Άκουγα για το λεπροκομείο της Χίου χρόνια τώρα, δεν το είχα επισκεφτεί, δεν μου ερχόταν , έχοντας δει και την Σπιναλόγκα ( Την Σειρά) πριν λίγα χρόνια, δεν μου ερχόταν με τίποτα όμως.
Τελευταία όμως έπαιζε πολύ, μια έτσι, μια αλλιώς, τι θα γίνει με αυτό το οικοδόμημα;
Η σκέψη μου ήταν να πάω να το δω και να το φωτογραφίσω, πριν γίνουν οι διάφορες ενέργειες και αλλάξει χαρακτήρα και όψη.
Βέβαια όπως κλασικά γίνεται, παίζουμε λίγο με το θέμα, λέμε, ακούμε απόψεις γενικώς από όλους μεν και δεν κ.ο.κ
Τέλος πάντων ένα απογευματάκι πήγα. Τα συναισθήματα ήταν φορτικά, ήταν άστα να παν, εικόνες πονεμένες και μόνο, δεν μπορείς να καταλάβεις τι έχουν περάσει αυτοί οι άνθρωποι και το μόνο που σου έβγαζε ήταν πόνος.
Μπορεί να έβγαλα πολλές φωτογραφίες όπως θα δείτε, αλλά ήταν πολύ στο τρεχάτο, και όσο άρχισε να σκοτεινιάζει τόσο πιο πολύ ήθελα να την κάνω από εκεί.
Έχει περάσει πολύς καιρός που ήθελα να γράψω αλλά δεν μου έβγαινε. Τελικά μια ανάρτηση που διάβασα με ενθουσίασε τόσο πολύ που αποφάσισα ότι είναι ο καιρός να ανεβάσω τις φωτογραφίες μου.
Θα διαβάσετε μια καταπληκτική ιστορία, την ιστορία του - Παπά Άνθιμου Πουλάκη -
Αφήγηση του κ Μπάμπη Κοιλιάρη, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Η αφήγηση που θα διαβάσετε δεν ενθουσίασε μόνο εμένα, σε ερώτηση που έκανα στον κ Μπάμπη για να μου δώσει άδεια να το δημοσιεύσω σε άρθρο μου μαζί με φωτογραφίες μου, πήρα την παρακάτω απάντηση :
( Αστέριε καλημέρα. Αν εννοείς το αφήγημα με τη σφαγή και τους διασωθέντες πρόκειται να γίνει ταινία της οποίας τα γυρίσματα έχουν ξεκινήσει. Η ταινία ξεκίνησε μετά την δημοσίευση του κειμένου και την ενθάρρυνση του κόσμου, πρόκειται να γυριστεί ταινία μικρού μήκους. Σ' ευχαριστώ. - Παραγωγή από τον ΕΕΑΣ Κοφινά - Σίφι -)
Το Λωβοκομείο Χίου, που ήταν καταφύγιο και χώρος περίθαλψης των ανθρώπων που προσβλήθηκαν από την αδυσώπητη ασθένεια της Λέπρας και λειτούργησε μέχρι και το...όχι και τόσο μακρινό παρελθόν (μέχρι το 1959)...στέκει περήφανο (έχοντας δώσει τόσα πολλά) από το 14o Αιώνα που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ψυχομαχούσε...και με τη Φραγοκρατία που ακολούθησε στην Ελλάδα...ιδρύθηκε από Γενουάτες στη Χίο με σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης της Λέπρας που έβλαπτε την κοινωνία σε όλα της τα επίπεδα.
Η αφήγηση ξεκινά: -ο Παπά Άνθιμος Πουλάκης-
Τα υπέροχα αρχιτεκτονικά κτίρια και οι χώροι που διέμεναν οι ασθενείς ήταν εφάμιλλα των καλύτερων ξενοδοχείων της εποχής...και το Σαλόνι καθώς και το Φαρμακείο του Λωβοκομείου θα ήταν ακόμα άθικτα, σαν να τα κλείσανε το βράδυ για να ξανά πάνε το πρωί, αν δεν είχε περάσει στην εγκατάλειψη, που το άφησε αφύλακτο η Πολιτεία), με αποτέλεσμα να πέσει θύμα βανδαλισμού πριν μερικά χρόνια.
