτα πρώτα, σκοτεινά σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό. Ο ήλιος χάθηκε πίσω
τους αφού οι ακτίνες του τρεμόπαιξαν μια- δυό φορές.
Άρχιζε να χιονίζει.
Ένας παγωμένος βοριάς φύσηξε και πήρε τα ξερά φύλλα των δέντρων μια βόλτα
μέχρι το λιμάνι. Εκεί προσγειώθηκαν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Τα κύματα
άρχισαν να σκουντούν πειραχτικά τις βάρκες που σε λίγο, άρχισαν να χορεύουν
τρελλά!
Οι άνθρωποι στους δρόμους έσφιξαν πάνω τους τα παλτά τους και άρχισαν να
τρίβουν τα χέρια τους για να τα ζεστάνουν. Το χιόνι δεν άργησε να απλώσει το
άσπρο πέπλο του παντού.
Τα παιδιά με τις μύτες τους κόκκινες άρχισαν να παίζουν με το χιόνι με
χαρούμενα ξεφωνητά. Όλοι βάλθηκαν να φτιάχνουν ένα τεράστιο χιονάνθρωποι στο
κέντρο της πλατείας.
Και η Πώλα;
Με την καρδιά πλημμυρισμένη από ευτυχία παρακολουθούσε την αλλαγή του
καιρού. Όταν πια άρχισε να χιονιζει….
-Ζήτω!! ξεφώνισε και πήδηξε απ’ τη χαρά της. Μονομιάς απογειώθηκε και
βρέθηκε να στροβιλίζεται ανάμεσα στις νιφάδες του χιονιού. Ανέβηκε τόσο ψηλά,
που μπόρεσε να δει ολόκληρη την πόλη σκεπασμένη μ’ ένα άσπρο σεντόνι. Τότε,
έβγαλε από την τσάντα της τις χριστουγεννιάτικες γιρλάντες που είχε αγοράσει
και τις πέταξε κάτω. Και εκείνες μεγάλωσαν, μ ε γ ά λ ω σ α ν, ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ και
στόλισαν όλες τις στέγες των σπιτιών της πόλης.
Την άλλη μέρα ξημέρωναν Χριστούγεννα.
Οι καμπάνες χτύπησαν γλυκά μέσα στη μαύρη νύχτα. Η πόλη σκεπασμένη μ’ ένα
σάβανο άσπρου χιονιού, άρχισε σιγά-σιγά να ξυπνάει. Οι άνθρωποι, πατώντας πολύ
προσεκτικά στο χιόνι κατευθύνταν στις εκκλησιές κρατώντας φαναράκια.
Μια γλυκιά μελωδία ξεχυνόταν από κάθε εκκλησία και ανέβαινε ψηλά, πάνω απ’
τις στέγες των σπιτιών, πάνω απ’ τα ψηλά καμπαναριά, πάνω απ’ τα σύννεφα και
τ’αστέρια και γίνονταν μια σκάλα, που ένωνε τον ουρανό με τη γη.
Άσπας Χαβιάρα εκπαιδευτικός
Υ.Γ Μην ξεχνάτε να κάνετε like στην σελίδα μας και να κοινοποιήσετε το άρθρο ε!!
Το ξωτικό με την παγωμένη καρδιά
|
Αρχικά δοκίμασε
να εργαστεί στο εργαστήρι παιχνιδιών αλλά το μόνο που έκανε ήταν να χαλάει τις
ρόδες των ποδηλάτων ώστε να μην κυλούν!
Ο Αϊ
Βασίλης που τον αγαπούσε τόσο πολύ τον είχε στείλει στο εργαστήρι σοκαλάτας… όμως
και εκεί ο Πωλ προκαλούσε μόνο φασαρίες… Βουτούσε μέσα στη σοκολάτα και
κατέστρεφε τα σοκολατένια στολίδια.
Στη
συνέχεια είχε εργαστεί στο εργαστήρι περιτυλίγματος …όμως αυτό που έκανε ήταν
πέρα από κάθε φαντασία…κόλλαγε τα περιτυλίγματα με τσίχλα γιατί βαριόταν να
κόβει την κολλητική ταινία!!
Την
τελευταία φορά είχε δουλέψει μόλις για 15 λεπτά στο εργαστήρι γραμμάτων…όμως η
αποτυχία ήταν παταγώδης όταν πασάλειψε όλα τα γράμματα με πολύχρωμα μελάνια για
να κοροϊδέψει τα υπόλοιπα ξωτικά.
Όλα τα ξωτικά
ήταν πολύ απογοητευμένα από τον Πωλ και είχαν θυμώσει πολύ μαζί του… όμως ο Αϊ
Βασίλης πάντα έβρισκε ένα καλό λόγο για να ηρεμίσει τους πάντες και πάντα έδινε
στον Πώλ μια ακόμα ευκαιρία ελπίζοντας ότι θα καταλάβει το λάθος του.
Μια μέρα
ο Πωλ συνάντησε στο δρόμο ένα ξωτικό διαφορετικό από τα υπόλοιπα…αυτό το ξωτικό
είχε ρόδες αντί πόδια…όταν ο Πώλ το είδε άρχισε να το κοροϊδεύει και να το πειράζει…
- Χαχαχα
μα πως είσαι έτσι; του έλεγε! Δε θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ…εδώ είναι το χωριό
των ξωτικών του Αϊ Βασίλη και εσύ δεν είσαι ξωτικό…είσαι ένα παράξενο αλλόκοτο
και άσχημο πλάσμα. Εσύ δε μπορείς να δουλέψεις σε κανένα από τα εργαστήρια του
Αϊ Βασίλη… δεν έχεις καν πόδια.
