Η νεαρή Φραζεσκίνα είχενε μεγάλη χαρά που ηκοντεύγανε κι εφέτι τα Χριστούγεννα κι ας είχανε ποσό δουλειές, που ήπρεπενε να γίνουνε μέχρι την ημέρα του Χριστού. Ματζί με τη μάνα της, την κερα-Κατερίνα, εν καταλαγιούνε καθόλου, είν’ και μεγάλο το σπίτι βλέπεις, στον Ελεήμονα, στο κέντρο του χωριού κι ήπρεπενε να ‘ναι όλντα όπως πρέπει.
Οι καθαριότητες ξεκινούνε από το Σαραντάμερο, έχουνε να καθαρίσουνε και να γαλαχτίσουνε τα χαμηλντά του σπιτιού και τσι γύροι, που λερώνουνται με τσι σκούπες και τα σκουπίσματα και γαλαχτίντζουνται όλντη την ώρα, γιατί το καλό γαλάχτισμα, μέσα κι όξω σι αυλές και σι θεμωνιές γίνεται για το Πάσκα, που μπαίνει κι η εικόνα τση Παναγιάς σ’ όλντα τα σπίτια. Εν ήτανε όμως μόνου τα του νοικοκεριού, είχανε και τσ’ αγροτικές δουλειές. Ακόμα καλά-καλά εν είχανε τελειώσει με τσ’ ελκιές και πολλές φορές ησυνεχίντζανε και μετά τσι γιορτές.
Ο πατέρας ση, ο μπαρμπα-Τζαννάκης, είχενε και τα τζευγάρια, αλλά και τσι γέννες τω τζωντανώ. Τα τζα που ηγεννούσανε ήπρεπενε να ‘χουνε πάει σε χωράφι που να’ χει και γκέλες, για να μπούνε τα μικρά ριφάκια και τ’ αρνάκια και ήπρεπενε να πηαίνει δυο φορές την ημέρα, πρωί-βράδυ, ο πατέρας ή ο αδερφός ση για να τα ταΐσουνε, αλλκιώς μοναχά τονε δεν ημπορούσανε να βυζάξουνε από τη μάνα τονε και θα ψοφούσανε.
Την προπαραμονή τω Χριστουγέννω σφάντζουνε το χοίρο τονε, που τονε ταΐντζανε όλντο το χρόνο με τα ποφάγια του σπιτιού και πίτερα. Μεγάλο πανηγύρι ετούτο δα, γλέντι σωστό, η Φραζεσκίνα το περίμενενε πώς και πώς. Από τα χαράματα εκείνη την ημέρα τηνε ξυπνούσανε κάθε χρόνο οι φωνές τω χοίρω.
Μαντζεύγουντε και σφάντζουνε όλντοι μαντζί με τσι θείοι τση, τα αδέρφκια του πατέρα τση και όλντο το τραβάγιο γίνεται στο λιοτρίβι τονε, το οικογενειακό, από τον πάππου τση. Εκεί δα μέσα, λοιπό, έχουνε όλντες τσι βολές, σφάντζουνε ένα-ένα τσι χοίροι, ένα κάθε φαμίλιας, βράντζουνε νερά στα καζάνια, γεμίντζουνε τσι γάστρες του λιοτριβιού και μαδούνε τα σφαχτά. Ήτανε μαντζεμένες οι ξαδέρφες και οι θείες και με χαρές και γέλια πολεμούνε όλντες μαντζί τ’ άντερα, να καθαριστούνε και να πλυθούνε. Το βράδυ, όλντοι μαντζί πάλι τρώνε και πίνουνε, όσοι νηστεύγουνε τρώνε σαρακοστιανά, αλλά όσοι πασκάντζουνε τρώνε τηανιτό το συκώτι του χοίρου και πίνουνε ντόπιο κρασί. Μετά τη νηστεία του Σαρανταμέρου τονε φαίνεται λουκούμι, αλλά και όλντα τα υπόλοιπα που τοιμάντζουνε οι νοικοκερές με το χοιρνό, όλντα ένα κι ένα είναι!