Αφήγημα βασισμένο στα πραγματικά γεγονότα της σφαγής στο
Λωβοκομείο με την στήριξη του βιβλίου του δρ. Ανδρέα Μιχαηλίδη
"Υγειονομικά & Προνοιακά Ιδρύματα Χίου.
Οι σφαγές είχαν ξεκινήσει. Σήμερα 23 Απριλίου μάθαμε πως
σφάξαν πάνω από σαράντα άτομα έξω από το κάστρο. Οι λεπροί φοβήθηκαν. -Θα
‘ρθουν κι εδώ; -Θα μας σφάξουν; Ρωτούσαμε τον παπά. Εκείνος έτριψε τη γενειάδα
του όπως συνήθιζε να κάνει κάθε φορά που του έβαζαν δύσκολα. Ο παπά Άνθιμος
ήταν έξυπνος και ενεργητικός άνθρωπος. Πολλές φορές κατάφερε να βγάλει το
Λωβοκομείο από τα δύσκολα. Πότε πλησιάζοντας τους προύχοντες, πότε τις
επιτροπές, ακόμα και τους Τούρκους. Αυτοί δεν ήθελαν πάρε δώσε με το Λωβοκομείο
και του έκαναν το χατίρι για να τον βγάλουν απ’ το κεφάλι τους. Μέχρι στον
Καποδίστρια είχε στείλει γράμμα.
Όμως τούτη τη φορά τα μαντάτα που ερχόταν από τη Χώρα δεν
ήταν καθόλου καλά. Παντού φωτιές και χαλασμός. Παντού αίμα και το αίμα δεν
είναι καλό. Ήλπιζε μόνο σε ένα πράμα πως οι Τούρκοι δεν θα έμπαιναν μέσα στο
Λωβοκομείο. Ήταν σχεδόν πεισμένος αφού δεν είχαν μεταξύ τους κανένα κρούσμα όλα
αυτά τα χρόνια και ούτε θα ήθελαν να μολυνθούν τώρα. Για τον λόγο αυτό με
έστειλε ένα βράδυ να φέρω και την αδελφή του από το Λατόμι. Εκεί ήταν το
πατρικό τους σπίτι. Δυο βήματα από το Λωβοκομείο. Εκείνη αρνήθηκε στην αρχή για
να μην του φέρει μπελάδες. -Αν μάθαιναν οι Τούρκοι πως υπάρχουν και υγιείς
Χιώτες μέσα στο Λωβοκομείο, μου λέει, σίγουρα θα έμπαιναν και θα τους έκοβαν
αδίσταχτα.Ο Παπά Άνθιμος Πουλάκης ήταν ένας εμπνευσμένος κληρικός.
Είχε γράψει πολλά συγγράμματα, ακολουθίες και άλλα. Είχε γράψει και ένα
κανονισμό λειτουργίας του ασύλου. Κατάφερνε να παίρνει χρηματοδοτήσεις και
φάρμακα για να λειτουργεί το άσυλο όσο πιο καλά μπορούσε όμως, υπήρχαν πολλά
κτιριακά προβλήματα. Οι σκεπές από ορισμένα δωμάτια έτρεχαν το χειμώνα και
χρειαζόταν πολλές φορές να
συγκεντρωνόμαστε και να κοιμόμαστε στο Εφορείο. Εκείνο το πρωί πολύς καπνός
ερχόταν από την περιοχή του Κοφινά. Ο νοτιοανατολικός άνεμος έφερνε μέσα στην
κοιλάδα της Υπακοής μια οσμή αλλόκοτη. Σαν να καίγονται πανιά, ξύλα και…..
κρέας.