Το μικρό
ξωτικό με τις ρόδες, τον προσπέρασε και κλαίγοντας μπήκε στο σπίτι του χωρίς να
πει ούτε μια λέξη.
Ο Πωλ το
βράδυ έπεσε να κοιμηθεί όμως κάτι παράξενο συνέβη εκείνη τη βραδιά…δεν ήταν ένα
βράδυ όπως όλα τα άλλα…! Ο Πωλ ξαφνικά ένιωσε μια παγωνιά στην καρδιά του…ένιωσε
όπως δεν είχε ξανανιώσει ποτέ. Το πρωί όταν ξύπνησε τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Τα
μαλλιά του ήταν άσπρα σαν μπαμπάκι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σαλόνι του
ήταν ξερό χωρίς ούτε ένα στολίδι, η ταυτότητα του ξωτικού είχε γίνει στάχτη
πάνω στο τραπέζι και το χειρότερο όλων ήταν ότι η καρδιά του ήταν παγωμένη.
Αμέσως
έτρεξε να ζητήσει βοήθεια στο Αϊ Βασίλη…Αυτός ίσως μπορεί να φτιάξει τα
πράγματα σκέφτηκε. Τρέχοντας έφτασε στο σπίτι του Αϊ Βασίλη και βιαστικά
βιαστικά χτύπησε την πόρτα και του είπε: Δες τι έπαθα…βοήθησέ με καλέ μου Αϊ
Βασίλη και του έδειξε τη στάχτη από την ταυτότητά του ξωτικού.
Όταν ο Αϊ
Βασίλης τον είδε…γούρλωσε τα μάτια του, τον αγκάλιασε και του είπε ότι αυτό
ήταν μια μαγεία…τόσο δυνατή που ούτε ο ίδιος δε θα μπορούσε να τη λύσει… και
αμέσως επέστρεψε στο εργαστήρι του για να τελειώσει τη λίστα των καλών παιδιών.
Ο Πωλ
απογοητευμένος, ζήτησε βοήθεια από όλα τα εργαστήρια των ξωτικών…όμως κανένα δε
δέχτηκε να τον βοηθήσει.
-Καλά λοιπόν… θα επιστρέψω σπίτι και τα
φτιάξω όλα μόνος μου είπε. Πήγε σπίτι, άναψε το τζάκι, άναψε μια σόμπα, φόρεσε
2 παλτό και 5 κάλτσες και περίμενε να νιώσει ζεστασιά…μάταια όμως. Η καρδιά του
ήταν τόσο παγωμένη που δεν μπορούσε να αισθανθεί τίποτα..!!
-Δε θα τα
παρατήσω μπορώ να το φτιάξω είπε… έκανε μια ζεστή σοκολάτα και μια δεύτερη και
μια τρίτη αλλά και πάλι τίποτα…ήδη είχε βραδιάσει και η παγωνιά στην καρδιά του
όλο και μεγάλωνε!
Ξαφνικά
μέσα στην ηρεμία της νύχτας ακούστηκαν ρόδες στην πόρτα του…
-Μα τι
μπορεί να είναι; σκέφτηκε και χωρίς άλλη σκέψη άνοιξε την πόρτα του… τι να δει..
ήταν το ξωτικό με τις ρόδες!
- Έμαθα
τα νέα σου του είπε και ήρθα να σε βοηθήσω και να σου κάνω παρέα!
-Τι; Εσύ ;
Πως είναι δυνατόν; Σου φέρθηκα απαίσια προχθές και εσύ ήρθες να με βοηθήσεις;
-Μα και
βέβαια του είπε το ξωτικό με τις ρόδες…εγώ δουλεύω στο εργαστήρι του γιατρού
και μπορώ να σε φροντίσω μέχρι να γίνει καλά του απάντησε και αμέσως μπήκε στην
κουζίνα και του έφτιαξε ένα μαγικό
βότανο.
-Πιες
αυτό του είπε.
Θα το πιώ
αλλά θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη. Λυπάμαι πολύ για ότι συνέβη... δεν έπρεπε να
σε κοροϊδέψω, είσαι τόσο ξεχωριστό ξωτικό και εγώ δεν το είχα καταλάβει. Θα με
συγχωρέσεις;
Το ξωτικό
με τις ρόδες και τη μεγάλη καρδιά τον αγκάλιασε και τον συγχώρησε… και τόσο ήταν
που συνέβη κάτι ακόμα πιο μαγικό…Τα φώτα στο δέντρο άναψαν, τα στολίδια
εμφανίστηκαν, η ταυτότητα του ξωτικού επανήλθε από τις στάχτες της και έγινε
σαν καινούρια. Ξαφνικά η παγωμένη καρδιά του Πωλ ζεστάθηκε και ο ίδιο άστραψε
από χαρά και ευτυχία.
Ήταν η μαγεία της ειλικρινής συγγνώμης που τον γιάτρεψε! Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!