Την παραμονή ήπρεπενε να κοπεί ο χοίρος, που τον είχανε φήκει κρεμασμένο να στραγγίσει όλντο το αίμα του. Η Φραζεσκίνα τη χαρά τση, γιατί ήπρεπενε να γυρνά όλντη μέρα από σπίτι σε σπίτι να πηαίνει κρέατα για πεσκέσι σε γιαγιάδες, νονές, στο δάσκαλο του χωριού, αλλά και σι φτωχοί, που εν είχανε δικό τονε χοιρνό.
Το βράδυ, πριν το σκοτείνιασμα, ήπρεπενε να μπανιαριστούνε και να κοιμηθούνε νωρίς, γιατί κατά τσι τρεις το ξημέρωμα ηθα σηκωθούνε για να πάνε στη λουτρουγιά τω Χριστουγέννω, που κοινωνούνε κιόλας κάθε χρόνο. Παίρνουνε μαντζί τονε και μιαν εικόνα από το εικονοστάσι τονε και τηνε φήνουνε μέχρι την Πρωτοχρονιά στην εκκλησιά, να λουτρουγηθεί κι αυτή και να γυρίσει αγιασμένη στο σπίτι. Αυτή θα κάμει το ποδαρικό, θα τηνε βάλουνε μπροστινή μέσα κι από πίσω όλντοι οι επιδέλοιποι του σπιτιού και τηνε γυρνούνε σ’ όλντα τα δωμάτια, για να ‘χουνε καλή κι αγιασμένη χρονιά.
Ανήμερα τω Χριστουγέννω, με το γύρισμα από την εκκλησιά τα ξημερώματα, τρώνε το βραστό σούπα, με φιδέ δικό τονε, σπιτικό. Βράντζουνε τα κόκκαλα του χοιρνού, που τα ψαχνά του τα βαστούνε για τσ’ άλλες ετοιμασίες. Και τι δεν πολεμούνε! Σύγλινα, λουκάνικα, ντζηλαδιά, χαράματα, ματιές, τίοτις δε φήνουνε να πάει του κάκου. Και πρέπει να βιαστούνε, να τηανίσουνε και λίο συκώτι για το μεσημέρι, που θα ποφάνε και το βραστό και να τοιμαστούνε να πάνε τ’ απόγεμα και στην Παναγιά στο Νησί, που γιορτάντζει.
Τ’ άντερα του χοίρου τα κάνουνε λιαστά και τα τρώνε τηανητά μ’ αυγά, ακόμα και το αίμα που τρέχει από το λνταιμό του, μετά το σφάξιμο, το μαντζεύγουνε σε μια λεκάνη, αυτό πήτζει σε λιγάκι, το τηανίντζουνε κι είναι σα συκώτι τηανητό. Μα και τη φούσκα του τηνε φουσκώνουνε και την κάνουνε μπάλα, για να παίντζουνε τα παιδιά, που τι παιχνίδια άλλντα να ‘χανε;
H Φραζεσκίνα σκέβγεται τη χαρά του αδερφού τση, για κάτι τέτοιοι μποναμάδες και γελά μοναχιά! Η μέρα του Χριστού, λοιπό, είναι από τσι πιο δύσκολες, πρέπει να γίνουνε όλντα για να μη χαλάσουνε, τρίτη μέρα πια που ο χοίρος έχει σφαχτεί. Για τα σύγλινα μάνα και κόρη κόβγουνε το χοιρνό μικρά κομματάκια, τα βάνουνε μες στο χαρανί, τα αλατίντζουνε, τονε ρίχτουνε πιπέρι και τ’ άλλντα μπαχαρικά και τα φήνουνε να μαερευτούνε καλά, να τηανιστούνε μες στη γλίνα τονε. Φκιάχνουνε ποσά, γιατί τα βαστούνε μέχρι τα τέλη τσ’ Αποκριάς και τα τρώνε μαζί μ’ ένα σωρό φαγιά για ξενόστισμα.
Τα θες τηανητά μ’ αυγά, τα θες σάρτσα τω μακαρονιώ, με μπελτέδες που ηφκιάχνανε ποσά το καλοκαίρι ή τα θες -το αγαπημένο τση Φραζεσκίνας- με πατάτες τηανητές και χόρτα βραστά, ραδίκια, γαλατσίδες, τσόχοι, αλιβάρβαροι, ό,τι ηβρίσκανε, με μπόλικο λεμόνι και ψωμί ψημένο στη φουφού. Άμα, λοιπό, τοιμαστούνε όλντα τα σύγλινα τα βάνουνε σε βάντζα, ρίχτουνε κι άλλντα μπαχαρικά, πιπέρι, μπαχάρι και κανέλντα κοπανισμένη και τα φήνουνε να πήξει η γλίνα τονε κι έτσι δα να μη χαλούνε.
