Η νέα πραγματικότητα στην μετά κορωνοιόν εποχή, που
παρεμπιπτόντως θα περάσει και ακόμη δεν θα έχουμε καταλήξει πώς θα τον
γράφουμε, πρόσφερε άφθονο χρόνο για σκέψεις, διαπιστώσεις, ευχάριστες,
δυσάρεστες, λογικές, παράλογες.
Σίγουρα εκτιμήσαμε, ελπίζω, πόσο σημαντικά είναι αυτά που
είχαμε: υγεία, ελευθερία, αγαπημένοι και πόσο ευτυχισμένοι μπορούμε να είμαστε
με λίγα και απλά.
Μεταξύ αυτών εμείς εδώ στην επαρχία επιβεβαιώσαμε για μια
ακόμη φορά αυτό που χρόνια βιώνουμε: επαρχία και Αθήνα δυο κόσμοι παράλληλοι
και μακρινοί και σε πόσο διαφορετικούς ρυθμούς ζει η περιφέρεια και κυρίως τα
νησιά και τα χωριά από την πρωτεύουσα. Φάνηκε και από τα μέτρα: κομμένα και
ραμμένα στα .....μέτρα τους.
Για παράδειγμα, ένα απλό καθημερινό μας θέμα την περίοδο των
απαγορεύσεων και αφού τρομάξαμε να σταματήσει η μάνα μου, και φαντάζομαι όχι
μόνο η δικιά μου, να γυρίζει τα μνημόσυνα και να μαζευτεί στο σπίτι, ήταν:
ποιον αριθμό μετακίνησης να βάλει όταν πάει να ανάψει το
καντήλι στο μνήμα του πατέρα μου;
ποιον αριθμό να βάλει όταν πάει να ανάψει τα καντήλια και να
θυμιάσει στον Άγιο Γιάννη και στην Πάνω Παναγιά;
Γιατί, ναι μεν η κυβέρνηση δεν προέβλεψε, αλλά στο χωριό οι
ανάγκες Αγίων και κεκοιμημένων έχουν την ίδια αξία με των ζωντανών, αν όχι
μεγαλύτερη.
Γιατί μπορεί αυτές οι συνήθειες να μην είναι στην
καθημερινότητα των μεγαλουπόλεων, στο χωριό όμως είναι «εκ των ων ουκ άνευ»,
πόσο μάλλον που οι απαγορεύσεις συνέπεσαν με τη Σαρακοστή και το εσχατολογικό
περιεχόμενο του Πάσχα.
Πολλές ατομικές, σημαντικές και ακίνδυνες μετακινήσεις για
τους κατοίκους των χωριών δεν συμπεριλαμβάνονταν στη λίστα.
Με ρωτούσε. Απάντηση δεν είχα. Δεν ήξερε. Δεν ήξερα.
Ωστόσο είχε όλη την καλή διάθεση να στείλει ακόμη και sms.
Μετά από πολλή γκρίνια και επιμονή δική μου να στέλνει
μηνύματα για τις μετακινήσεις της, κάποια στιγμή μου ανακοίνωσε ότι κατάφερε
και έστειλε μόνη της sms αναλυτικότατο: «πάω στο σπίτι μου στην Κώμη να πάρω
πράματα από το ψυγείο». Απάντηση όμως δεν πήρε και έφυγε χωρίς έγκριση.
«Με τόσα που γραψες το μπλόκαρες, της λέω, τι να σου
απαντήσει;» Μπορεί να μην της απάντησε το 13033, της τηλεφώνησε όμως λίγο μετά
η ξαδέλφη της, που έλαβε το sms: -Μα μα , σε σένα το στειλα;
Από τότε και εκείνη ετοίμαζε και άφηνε στο παρμπρίζ του
αυτοκινήτου της χειρόγραφα μηνύματα σε αυτοσχέδια χαρτάκια, ένα για κάθε
περίσταση όπως: «πάω για χόρτα», «πάω στον άντρα μου», με απρόβλεπτο
κυριολεκτικά πρόστιμο, αφού ο πατέρας μου, όχι απλώς βρίσκεται εκτός Νομού,
αλλά και εκτός αυτού του κόσμου.