Καλά
Χριστούγεννα
Με αγάπη
Μπόη Μαρία εκπαιδευτικός
ΕΚΤΟΣ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑ . . . Μελομακαρονίαση έχετε δυστυχώς
Το τεστ γεύσης και όσφρησης μου είπε ο γιατρός
να κάνω καθημερινά σπίτι ανελλιπώς
κι αν αισθανθώ παράξενα να του τηλεφωνήσω
συμπτώματα και τα λοιπά για να του εξηγήσω.
Κι εγώ που είμαι υπάκουος πάντα εις τον γιατρό μου
σ' ότι μου πει κάθε φορά, πάντα για το καλό μου, αμέσως προμηθεύτηκα και λόγω εορτών,
«λίγα» μελομακάρονα, περίπου ένα βουνό . . .και κάθε λίγο έπαιρνα ένα να το μυρίσω
μοσχοβολούσε τ΄ άτιμο και για να προχωρήσω να δω αν και η γεύση μου θα ανταποκρινόταν
αμέσως το χλαπάκιαζα, εξάλλου δεν γινόταν να κάνω διαφορετικά καθότι γλυκατζούρης
ίσως απ΄τα πολλά γλυκά να ‘μαι τόσο γλυκούλης.
Το τεστ επαναλήφθηκε περίπου δέκα μέρες συνολικά χλαπάκιασα αμέτρητες πιατέλες
με άριστη την όσφρηση και τέλεια την γεύση, πολύ σωστό βρήκα το τεστ κι άρχισε να μ’ αρέσει
μα ξάφνου ένα μπούκωμα ένοιωσα στο στομάχι που έφθανε μέχρι ψηλά περίπου σαν στηθάγχη
μπορεί να ‘ χα και δέκατα, με πιάνει πανικός, ανάστατος τηλεφωνώ έρχεται ο γιατρός
κι αφού με θερμομέτρησε, πήρε την πίεση μου, εξέτασε την γεύση μου μα και την όσφρησή μου,
εγώ να τρέμω σύγκορμος μην είμαι θετικός τον ρώτησα δειλά – δειλά : « ο κορονοϊός?»
-«Μελομακαρονίαση έχετε δυστυχώς
το ξέρω θα με κράξετε «Εμμέτρως πλην σαφώς » ως επιστήμων βέβαια και ως καθηγητής
εφόσον το προφθάσαμε επί ξυρού ακμής
κρούω τον κώδωνα λοιπόν για να συμμορφωθείτε μελομακάρονα σαφώς να μη ξαναγευθείτε
στο χρονικό διάστημα ως την πρωτοχρονιά, μετά μπορείτε πια μισό να τρώτε τη φορά
μισό ανά τριήμερο, ένα την εβδομάδα διότι ήδη ανήκετε σε ευπαθή ομάδα.
Εντάξει , είπαμε γιορτές και ο καθένας θέλει να φάει μελομακάρονα , όμως κύριε Ψαρέλη
εσείς το παρακάνατε κι ακούστε με καλά ούτ’ ένα πια από σήμερα ως την πρωτοχρονιά
Μπορεί να είσαστε λεπτός, και άκρως υγιής και για να είμαι σύντομος αλλά κι ειλικρινής
χοληστερίνη χαμηλή, ζάχαρο χαμηλά πίεση, ακροαστικά, όλα πολύ καλά,
όμως αν συνεχίσετε μ’ αυτή την τακτική σας βλέπω πολύ σύντομα εις την εντατική . . . »
Κι αφού κάπως ησύχασα πως δεν ήτο το . . . άλλο πήρα λίγο τα πάνω μου σκέφτομαι τι να κάνω
γιατί δεν λέω ως γιατρός ,διδάκτωρ στη Βοστόνη καλά τα λέει, έλα ντε όμως που δεν κουμπώνει
η μπλούζα του η ιατρική πάνω απ΄την κοιλιά του γιατί πώς να το κάνουμε τα είχε τα κιλά του
κι αντί να δει τα χάλια του και δίαιτα ν’ αρχίσει μήπως χάσει λίγα κιλά για να αδυνατίσει
σε μένα βρήκε να τα πει που είμαι τόσο ωραίος τόσο λεπτός , ερωτικός και μια ζωή μοντέλος,
οπότε δεν κρατήθηκα και ευθαρσώς του λέω:
-« Γιατρέ μου είναι δυνατόν ? δεν σας αμφισβητώ, όμως μ’ αυτά που άκουσα συνέβη να σκεφτώ
πως νύχτα το πτυχίο σας το πήρατε με μέσο εγώ είναι αδύνατον όταν κάτι αρέσω
να κάνω τόση αποχή με άριστη υγεία και σας ρωτώ αν υποστώ μια υπογλυκαιμία?
Θα κάνω ότι είπατε , μισό ανά τρεις μέρες, οι νύχτες άρα ελεύθερες θα τρώω τρεις πιατέλες,
για κουραμπιέδες βέβαια δεν είπατε κουβέντα άρα έχω ελεύθερο, τους τρώω με μερέντα,
είναι δικιά μου συνταγή, αφού την άχνη γλύψω μεσ’ τη μερέντα τους βουτώ πριν τους καταβροχθίσω.
Και πάμε στα σιροπιαστά , πρώτα στον μπακλαβά, γιατί συνοφρυώνεσαι και βλέπετε λοξά?
