Ο Χ. ήξερε πως τα Χριστούγεννα θα φορτωνόταν περισσότερη εργασία για να καλύψει τις μέρες των διακοπών .Έτσι τα μισούσε τα Χριστούγεννα.
Μισούσε οτιδήποτε του τα θύμιζε. Μισούσε τους άλλους που χαίρονταν με αυτά .Μισούσε τα ζαχαροπλαστεία με τα γλυκά ,τα καταστήματα με τα δώρα ,τα παιχνιδάδικα γεμάτα παιδιά, τους ολόφωτους δρόμους.
Τα Χριστούγεννα θα έρχονταν όπως πάντα και θα τον γέμιζαν υποχρεώσεις. Χωρίς λόγο .Έτσι έλεγε. Χωρίς αιτία .
Τα μόνα παιδιά που δέχονταν να του πουν τα κάλαντα ήταν τα ανίψια του κι αυτό για να τελειώνει γρήγορα με τα δώρα τους .Τους τα έδινε αντί για χρήματα. Η πόρτα του στα άλλα παιδιά της γειτονιάς παρέμενε σφαλιστή .
Παραμονή Χριστουγέννων φέτος …και τίποτα δεν θυμίζει τα παλιά Χριστούγεννα που απεχθάνονταν .¨Όλοι είναι σκυθρωποί. Απρόσωποι με τις μάσκες τους για να προφυλαχθούν από τον ιό. Τον ιό που έχει «εισβάλλει »στις ζωές των ανθρώπων του πλανήτη.
Ο Χ. ίσως να σκέφτεται
πως επιτέλους συμμορφώθηκαν όλοι και δεν έπαθαν τη γνωστή Χριστουγεννιάτικη
γιορτινή υστερία. Επιτέλους έβαλαν
μυαλό. Αυτός ο ιός τους έβαλε μυαλό. Είναι φίλος μου, μονολογούσε .
Αυτά σκεφτόταν ο Χ. και ετοιμάστηκε να φύγει από το γραφείο και να
επιστρέψει σπίτι του. Πήρε το μετρό, συνάντησε τους σκυθρωπούς ανθρώπους με τις
μάσκες ,φορούσε και ο ίδιος άλλωστε. Σκεφτόταν τι καλά που δεν χρειάζεται ούτε
να χαμογελάσεις ψεύτικα. Κανείς δεν σε βλέπει μέσα από τη μάσκα .Είσαι
κρυμμένος για τα καλά .
Έφτασε στο σταθμό που
έπρεπε να κατέβει και πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Βγήκε στον κεντρικό δρόμο
και καθώς περνούσε απέναντι ………Σκοτάδι.
Άνοιξε τα μάτια του και
όλα γύρω του ήταν λευκά. Οι τοίχοι, τα έπιπλα, το φως.
Άνθρωποι καλυμμένοι
παντού, μέσα σε στολές σαν αυτές που έβλεπε στις ταινίες όταν υπήρχε πυρηνική
καταστροφή, τον πλησίαζαν κάτι του έλεγαν και έφευγαν .
Πήγε κάτι να πει αλλά δεν
τον άκουγαν. Μίλησε πιο δυνατά …τίποτα ….φώναξε αλλά κανείς δεν γύρισε να τον
κοιτάξει. Κρύωνε. Ήθελε να ακούσει μια κουβέντα …να του πουν κάτι ….Αλλά κανείς
,τίποτα. Δύο από αυτούς που δεν καταλάβαινε αν ήταν άντρες οι γυναίκες
στεκόντουσαν τώρα πάνω από το κεφάλι του. Μπορεί να ήταν και γιατροί ,σκέφτηκε.
Α, ναι γιατροί θα ήταν
…και αυτό είναι νοσοκομείο. Πως βρέθηκε εκεί; Η μνήμη του ήταν κενή .
Δεν του έδινε κανένα
σημάδι. Αχ αν τον άκουγαν θα ήθελε να τους ρωτήσει, τι συμβαίνει ; πως ήταν ;
αν θα έφευγε και πότε…αν θα έκανε Χριστούγεννα σπίτι του . Η σιωπή τον τρέλαινε…
Ας του έλεγαν κάτι …έστω
τα κάλαντα , σκέφτηκε και πήγε να γελάσει αλλά δεν τα κατάφερε.
Οι μέρες περνούσαν
…Κοιμόταν κυρίως και όταν άνοιγε τα μάτια του πάντα η ίδια σιωπή …..τα ίδια
βλέμματα μέσα από τα σκάφανδρα… οι ίδιες κινήσεις …..ένας βωβός εφιαλτικός
κινηματογράφος.
Είχε χρόνο τώρα ο Χ. Να
σκεφτεί όλα όσα έκανε τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Για όλα όσα γκρίνιαζε, για
όλα όσα αρνιότανε να συμμετέχει …όλα τα γιορτινά μικρά μικρά που συνέβαιναν και
αυτός τα αντιπαθούσε ή τα προσπερνούσε. Τα σκεφτόταν και μπορεί να πει ότι του
έλειπαν. Ότι θα επιθυμούσε όλα να ήταν όπως παλιά… και δεν θα ξαναγκρίνιαζε… δεν
θα κατέβαζε τα μούτρα. Μόνο να του έδιναν πίσω λίγη από τη ζωή του. Την
μονότονη, μοναχική ζωή του. Θα της έβαζε χρώμα ,μουσική, φως και πολλά πολλά
λόγια. Πάρα πολλά λόγια. Αμέτρητα λόγια και ήχους.
Αυτά σκεφτόταν ο Χ. και
έκλεισε τα μάτια να ξεκουραστεί. Ελπίζοντας όταν τα ξαναανοίξει να έχει επιστρέψει το χρώμα, οι ήχοι, οι
άνθρωποι στη ζωή του. Να έχει επιστρέψει ο ίδιος στη νέα του ζωή.
Δύο άνθρωποι με στολές
βρέθηκαν από πάνω του. Ο ένας τράβηξε το σεντόνι που σκεπαζόταν ο Χ. και τον
κάλυψε μέχρι απάνω, ενώ ο άλλος πατούσε ένα κουμπί ώστε να σταματήσει ο
διαπεραστικός ήχος του παλμογράφου που έδειχνε μια ευθεία γραμμή.
Ο Χ. ήταν ήδη αλλού. Κι
εκεί μπορεί να γιόρταζε τα Χριστούγεννα .Ίσως πιο έντονα από ποτέ.
Αθηναϊκά Θέατρα,
Sfiga Music Theater,