Κανένας μας δεν μιλούσε όμως μερικοί λεπροί ξεσηκώθηκαν. -Θα
μας σφάξουν όλους!!! έλεγαν. -Πρέπει να φύγουμε. -Παπά, δεν μας τα λες καλά.
-Θα έχεις το κρίμα στο λαιμό σου. Όλοι ήταν ξεσηκωμένοι, κάποιοι όμως, οι πιο
ανήμποροι δεν μιλούσαν. Δεν ήταν σε θέση να τρέχουν σαν τα κατσίκια πάνω στα
βουνά. Τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά για τον έξω κόσμο. Μπουλούκια - μπουλούκια
οι Τούρκοι ανέβαιναν στα βόρεια. Εκεί που είχαν φύγει όλοι οι κατατρεγμένοι.
Στο Μελανιός. Μερικές οικογένειες φάνηκαν στον απέναντι λόφο και τραβούσαν κατά
τον άγιο Δημήτρη και τις Καρυές. Κάποιοι λεπροί πήγαν μαζί τους παρά την
αντίρρηση του παπά Άνθιμου. Όμως σύντομα γύρισαν πίσω γιατί οι άνθρωποι δεν
τους ήθελαν μαζί. Φοβόντουσαν όσο να ‘ναι.
Οι φωτιές και η κάπνα όλο και πύκνωναν, όλο και πλησίαζαν.
Άρχισαν να ακούγονται ουρλιαχτά και κλάματα. Τότε αρχίσαμε να συζητούμε για
έξοδο πάλι. Δέκα δεκαπέντε άτομα είπαν να πάνε κατά τη Χώρα, όμως ήταν μάταιο.
Κάποιοι άλλοι είπαν να πάνε στις Καρυές αλλά το βουνό ήταν δύσβατο. Ο παπάς
τότε πρότεινε να πάμε να κρυφτούμε στη στοά της Υπακοής. Κάτω στον ποταμό. Οι
περισσότεροι γέλασαν και αφού πήραν ότι μπορούσαν μαζί τους, σίδερα λοστούς και
ξύλα, ξεχύθηκαν στο δρόμο. Ο παπά Πουλάκης τους ευλόγησε και ένα δάκρυ έτρεξε
πάνω στην γκρίζα γενειάδα του. -Καλή τύχη αδέλφια. τους φώναξε καθώς χανόταν
στη στροφή με τους ευκαλύπτους. Ήξερε πως δεν θα τους ξαναδεί. Εγώ έμεινα μαζί
του.
Προσπαθήσαμε να σηκώσουμε κάποιους ανήμπορους και με τη βοήθεια
άλλων πήραμε πέντε λεπρούς και την αδελφή του και τραβήξαμε γρήγορα κάτω απ την
καμάρα. Κάτω εκεί που περνά ο ποταμός ο Καντηλάς, κάτω από την παναγία την
Υπακοή. -Η Παναγιά θα μας προστατεύει, μας είπε και σταυροκοπήθηκε ευλογώντας
και τους υπόλοιπους. Το σάλιο είχε στεγνώσει στο στόμα μας καθώς η αγωνία μας
έτρωγε τα σωθικά. Κατεβήκαμε στην καμάρα και τραβήξαμε περίπου στη μέση εκεί
που έχει κάποιες πέτρες και βαθιά νεροφαγώματα. -Εδώ θα σταματήσουμε, μας είπε
ο παπάς , και ο θεός βοηθός. -Όμως αν μείνουμε όρθιοι θα μας δουν. Το φως από
το άλλο άνοιγμα δείχνει ξεκάθαρα τις σιλουέτες μας. Δεν είναι δα και τόσο βαθιά
η καμάρα. Ίσαμε είκοσι, εικοσιπέντε μέτρα.