ένα ταψάκι μπακλαβά και ένα σαραγλί νομίζω είστε σύμφωνος , σαν δόση είναι καλή
γιατί τι άλλο έχουμε έτσι «φυλακισμένοι» στο σπίτι όλοι έγκλειστοι το μόνο που μας μένει
μέρες «χρονιάρες» άχρονες κι άχρωμες δίχως κέφι δίχως παιδιά για κάλαντα με τρίγωνα στο χέρι
με κλειδωμένες εκκλησιές , με τους δικούς μας χώρια, χρειάζονται λίγα γλυκά να φύγει η στεναχώρια
μα και παράλληλα για τεστ στην όσφρηση και γεύση μ΄ αυτόν τον κοροναϊό τον πούστη, τον μπαμπέση
που μπλέξαμε στα ξαφνικά και κυνηγά τους πάντες κι ίσως μου πείτε πως για τεστ γιατί δεν τρώω μπάμιες?
Μπάμιες να φας εσύ γιατρέ και όλο σου το σόι που θα μου πεις να φάω εγώ κι αν θέλεις μάθε ότι
χίλιες φορές εντατική διασωληνομένος και μακαρίτης δέχομαι τέζα και πεθαμένος
μα μπάμιες αποκλείεται να φάω στη ζωή μου σκασίλα για την γεύση μου και για την όσφρησή μου.
Καλά Χριστούγεννα λοιπόν σε όλες και σε όλους
καθίσετε στο σπίτι σας μη βγαίνετε στους δρόμους
γιατί σφαίρες τα πρόστιμα πέφτουν σαν το χαλάζι
καθότι τους αρμόδιους πάρα πολύ τους νοιάζει
μήπως κολλήσουμε ιό ο ένας απ΄τον άλλο
. . . Θου, Κύριε, τω στόματι, δεν θέλω ν΄ αμαρτάνω. . .
Εμμέτρως πλην σαφώς . . .
Ίντα γίνεται τα Χριστούγεννα στον Καταρράκτη
Μακριά σε ένα χωριό της Χίου τον Καταρράκτη ζει ένας παππούς που είναι φημισμένος για τις ιστορίες του… Ο μπάρμπα Κωστής ο παραμυθάς!!! Έτσι τον φώναζαν όλοι γιατί κάθε φορά που κατέβαινε στον καφενείο άρχιζε τις ιστορίες από τα παλιά. Άλλες φορές αληθινές και άλλες τις έβγαζε από το κεφάλι του. Οι γέροι τον έκαναν χάζι και τα παιδιά τρελαίνονταν να κάθονται δίπλα του και να ακούνε ότι είχε να τους πει.
Εκείνο το πρωί είχε πάει στο χωράφι να σπείρει κάτι κουκιά και να μαζέψει λίγα χόρτα για να βάλει τη φωτιά το μεσημέρι να ψήσει το φαί του. Γύρισε άλλαξε τα ρούχα του, πήρε την κουτσούνα* του, έβαλε το καπέλο του και ξεκίνησε για ίσια κάτω να βρεις του άλλους στο καφενείο, να κάμει τη βότα του.
Κατηφόρισε λοιπόν τον Καραβά και έφτασε στο λιμανάκι, όταν
έφτασε στο καφενείο όλοι ήταν εκεί.
-Ιντα έγινε βρε βεγγέρα έχομε σήμερα και είστε όλοι μαζομένοι
εδωνά; Ερώτηξε ο μπαρμπα Κωστής
-Κάτσε μπαρμπα-Κωστή να σου βάλω το ουζάκι σου, του είπε ο
Μαθιός
Έκατσε στη θέση που κάθεται συνήθως, εκεί που μπορούσε να αγναντεύει τη θάλασσα!
Εκείνη την στιγμή τα παιδιά είχαν μαζευτεί και κατέβαιναν για
παιχνίδι. Με το που βλέπουν τον μπαρμπα-Κωστή έτρεξαν κοντά του.
-Ε μπάρμπα, έχεις καμιά ιστορία να μας πεις; του ‘πε ο μικρός
Νικόλας
- Βρε αφήκετε με να πιω το ούζο μου με την ησυχία μου!
-Έλα μπαρμπα-Κωστή! του είπε το πιο μικρό της παρέας το
Ερηνάκι, και τον ετουμπάρησε
-Ας είναι!!! Τι θετε να σας πω;
-Πες μας μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία
-Μια Χριστουγεννιάτικη έ; Κάτσε να σκεφτώ… και έκανε τάχα μου
ότι δεν είχε καμιά πρόχειρη.