Απ’ όλντες τσι διαδικασίες του χοιρνού τση Φραζεσκίνας τση ρέσει πιο πολύ να βλέπει πώς κόβγει η μάνα τση το γκιμά, για λουκάνικα, για γιουβαρλάκια ή για κεφτέδες. Εκείνοι οι κεφτέδες! Τραγανοί-τραγανοί και καλοτηανισμένοι, λες και τση φωνάντζανε σκεπασμένοι μες στη λεκάνη κι όλο ήρπανε κι από κανένα στα κρυφά! Η μάνα τση τσ’ ήβανενε μέσα στη γκάμαρή τση, σε μέρος δροσερό, αν και με τέτοιο μπανιγιέρι όλντα μέσα στο σπίτι ηκουνιούντανε!
Πού να βρεθεί η τζέστη; Τα γιουβαρλάκια ήπρεπενε να τα μαερέψουνε κι εκείνα γλήορα, να μη βρωμέσει ο κιμάς, κι ήπρεπενε και να τα φάνε μέσα σε μια δυο μέρες, γιατί ε βαστούνε τέτοια φαγιά για πολντύ, είναι πίντζηλα, όσο κρύο κι αν ήκανενε. Για να κόψει, λοιπό, το γκιμά που ηλέαμε, η κερά-Κατερίνα παίρνει δυο μαχαίρια καλοκονισμένα και πάνω στο πλαστήρι τση κόβγει το κρέας ψιλό-ψιλό, όσο πιο μικρά κομματάκια μπορεί, δουλεύγοντας τα μαχαίρια παράλληλα και αντίθετα το ένα από τ’ άλλντο, το ένα δεξιά, τ’ άλλντο αριστερά.
Για να κάμει τα λουκάνικα βάνει σε μια μεγάλη λεκάνη το γκιμά, ρίχτει μέσα λίο κρασί, γλυκάδι, αλάτι και κοπανισμένα μπαχαρικά, τ’ ανακατεύγει καλά και γεμίντζει τ’ άντερα του χοίρου με μια μικρή πύργια, με φαρδύ στόμα. Τα δένει με σπάγγο κάθε μιαν απιθαμή, για να ξεχωρίντζουνε τα λουκάνικα και μετά η Φραζεσκίνα τηνε βοηθά, τα περνούνε σε καλάμι και τα κρεμνούνε στον ήλιο για να τρέξουνε τα τζουμιά τονε και να στεγνώσουνε.
Τα επιδέλοιπα
άντερα και τη γκοιλιά του χοίρου τα γεμίντζουνε με ρύντζι, κρομμύδι,
κουδούμεντο, κοπανισμένα μπαχαρικά και σταφίδες και τα κάνουνε ματιές, που τσι
βράντζουνε κι ύστερις τσι τηανίντζουνε με γλίνα. Φαΐ τρέλντα, που τελευταία
φορά το τρώανε πια στα τέλη τσ’Αποκριάς. Κάτω-κάτω στο τσικάλι, που τα βάνουνε
με αλάτι για να μη χαλάσουνε -κι η τελευταία που βγαίνει κάθε χρόνο-, είναι η
κοιλιά του χοίρου.
Κάνουνε
και τη ντζηλαδιά, βράντζουνε τη γκεφαλή του χοίρου και μετά τηνε ξεψαχνίντζουνε
και μοιράντζουνε τα ψαχνά τση σε κουπάκια γάστρινα κι εμαγιέ. Αποπάνω τονε
ρίχτουνε, να τα σκεπάσει καλά, το τζήλο, το τζουμί που ήβρασενε η κεφαλή με
μπόλικα μυρωδικά, γλυκάδι και λεμονάκι, αλλά και μπόλικια τζαφορά, για να του
δώκει ωραίο κίτρινο χρώμα. Το πιο καλό κομμάτι τσι ντζηλαδιάς, που ηκυνήανε
πάντα η Φραζεσκίνα, ήτανε τ’ αυτί του χοίρου, τραγανό-τραγανό και νόστιμο!