Όσο δε για τις ανάγκες των κεκοιμημένων δεν υπάρχει ίχνος
υπερβολής σε αυτό που γράφω.
Το χωριό έχει μία ιδιαίτερη σχέση μαζί τους.
Χρόνια τώρα, κάθε φορά που επισκέπτομαι το νεκροταφείο,
διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι γνωστοί και οικογενειακοί φίλοι έχουν
μετακομίσει προς τα πάνω, στο «Καλάμι», επί της οδού Αναπαύσεως. Πόσο χιούμορ
τελικά έχει ο Έλληνας μπροστά στον φόβο του θανάτου και πώς προσπαθεί να τον
ωραιοποιήσει!
Οδός Αναπαύσεως! Να ανυπομονείς δηλαδή να πας.
Την πληθυσμιακή ανακατάταξη ανάμεσα στο χωριό και το
«Καλάμι» την έχω σχεδόν συνηθίσει. Μάλιστα, δεν ξέρω ποιον να πρωτοχαιρετίσω
όταν πάω, γιατί, ακούνε δεν ακούνε, ένα «γεια» θα περάσω να το πω, έτσι έχω
συνηθίσει από το κάτω χωριό.
Αυτό που δεν μπορώ να συνηθίσω είναι την ανακατάταξη στις
γειτονιές. Ωστόσο έχει και αυτή τα θετικά της, καθώς μια αλλαγή δε βλάπτει, αν
στα επίγεια, για παράδειγμα, σου ‘χε λάχει γείτονας «ο θεός να σε φυλάει».
Αν κάτι μου διέφευγε αλλά πλέον δεν έχω αμφιβολίες, είναι
ότι και οι ζωντανοί που παραμένουν στο χωριό ζουν στους ρυθμούς της οδού
Αναπαύσεως. Ειδικά αυτοί που ήδη έχουν αγαπημένους στο «Καλάμι» και κάνουν
συχνές καθημερινές επισκέψεις, είναι σαν ήδη να έχουν μετεγκατασταθεί εκεί και
μαζί να έχουν μεταφέρει και τα προβλήματα του χωριού.
Το διαπίστωσα και στη συνέλευση που έγινε και ακούστηκαν τα
προβλήματά μας.
Κοινά προβλήματα, πάνω κει και μέσα στο χωριό.
Πού να το περιμένεις;
Τέλη για τα σπίτια,
τέλη για τα μνήματα.
Έλλειψη νερού εμείς,
έλλειψη νερού και οι πάνω.
Πλάκες σπασμένες εκεί,
πλάκες σπασμένες και στην Πλάτσα.
Μπάζα παρατημένα εκεί,
μπάζα παρατημένα και κάτω.
Μα από την άλλη τι να πεις;
Ότι ερημώνει το νεκροταφείο; Κάθε άλλο, «πατείς με πατώ σε»
γίνεται.
Να πεις ότι ερημώνει το χωριό; Χρειάζεται να το πεις; Δεν το
βλέπεις; Απελπισμένη γυροφέρνει στην πλάτσα η κυρά Κική, να βρει έναν άνθρωπο
να πει μια κουβέντα. Αυτό όμως δεν είναι θέμα συζήτησης.
Να πεις ότι θα πέσει
κανένα ετοιμόρροπο μνήμα και θα τους αφήκει στον «τόπο»;
Η κατάστασή τους εκεί δεν θα αλλάξει δραματικά. Έτσι κι
αλλιώς στον «τόπο» είναι ήδη.
Αν όμως φας το ετοιμόρροπο στο κεφάλι μέσα στο χωριό, εκεί
αλλάζει το πράμα.
Ούτε αυτό όμως απασχολεί. Μπορεί να το ακούσεις αραιά και
που, αλλά δεν είναι αίτημα.
Να είναι αδιαφορία ή άρνηση της πραγματικότητας από άμυνα;
Μπορεί, δεν αποκλείεται.
Να πεις ότι έχει φασαρία πάνω κει; Τι φασαρία; Χαρά Θεού που
λένε, κυριολεκτικά. Κυπαρίσσια, πουλάκια και θέα η Κώμη. Διακοπές διαρκείας.