Και συνεχίζει…
«Χριστούγεννα ήταν θυμάμαι και εγώ ήμουν δέκα χρονών τότες και
διαόλου κάλτσα όπως είναι γνωστό. Δεν με έκαμνε ζάφτι* η μάνα μου και όλη μέρα
με κυνηγούσε με το βεργί. Εκείνα τα Χριστούγεννα είχε έρτει και ο πατέρα μου από
τα καράβια. Είχαμε καιρό να κάμομε όλοι μαζί γιορτές. Προπαραμονή των
Χριστουγέννων με έστειλε η μάνα μου να πάω ίσαμε του μαστρο-Γιώργη που χε
γουρούνια να πάρω το κρέας που είχε μηνύσει να της ετοιμάσουν και να μου δόκει μια φούσκα να σιάξω την
τραμπούκα μου. Να την έχω έτοιμη για αύριο για τα κάλαντα. Σαν ξημέρωσε
σηκώθηκα πρώτος - πρώτος με την αγωνία να πάω να πω τα κάλαντα να μαζέψω του
κόσμου τα καλούδια και τα φράγκα από τους συγγενείς. Με το που με ένιωσε η μάνα
μου, μου είπε πρώτα να πάω να φέρω ένα πασούλι* να σχιάξει με τον πατέρα μου το
χριστόξυλο. Όταν επέστρεψα από το χωράφι και ήκαμα αυτό που μου μήνυσε η μάνα
μου βούτηξα την τραμπούκα μου και το μικρό τουρβά* και πήρα τον κατήφορο.
Με το που νετάρισα* και μάζεψα ότι είχα να μαζέψω πήρα το
δρόμο ίσα πάνω για το σπίτι. Καθώς ανέβαινα είπα να κόψω δρόμο για να βγοδώνω*, να πάω μεσαριά* από το χωράφι
του Γιάννου. Σαρτώ* το φράχτη και να σου βρίσκομε μέσα στο μαντρί, με το που με
βλέπει ο τράγος με παίρνει στο κυνήγι. Λίγο πριν προλάβω να φτάσω στην απέναντι
πλευρά με πετυχένει στα πισινά και πάρε με κάτω. Κάνω τα ρούχα μου μέσα στα
βερβελίδια* ενώ τα αυγά που ‘χα στις τσέπες μου εγίνηκαν ομελέτα.
Γυρνώ στο σπίτι, μες στη βρωμιά. Η μάνα εκείνη την ώρα έσιαχνε
το Χριστόψωμο και ο πατέρας καθάριζε τον φλουγγάρο* μην τυχον κ βρουν πατηματα
τα καλικαντζάρια και κατέβουν και μας μαγαρίσουν τα γλυκά. Με το που με βλέπει
η μάνα μου σε αυτό το χάλι αρχισε να με κατσαδιάζει* και να ακούω τα
Πρωτοχρονιάτικα μου και ας είχαμε Χριστούγεννα. Πιάνει τις φωνές όξω ποδάρι*.
-
Ε κακορίζικο και σε πιάσω στα χέρια μου. Τι χάλια
είναι βρε αυτά; Γούσουρα* θα μου κατεβάσεις. Πως θα βαλω βρε μπουγάδα παραμονές
Χριστουγέννων που θα ‘ρθουν οι κατσικάδες* και θα τα λιώσουνε τα ρούχα;;; Κοκοχράχει
η ωρα σου*.
Και άλλα πολλά είπε… Και έγω ηφυα
και επήα και κλειδώθηκα στην κάμαρη μου και μήτε άχνα δεν ήβγαλα. Ήβγα από κει
μέσα την άλλη μέρα, ημέρα
Χριστουγέννων όταν με φώναξε η μάνα μου να ντυθώ, να πάμε στην εκκλησιά για τον
εσπερινό της Παναγιάς. Η μάνα μου είχε ετοιμάσει όλα τα γλυκά και τα είχε πάνω
στο τραπέζι. Κουρκουμπίνους*, φοινίκια *με πετουμέζι*, μαμούλια, μασουράκια*, ένα
σωρό καλούδια και εγώ που ήμουν λιμασμένος* μια μέρα ολάκερη τα έβλεπα και
τρέχανε τα σάλια μου.
Ντυθήκαμε, στολιστήκαμε μου έκαμε
και η μάνα την μπόρκα* μου και ήμασταν έτοιμοι για να πάμε στην εκκλησιά αλλά η
φωτιά από το τζάκι δεν ήθελε να σβήσει και η μάνα κατάλεγε που θα αργούσαμε και
τι θα πει ο παπάς. Φύγαμε άρον -άρον με το τζάκι να σιγοκαίει.
Μετά από κανένα μισάωρο ο πατέρας
μου , μου έγνεψε να πάω ως το σπίτι να δω τι έγινε με τη φωτιά. Επήρα το δρόμο
για το σπίτι τρεχάτος, με το που φτάνω απέξω θωρώ έναν καγκαδιασμένο* να
παλεύει να μπει μέσα στο σπίτι μας. Ήταν χοντρός πάνω και είχε λεπτά ποδάρια ,μακριά
ουρά και μια μύτη σαν μελιτζάνα. Κατσικάς* να δεις πως είναι σκέφτηκα. Δεν είχα
δει ποτές μου .Κάνω ένα βήμα μπροστά να δω καλύτερα, πατώ ένα κλαδί και με το
θόρυβο με παίρνει χαμπάρι.
-Επ! Δικό σου είναι το σπίτι μου
λέει; Άνοιξε να μπω. Θέλω να φάω όλα τα γλυκά που η μυρωδιά τους μου έσπασε τη
μύτη.
Δεν είσαι καλά σκέφτηκα βρε
αγαλιά* που θα σου αφήκω εγώ να φας τα γλυκά μας, που τα έβλεπα και τα λιγουρευόμουν
για του λόγου μου. Σκέφτομαι λοιπόν πώς να του την φέρω.