Πολντύ νόστιμα είναι και τα χαράματα, που γίνουνται με μεγάλα κομμάτια από το πετσί του χοίρου με όλντο του το λίπος και λία μόνου ψαχνά απάνω του. Τα χαράντζουνε και τα βάνουνε σε κουρούπια, στρώσες-στρώσες με χοντρό αλάτι, που το μαντζεύγουνε το καλοκαίρι από τσ’ αλατσαριές και βαστούνε κει δα μέσα ως το Πάσκα. Κάτω-κάτω στο κουρούπι βάνουνε την ουρά του χοίρου.
Άμα θένε να τα μαερέψουνε τα βάνουνε αποβραδίς στο νερό να
ξαρμυρίσουνε και τα τηανίντζουνε με κρομμύδια ή άλλντη φορά πάλι τα κάνουνε
γιαχνί με πατάτες ή με πιλάφι ή με μακαρόνια ματσάτα. Το καλό τση όμως τση
Φραζεσκίνας είναι άμα περνούν το χάραμα στη σούβλα και το ψήνουνε πάνω στα
κάρβουνα τση παροστριάς. Λειώνει τσιδά το πολντύ πάχος του και γίνεται λουκούμι.
Μέρες
πολεμούνε με τα χοιρνά και εν τελεύγουνε! Κάνουνε και γλίνα για να
νοστιμίντζουνε τα φαγιά και τα γλυκά -βουτύρατα άλλντα βλέπεις εν είχανε-, αλλά
τηνε τρώνε και στο ψωμί τονε, κάνουνε τσιαρίδες -τα ψιλά κομμάτια του
τηανισμένου πάχους που πομένουνε μες στο τηάνι, άμα πάρουνε τη γλίνα-, ακόμα
και χοιρομέρια καπνιστά κάνουνε, που τα πηαίνουνε στη θάλασσα ύστερις να τα
πλύνουνε να τονε φει η κάπνα.
Εκεί όμως που η Φραζεσκίνα παίρνει το πάνω χέρι στην κουζίνα είναι τα γλυκά. Βέβαια, για τα Χριστούγεννα με τσι τόσες δουλειές, εν ηπρολάβενενε κανείς να κάμει πολλντά πράματα, αλλά για την Πρωτοχρονιά πολεμά μέχρι την παραμονή. Και τι εν κάνει. Μπουρεκάκια, μακαρόνες, ξεροτήανα, κουλντούρες με πολλντά σκέδια και στρινάκια, που τα δίνουνε πεσκέσι σι μικροί, μέρες που ‘ναι.
Για τα μπουρεκάκια η Φραζεσκίνα ανεί φύλλντο ψιλό-ψιλό, το κόβγει στρογγυλό με τροχουδάκι και μ’ ένα μεγάλο ποτήρι ή πιατάκι για οδηγό, γεμίντζει το δισκάκι με καρύδια, αμύγδαλα, μυρωδικά και μέλι, τα κλείνει και τα κολλντά καλά να μην ανοίουνε. Άμα ψηθούνε τονε βάνει απόξω ζάχαρη κοπανισμένη.
Για τσι μακαρόνες πάλι κάνει μια τζύμη σαν τα μελομακάρονα, τηνε δουλεύγει να γίνει σαν κορδόνι, τηνε κόβγει σε κομμάτια, τηνε κυλά πάνω σ’ ένα πιατάκι με ξόμπλια για να ‘χει σκέδια και τηνε τηανίντζει. Με μπόλικο μέλι και σισάμι είναι το μόνο γλυκό που υπάρχει σε όλντα τα σπίτια και για του Χριστού και βέβαια για την Πρωτοχρονιά. Πρέπει βλέπεις να τα ‘χουνε όλντα μπόλικα και για τσι επισκέψες, αλλά και για τσι καλαντάρηδες, που βγαίνουνε αργά το βράδυ την παραμονή τση Πρωτοχρονιάς και γυρνούνε σπίτι-σπίτι με βγιολγκιά και τσαμπούνες.
