Ο βοηθός του Αη-Βασίλη
Κάποτε, σε ένα μικρό αιγαιοπελαγίτικο νησάκι, ζούσε ένα μικρό αγοράκι που το λέγανε Χριστάκη. Ζούσε με τη μητέρα του, γιατί ο πατέρας του, που ήταν ναυτικός, όπως άλλωστε οι περισσότεροι άντρες του νησιού, έλειπε σε ταξίδι για πολύ καιρό.
Ήταν χειμώνας, έκανε πολύ κρύο και καθώς
βράδιαζε, ξεκίνησαν να πέφτουν οι πρώτες νιφάδες του χιονιού. Η ζεστασιά από
το τζάκι που ήταν αναμμένο από νωρίς και
η ευωδιά από τα μελομακάρονα που ετοίμαζε η μητέρα στην κουζίνα, πρόσφεραν μια
γλυκιά θαλπωρή στο σπίτι.
Ο Χριστάκης, καθισμένος στην αγαπημένη του
γωνιά του σπιτιού, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, παρακολουθούσε έξω από
το παράθυρο τις νιφάδες του χιονιού που χόρευαν απαλά τον ρυθμικό χορό τους.
Τότε θυμήθηκε τη δασκάλα του, που τους είχε πει ότι παρά το γεγονός ότι όλες μοιάζουν
μεταξύ τους, αν τις παρατηρήσει κανείς προσεκτικά θα διαπιστώσει ότι η καθεμιά
είναι διαφορετική.
Πόσο του έλειπε αυτή τη στιγμή, όπως και
πολλές άλλες φορές, το σχολείο του που ήταν κλειστό εξαιτίας αυτού του
τρομακτικού ιού που κρατά αναγκαστικά τους ανθρώπους σε απόσταση μέχρι να εξαφανιστεί
και να μην κινδυνεύουν πια από την ύπαρξή του. Του έλειπαν οι συμμαθητές του,
τα γέλια και οι φωνές στα διαλείμματα, τα παιχνίδια που έπαιζε με του φίλους
του στην αυλή, μέχρι και οι τσακωμοί που πάντα τελείωναν με μια αγκαλιά κι ένα
«συγνώμη». Του έλειπε και η δασκάλα του, η κυρία Μαργαρίτα, με τη γλυκιά φωνή
και το χαμόγελο, ακόμα κι αν τους μάλωνε καμιά φορά όταν ζωήρευαν στην τάξη κι
όλα τα ωραία πράγματα που τους μάθαινε.
Αυτά σκεφτόταν και επειδή πλησίαζαν οι
γιορτές έπρεπε να σκεφτεί ακόμη τι θα
ζητούσε από τον Αη Βασίλη στο γράμμα που θα του έγραφε, όπως κάθε χρόνο. Η ώρα
όμως είχε περάσει και τα βλέφαρά του σιγά σιγά άρχισαν να κλείνουν και
αποκοιμήθηκε. Τότε είδε ένα από τα πιο όμορφα όνειρα που είχε δει στη ζωή του
και θα το θυμόταν για καιρό.
Είδε, λοιπόν, ότι ο Αη Βασίλης με το
έλκηθρό του που το έσερναν τέσσερα πανέμορφα ελαφάκια, σταμάτησε στην αυλή του
σπιτιού τους και τον κάλεσε να πάει μαζί τους για να τον βοηθήσει να μοιράσουνε
τα δώρα στα παιδιά. Του είπε ότι τον διάλεξε για βοηθό του, γιατί
εντυπωσιάστηκε από το γράμμα που του έστειλε και στο οποίο του έγραφε ότι
ειδικά φέτος δεν επιθυμεί ένα δώρο για τον εαυτό του, αλλά η ευχή του είναι να
επιστρέψει ο πατέρας του για τις γιορτές και να μπορεί σύντομα να δει και να
αγκαλιάσει τον παππού και τη γιαγιά, να μπορεί να παίξει με τους φίλους του και
τα ξαδερφάκια του και να ξαναπάει στο σχολείο για να ανταμώσει τους συμμαθητές
του και τη δασκάλα του.
Επίσης, ο Αη Βασίλης συγκινήθηκε, γιατί ο
Χριστάκης του ζήτησε να δώσει προτεραιότητα και να μοιράσει πρώτα πολλά δώρα
στα φτωχά παιδάκια που έχουν περισσότερη ανάγκη για παιχνίδια και στα άρρωστα
παιδάκια με την ευχή να γίνουν γρήγορα καλά!
Έτσι κι έγινε λοιπόν, ο Χριστάκης ανέβηκε
στο έλκηθρο του Αη Βασίλη και έγινε συνοδηγός του. Πετούσαν πάνω στον ουρανό
και ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο. Ανάμεσα στα σύννεφα και τα αστέρια ο Χριστάκης
μπορούσε να διακρίνει τις θάλασσες, τα βουνά, τις λίμνες και τα ποτάμια και
κάθε τόσο σταματούσαν στις πολιτείες και στα χωριά μοιράζοντας μέσα από τις
καμινάδες δώρα σε όλα τα παιδάκια του κόσμου χωρίς να αφήσουν κανένα
παραπονεμένο.
Όταν μοίρασαν μέχρι και το τελευταίο
παιχνίδι που είχε μέσα ο σάκος του Αη Βασίλη, ο Χριστάκης πετάχτηκε από τον
ύπνο του, γιατί άκουσε ένα σφύριγμα έξω στον δρόμο. Τον ήξερε πολύ καλά αυτό
τον γνώριμο ήχο, ήταν ένας σκοπός τραγουδιού που του τραγουδούσε ο πατέρας του
από τότε που ήταν μωρό. Έτρεξε με λαχτάρα στην πόρτα και διέκρινε την ψηλή
φιγούρα του πατέρα του να πλησιάζει στο σπίτι φορτωμένος με δώρα. Η χαρά του
ήταν απερίγραπτη και καθώς χάθηκε μέσα στην αγκαλιά του, ψιθύρισε χωρίς κανένας
να τον ακούσει: « Σε ευχαριστώ που υπάρχεις Αη-Βασίλη!».
Χρύσα
Βεζακίδου εκπαιδευτικός