-Γιάντα* του λέω να φας μόνο τα δικά μας; Ενώ μπορώ εγώ εύκολα
να σε βοηθήσω να μπεις και στα άλλα σπίτια τώρα που λείπουν οι χωριανοί στην εκκλησιά
και να φας όλα τα γλυκά. Και εδώ δίπλα έχει ένα σπίτι που τα γλυκά του και τα
καλούδια του είναι πολλά. Που βασιλιάς δεν έχει δει ποτέ του. Ας ξεκινήσουμε
από εκεί…. Αλλά θέλω και εγώ το μερτικό μου.
- Σύμφωνοι, λέει ο Καλικάντζαρος
- Ξέρω, του λέγω, που κρύβουν το κλειδί άμα λείπουν. Θα το
πάρουμε και θα μπούμε εύκολα στο σπίτι.
Υπνωτισμένος ο καλικάντζαρος από τις μυρωδιές με ακολούθησε
χωρίς να πει κουβέντα. Και φτάνουμε στο στάβλο του Νικολή.
-
Εδωνά του λέγω ο θειος ο Νικολής κρύβει στ’ άχυρα
το κλειδί, πίσω από το γαϊδούρι. Εγώ μπροστά θα απασχολώ τον γάδαρο και εσύ θα
πας από τα πισινά του να πάρεις το κλειδί.
Χωρίς να χάσει καιρό ο καλικάντζαρος τρέχει
να βρει το κλειδί στα άχυρα. Με το που ζυγώνει από πίσω από το γάδαρο δίνω μια
ξυλιά στα πισινά του γαιδάρου. Σηκώνει ο γάρος* το πισινό του το ποάρι* και
κανεύγει τον καλικάντζαρο. Του δίνει μια κλωτσιά που τέτοια δεν έχει ξαναδώσει.
Από το πόνο ο καλικάντζαρος άρχισε να τρέχει και ακόμα τρέχει.»
Τα παιδιά άρχισαν να γελάνε με την ψυχή
τους... Το μικρό Ερηνάκι ρώτησε τον μπάρμπα-Κωστή.
-
Μπάρμπα-Κωστή; Ξανάρθε από τότε ο Καλικάντζαρος
αυτός; Τον ξαναείδες….;
Κλείνοντας τη μαγική του σφαίρα, μονολόγησε…
«Φυσικά και δεν ξαναπήγα σε αυτό το χωριό. Και όσο είναι εκεί
ο μπαρμπα-Κωστής ούτε πρόκειται. Ακόμα κουτσαίνω από το ένα πόδι!!!»
Καλικάντζαρος Παγανός
Τα έθιμα και
κάποιοι ιδιωματισμοί είναι από το βιβλίο «Μιάν βολάν το έναν τσαιρόν ήτον…»
Του Γιάννη Κολλιάρου, εκδόσεις Αιγέας
Ιδιωματισμί – Λεξιλόγιο, Κουτσούνα: βέργα, Ζάφτι :καλά, Πασούλι: κούτσουρο, Τουρβά: δισάκι
Νετάρισα: τελείωσα, Βγοδώνω: κάνω γρήγορα, Μεσαριά: σύντομος δρόμος, Σαρτώ: πηδώ, Βερβελίδια: κοπριά κατσίκας
Φλουγγάρο: Καμινάδα, Κατσαδιάζει: στολίζω με βρισιές, Όξω ποδάρι: οργισμένη, Γούσουρα: θανατικό
Κατσικάδες: καλικάντζαροι, Κακοχράχει η ώρα σου: κακό χρόνο να ‘χεις, Κουρκουμπίνους: γλυκό με αλεύρι, πορτοκαλάδα και λάδι, Φοινίκια με πετουμέζι: μελομακάρονα,Μαμούλια: γλυκό γεμιστό με αμυγδαλόψιχα
Μασουράκια: παραδοσιακό χιώτικο γλυκό, Λιμασμένος: Πεινασμένος, Μπόρκα: κόμμωση, Καγκαδιασμένο: Ασχημος, Αγαλιάς: Χαζέ, Γιάντα: Γιατί, Γαρός: Γάιδαρος, Ποάρι: Πόδι
Η Χίος πίσω από τη μαστίχα της
«Είναι τόσο μανιακοί οι Χιώτες με τη μαστίχα τους, που θα την έβαζαν ακόμη και στην οδοντόκρεμα», λένε οι καλοθελητές για το πέμπτο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας, που κατά περιόδους υπήρξε ένα από τα πλουσιότερα της Μεσογείου ακριβώς χάρη σ’ αυτό το μαγικό άγγιγμα της μοίρας, που καθόρισε την ταυτότητά του: την απολύτως ενδημική μαστίχα.
Ονομαστή για τις γευστικές
και θεραπευτικές της ιδιότητες στα πέρατα της οικουμένης, η μαστίχα έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στην Ιστορία του νησιού, αφού αποτέλεσε βασικό καύσιμο για την
εξέλιξη κι εξάπλωση της ναυτιλίας της, το θέριεμα του εμπορικού δαιμονίου των
κατοίκων της και την ανάπτυξη μιας αστικής τάξης ευρωπαϊκού τύπου, πριν καλά -
καλά ο αστισμός εξαπλωθεί στην Ευρώπη.