Άμα τελέψουνε τα κάλαντα λένε και ρίμες για τσι νοικοκυραίοι και
κείνοι τονε δίνουνε λεφτά και τσι τρατέρουνε μεντζέδες, κρασί και κουλντούρες,
που τσι περνούνε με σπάγγο στο χέρι ή στο λταιμό τονε. Άμα ε λιβάρουνε να τα
πούνε σ’ όλντα τα σπίτια αποβραδίς πηαίνουνε και την άλλντη μέρα. Τα
Χριστούγεννα επά στο χωριό μας ε λένε κάλαντα, γιατί είναι όλντοι κουρασμένοι
με τα σφαχτά και τσι ετοιμασίες. Μα τσι Πρωτοχρονιάς, που ‘ναι ντόπια και
πολλντά, σαν τα Φωτοκάλαντα, εν υπάρχει σπίτι που να πομείνει χωρίς να τα
κούσει.
Βασίλη από πού έρχεσαι και δε μας
καταδέχεσαι
κι από πούθε κατεβαίνεις και δε μασε
συντυχαίνεις.
----------
Κάτσε να φας κάτσε να πιείς, κάτσε τα
πάθη σου να πεις,
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας
καλοκαρδίσεις.
----------
Κι απάνω στο παράθυρο γαρουφαλλάκι
πράσινο,
κάθεται μια περιστέρα και του χρόνου
τέτοια μέρα.
---------
Τούτα δα σας λέμε μόνου καλά να ‘στε
και του χρόνου,
καλά να ‘στε και του χρόνου τούτα δα
σας λέμε μόνου.
Γλωσσάρι
αλατσαριές
= αλατότοποι
βγιολγκιά
= βιολιά
γαλάχτισμα
= άσπρισμα με ασβέστη
γάστρες
= οι μεγάλες πήλινες λεκάνες του λιοτριβιού, σαν κομμένα κουρούπια, με 2
«αυτιά» για να μεταφέρονται εύκολα
γκέλες
= μικρά μαντράκια για τα νεογέννητα ζώα, που υπήρχαν σε συγκεκριμένα χωράφια
κάθε αγρότη
γλυκάδι
= ξύδι
γύροι
= η ασβεστωμένη γραμμή που χωρίζει τον τοίχο από το τσιμεντένιο πάτωμα, την
πάτωση
επιδέλοιποι
= υπόλοιποι
θεμωνιές
= το αγροτικό σπίτι με όλα τα βοηθητικά του κτίσματα
καταλαγιούνε
= καταλαγιάζουν
κουδούμεντο
= μαϊντανός
κουλντούρες
= κουλούρες, στρογγυλού σχήματος μεγάλα κουλούρια με σουσάμι και γλυκάνισο,
απαραίτητα για το πρωινό των Φολεγανδρίων
κουρούπια,
λεκάνες = πήλινα οικιακά σκεύη
λιβάρουνε
= προλάβουνε
λουτρουγιά
= λειτουργία
μακαρόνες
= είδος τηγανητών μελομακάρονων
ματιές
= γεμιστά έντερα
ματσάτα
= χειροποίητα φρέσκα μακαρόνια, σαν λαζανάκι
μπανιγιέρης
= αέρας που μπαίνει από παντού
ντζηλαδιά
= πηχτή με χοιροκεφαλή
πάει
του κάκου = πάει χαμένο
παροστριά
= τζάκι για το μαγείρεμα
πασκάντζουνε
= τρώνε πασχαλινά φαγητά
πίντζηλα
= ευαίσθητα, εύθραυστα
πίτερα
= πίτουρα, ζωοτροφή
πλαστήρι
= ξύλινη επιφάνεια για το άνοιγμα φύλλου
πολεμούνε
= ασχολούνται, κάνουν
ποσά
= μεγάλες ποσότητες
πύργια
= χωνί
ρίμες
= είδος μαντινάδων
στρινάκια
= κουλούρια -παραλλαγή της κουλούρας- σε διάφορα σχέδια, που τα έδιναν ως δώρο τις
γιορτινές ημέρες π.χ. οι νονές στα βαφτιστήρια τους
τζαφορά
= ζαφορά, κρόκος, σαφράν
τζευγάρι
= όργωμα
τζωντανά,
τζα = ζώα
τραβάγιο
= πολλές δουλειές
τρατέρουνε
= κερνούν
εφέτι
= φέτος
φούσκα
= ουροδόχος κύστη
χαράματα
= παστό χοιρινό