Έχεις έρθει το καλοκαίρι Κυριακή στην Κώμη; Κει πάνω είναι ο Παράδεισος και η
Κόλαση είναι εδώ.
Φοβάμαι πως αν συνεχίσω τις συγκρίσεις, στο τέλος θα βγουν
με πλεονέκτημα.
Πόσοι κάτοικοι ασχολούνται με τα προβλήματα του χωριού;
Να δεις πόσοι νοιάζονται για τους πάνω. Υστερόβουλα νομίζω,
σαν όλοι να προετοιμάζονται για τη μετά θάνατον ζωή.
Να δεις γκλαμουριά στο Καλάμι. Καθένας έχει το δικό του
κόκκινο φωτάκι μπαταρίας που αναβοσβήνει. Σίγουρα πέρασε Κινέζος από το
καφενείο και ξεπούλησε, όπως είχε γίνει και με τη μυγοσκοτώστρα-ρακέτα και
μάλιστα στην προ-Τσιτσιπά εποχή. Αγόρασαν όλες ρακέτες στο καφενείο του
Στεφανή.
Κατάλεγε και η μάνα μου ότι τη γέλασε ο Κινέζος, γιατί
βέβαια για να πετύχει μύγα με τη ρακέτα, έπρεπε πρώτα να κάνει μαθήματα τένις.
Αντικειμενικά, κάθε χωριό θα έπρεπε να είναι ένας μικρός
παράδεισος. Στη μετά κορωνοική εποχή νομίζω θα εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο τα
θετικά τους. Ωστόσο, χρειάζεται να γίνουν πολλά, ώστε οι κάτοικοι του χωριού να
αισθανθούν ότι είναι ακόμη ζωντανοί και ζωντανές.
Να πειστούν ότι το χωριό έχει περισσότερο ανάγκη τη συμβολή
και την παρουσία τους από το «Καλάμι». Να έχουν κίνητρα για να υπάρχουν
ενεργοί.
Σίγουρα κάποιος λόγος θα υπάρχει που τους ενδιαφέρουν
λιγότερο τα επίγεια από τα μετέπειτα.
Αρκεί μια βραδινή επίσκεψη στη Μέσα Πλάτσα.
Ειδικά τώρα την περίοδο του κορονοϊού με κλειστά το μοναδικό
καφενείο της Πλάτσας και το μοναδικό παντοπωλείο, ήταν σαν μια προεικόνιση του
τι θα συμβεί σε μια δεκαετία πάνω κάτω.
Κάνουμε όλοι τις συγκρίσεις μας με αυτά που έχουμε βιώσει,
οπότε φανταστείτε πώς νιώθουν αυτοί που έχουν πιο πολλά βιώματα και οι γνωστοί
τους στο Καλάμι είναι πιο πολλοί από τους δικούς μου.
Υ.Γ:
Στις 2.5.2020 συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια από τότε που και
ο πατέρας μου έγινε μόνιμος κάτοικος της οδού Αναπαύσεως. Φέτος, όλα έγιναν
αλλιώς. Μνημόσυνα και τρισάγια μοναχικά. Την πρωτόγνωρη αυτή περίοδο των
απαγορεύσεων λόγω κορονοϊού όλοι διαπιστώσαμε πόσο δύσκολο είναι να χάνεις
αγαπημένους και να τους στερείς ακόμη και τα «νενομισμένα», που μέχρι τώρα ήταν
αυτονόητα.
Παρά τα όσα γράφω, καλοπροαίρετα, σέβομαι και κατανοώ
απόλυτα πόσο συνδεδεμένη είναι καθημερινότητά μας με τους απόντες και πόσο
έχουν ανάγκη κάποιοι να ανάψουν το καντήλι στον άνθρωπό τους ή στον Άγιο της
γειτονιάς τους. Είναι η καλημέρα τους, η καλησπέρα τους, η παρηγοριά τους.
Αντί μνημοσύνου λοιπόν για όλους αυτούς που έφυγαν ήσυχα και
σιωπηλά, μεταξύ των οποίων κάποιοι πολύ νέοι, αλλά και μεγαλύτεροι αγαπημένοι
και μοναδικοί.
Αννα Μισσαϊλίδου.