Και πράγματι, οι Χιώτες αγαπούν τόσο τη μαστίχα τους, που τη βάζουν ακόμη και στην οδοντόκρεμα – οι… ενισχυμένες τοπικές οδοντόκρεμες είναι ένα μόνο απ’ τα πολλά παράξενα μαστιχοσουβενίρ που μπορεί να πάρει κανείς φεύγοντας απ’ το νησί, με τη γκάμα να περιλαμβάνει αφρόλουτρα, κρέμες προσώπου, αποσμητικά και λάδια μαυρίσματος (!) ενισχυμένα με το διάσημο «δάκρυ» του νησιού. Όμως, η Χίος δεν είναι μόνο η μαστίχα της.
Και μια επίσκεψη στο νησί
όταν είναι απογυμνωμένο από την καλοκαιρινή του πολυκοσμία, είναι ίσως ο
καλύτερος τρόπος να ανακαλύψει κανείς την ατμοσφαιρική του γοητεία. Έστω κι αν
το κάνει… ξεκινώντας απ’ τα Μαστιχοχώρια.
Τα ίδια αλλά διαφορετικά Μαστιχοχώρια
Αυτόνομοι θύλακες ζωής που μοιάζουν παγωμένοι στο χρόνο, τα μεσαιωνικά Μαστιχοχώρια έχουν το καθένα τη δίκη του ταυτότητα, αν και λίγο πολύ την ίδια δομή, κληρονομιά των Γενουατών που κατέκτησαν το νησί κατά τον 14ο αιώνα. Ένας πύργος στο κέντρο, περιτοιχισμένος από χοντρή, ψηλή οχύρωση, ενοποιημένη πια με την οικιστική μάζα, και στις τέσσερις κορφές του οικισμού τα πυργόπουλα, που περίμεναν το σήμα από τις βίγλες (παρατηρητήρια στις παραθαλάσσιες κορφούλες του νησιού), για να σημάνουν αμυντικές καμπάνες σε περίπτωση εισβολής. Σήμερα, όλα αυτά τα δομικά στοιχεία έχουν ενσωματωθεί στις διαδοχές των πρακτικών αναγκών που έχει επιφέρει ο χρόνος, αφήνοντας λιγότερο ή περισσότερο από το παρελθόν να φαίνεται στα στενά δρομάκια των χωριών.
Το Πυργί, για παράδειγμα, που ακολούθησε κατά πόδας το γύρισμα των καιρών, αφού δεν έμεινε ποτέ χωρίς τον πολυκατοικημένο χαρακτήρα του, είναι το λιγότερο τυπικό δείγμα της οχυρωματικής αυτής αρχιτεκτονικής, με τη φυσιογνωμία του να αλλάζει μαζί με τις κοινωνικές ανακατατάξεις. Σε αυτή του την εξέλιξη οφείλει, άλλωστε, και το πιο ιδιοσυγκρασιακό από τα χαρακτηριστικά του: τα περίφημα ξυστά στους τοίχους των σπιτιών, που έχουν κάνει το Πυργί γνωστό κι ως «το ζωγραφιστό χωριό». Μπλέκοντας γεωμετρικά σχέδια με επαναλαμβανόμενες καμπύλες, αυτές οι περίτεχνες εγκοπές στον εξωτερικό σοβά έχουν ιστορία που ξεκινά από μια τυχαιότητα αντίστοιχη με αυτήν των τσίγκινων στεγών στο Νυμφαίο: το πρωτόκανε κάποιος μερακλής (εν προκειμένω ταξιδεμένος στη βαθιά Ασία μάλλον) κι άρεσε τόσο στους γειτόνους ώστε να το υιοθετήσουν σχεδόν καθολικά.
Τα Μεστά, το πιο γραφικό, αλλά και πιο κοσμικό από τα Μαστιχοχώρια, συνθέτει ένα σκηνικό σχεδόν κινηματογραφικό, με τον κεντρικό Πύργο να έχει δώσει τη στέγη του στον Ταξιάρχη, τη μεγαλύτερη εκκλησία του νησιού!
Ο Ανάβατος κι η ορεινή ομορφιά της Χίου
Ένας σχεδόν εγκαταλελειμμένος μεσαιωνικός οικισμός της κεντρικής Χίου, με μοναδική μόνιμη κάτοικο την κυρία Σμαράγδα, που περνά τις μέρες της περικυκλωμένη από τους jazz δίσκους της, αλλά και την αγάπη της για την ηρεμία που της έχει προσφέρει ο αναχωριτισμός της σε ένα από τα πιο επιβλητικά σημεία της Ελλάδας, ο Ανάβατος είναι ένα ζωντανό μουσείο σκαρφαλωμένο στον απόκρημνο ομώνυμο λόφο. Βαφτισμένος «Μυστράς του Αιγαίου» από τους ντόπιους, λόγω της φυσικής οχύρωσης που του προσφέρουν τα δυο φαράγγια που τον περιστοιχίζουν, μετρά ιστορία που κρατά από τους βυζαντινούς χρόνους κι οφείλει την καστρική του ενίσχυση στους Γενουάτες. Αυτό που εντυπωσιάζει όμως με την πρώτη ματιά, είναι το φυσικό καμουφλάζ που του δίνουν τα πέτρινα κτίσματα, έτσι όπως γίνονται ένα με το βουνό και συνθέτουν μια μαγική εικόνα που χάνεται κάπου μεταξύ γης και ουρανού. Αυτόν τον ουρανό αισθάνεσαι ότι θα αγγίξεις κι όταν σκαρφαλώνεις το απότομο δρομάκι που οδηγεί από τα ριζά του οικισμού ως την κορυφή του Κάστρου, με τα πυκνόδμητα σπίτια του, ακουμπισμένα το ένα πάνω στο άλλο, να συνθέτουν ένα επιβλητικό, λαβυρινθώδες οικοδόμημα που φαίνεται να ανασαίνει την υπεραιωνόβια ιστορία του σε κάθε βήμα.
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, τα Αυγώνυμα είναι ένα κουκλίστικο μεσαιωνικό χωριό σε κορυφή λόφου, ολοζώντανο χάρη στην ομοιόμορφη αποκατάσταση των κτισμάτων του, που μπορεί να έχουν μετατρέψει τον οικισμό σε ένα μεγάλο σύμπλεγμα παραθερισμού, το βοηθούν όμως να διατηρήσει την αυθεντικότητά του χάρη στους Χιώτες της Χώρας, που το επιλέγουν για τις δικές τους αποδράσεις του Σαββατοκύριακου.
Η Χώρα, ο Κάμπος και τα Αγιοβασιλιάτικα καραβάκια
Νησί της ναυτοσύνης, με εκπροσώπους του σπουδαίου εμπορικού δαιμονίου της Χίου να έχουν κάνει το όνομα του νησιού διάσημο σε όλη την Ευρώπη, το επίτευγμα των Χιωτών να ελέγχουν την εμπορική δραστηριότητα της Μεσογείου κατά το τέλος του 19ου αιώνα, μεταφράστηκε στη δημιουργία του Κάμπου της Χίου: ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα περιφραγμένων οπωρόκηπων στημένων γύρω από μεγάλα διώροφα εξοχικά, παραθεριστικά καταφύγια για τις μεγάλες οικογένειες του νησιού.
Τα μανταρίνια, που έφτασαν στη Χίο από την Κίνα (στους Μανδαρίνους, άλλωστε, οφείλουν το όνομά τους), αποτέλεσαν για τους ανθρώπους αυτούς ένα… εξωτικό φυτό, σύντομα όμως η επιτυχία τους στις ευρωπαϊκές αγορές, έκανε την καλλιέργεια και εμπορία των μανταρινιών μια επικερδή και αυτοχρηματοδοτούμενη απασχόληση, χάρη στην οποία τα αρχοντικά αυτά αγροκτήματα γινόντουσαν κάθε χρόνο πιο όμορφα και μεγαλοπρεπή.
Η επιδραστικότητα των Χιωτών ναυτικών στον εμπορικό κόσμο
της Γηραιάς Ηπείρου είναι ένα μόνο από τα πράγματα που περιγράφονται ανάγλυφα
στους χώρους του μουσείου, με τη βαθιά ναυτική παράδοση του νησιού να
εκφράζεται με πλήθος τρόπων στο νησί, ακόμη και σήμερα. Μια από τις πιο
ιδιαίτερες εκφάνσεις της βλέπουμε στις γιορτές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς,
με τους Χιώτες όχι μόνο να στολίζουν καραβάκια αντί για δέντρα, αλλά και να
αναβιώνουν ένα από τα πιο ιδιαίτερα πρωτοχρονιάτικα έθιμα της χώρας: τα
Αγιοβασιλίτικα καραβάκια.
Αυθεντικά τοπικό, το έθιμο θέλει ομάδες από τις ενορίες και τις συνοικίες της Χώρας, του Βροντάδου και των γύρω χωριών, να μαζεύονται για να σχεδιάσουν και να συναρμολογήσουν αυτοσχέδια μοντέλα εμπορικών ή πολεμικών πλοίων αξιοθαύμαστης λεπτομέρειας, ούτως ώστε να τα παρελάσουν σε ένα είδος άτυπων καλλιστείων. Έτσι, το απόγευμα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς η κεντρική πλατεία της πόλης γεμίζει με εντυπωσιακές φρεγάτες, αντιτορπιλικά, ακόμη και υποβρύχια που μπορεί να ξεπερνούν τα 5 μέτρα σε μήκος, συμμετέχοντας στον διαγωνισμό της καλύτερης, πιο πιστής και προσεγμένης κατασκευής. Για λίγες ώρες, οι πολυπληθείς ομάδες ξεσηκώνουν την πόλη τραγουδώντας και παίζοντας την παραδοσιακή γκάιντα και το τουμπί. Στη συνέχεια, όλο το βράδυ περιφέρονται με τα καραβάκια τους στις συνοικίες της πόλης και πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, τραγουδούν τα κάλαντα, αλλά και τα τοπικά «παινέματα»: τραγούδια που αλλάζουν στίχους ώστε να απευθύνονται στο κάθε νοικοκυριό ξεχωριστά, μοιράζοντας ευχές για γρήγορη επιστροφή ξενιτεμένων γιών, καλούς καιρούς για ναυτικούς που ετοιμάζονται για μπάρκο, αλλά και γρήγορα ανταμώματα σε ζευγάρια που έχει χωρίσει η θάλασσα.
*ευχαριστούμε τον Δήμο Χίου για τη συμβολή του στην
πραγματοποίηση του ταξιδιού, την Sky Express για τις μεταφορές και την Aegean
Atsalis Rent a Car για τις μετακινήσεις