Πήγαμε γρήγορα και μαζέψαμε όσο περισσότερα πλατανόφυλλα
μπορούσαμε. Ξαπλώσαμε μέσα στα νεροφαγώματα και σκεπαστήκαμε με αυτά. Σε πολλά
σημεία υπήρχε ακόμα νερό από τις τελευταίες βροχές. Δεν ήταν όμως λόγος που θα
μας νοιάξει. Ο Παπά Πουλάκης έμεινε τελευταίος. Αφού μας τακτοποίησε όλους πήρε
ξερά κλαδιά και όχι φρεσκοκομμένα, για να μην μας μαρτυρήσουν. Έτσι έκλεισε το
άνοιγμα της τεχνητής σπηλιάς. Δεν μιλούσαμε, δεν κουνιόμαστε και σχεδόν δεν
αναπνέαμε όλη μέρα. Η αγωνία μας έτρωγε. Η πείνα και η δίψα δεν είχα σημασία
για μας. Παθαίνει κανείς τέτοιες ώρες. Εκεί που είμαστε χωμένοι, δεν μπορούσαμε
να έχουμε εικόνα για το τι γίνετε έξω. Ο παπάς σηκώθηκε για λίγο, σύρθηκε και
είδε το κακό που συνέβαινε.
Το σούρουπο οι Τούρκοι μπήκαν στο Λωβοκομείο και με
αλαλαγμούς και βρισιές στα τούρκικα και τα Ελληνικά. Έκαιγαν τα πάντα. Έβαλαν
φωτιά στον άγιο Λάζαρο, στο Εφορείο και πολλά από τα καταλύματα των ασθενών. Ο
παπάς γύρισε πίσω και χώθηκε στα φύλλα. Δεν μας είπε τίποτα . Όλοι καταλάβαμε ότι
έρχεται το τέλος μας. Η αδελφή του άρχισε να κλαίει με λυγμούς όμως με το χέρι
του ο παπά Άνθιμος της έκλεισε το στόμα, δίνοντάς της κουράγιο. Οι στριγκλιές
που ακούγονταν ήταν από κάποιους λεπρούς που τους έπιασαν στο δρόμο και τους
έσερναν οι Τούρκοι μέχρι το υδραγωγείο. Σκέτη ανατριχίλα απλωνόταν μέσα στη
σκοτεινή πια στοά της Υπακοής. Σε λίγο οι στριγκλιές έπαψαν ενώ οι Τούρκοι
συνέχισαν να βρίζουν.
Όλοι κλείσαμε τα μάτια και κάμαμε με δάκρυα την τελευταία
μας προσευχή. Ακούγαμε τα ταγκαλάκια να σέρνουν τα σπαθιά τους πάνω στους
τοίχους και τις πέτρες της εκκλησιάς. Χαλούσαν τις τοιχογραφίες και τρυπούσαν
τα μάτια των αγίων. Ύστερα μια κόκκινη λάμψη απλώθηκε τρεμοπαίζοντας στα
απέναντι χωράφια. Και από τα δυο ανοίγματα βλέπαμε την λάμψη από την μεγάλη
φωτιά που έκαιγε την Παναγιά την Υπακοή. Ο παπάς δάκρυσε ακόμη μια φορά
ξέροντας ότι εκεί μέσα υπάρχει το Δισκοπότηρο και τα Άγια. -Τους άτιμους,
ψιθύρισε αλλά ξανάχωσε το κεφάλι του στα φύλλα. Η ώρα περνούσε και έκανε το
τοπίο πιο εφιαλτικό. Ξαφνικά δυο Τούρκοι πήδησαν μέσα στην κοίτη του ποταμού.
Έριξαν μερικές σπαθιές στις πυκνές λυγαριές αλλά ευτυχώς, δεν προχώρησαν προς
την καμάρα.
Με το ένα μάτι ο παπά Άνθιμος τους παρακολουθούσε μέχρι που
ξανανέβηκαν πάνω στο πλάτωμα του υδραγωγείου. Δεν είχαμε περιθώρια για
οποιαδήποτε κίνηση και μείναμε παγωμένοι για αρκετή ώρα ώσπου ακούσαμε τους
Τούρκους σιγά σιγά να απομακρύνονται. Η νύχτα είχε γίνει μέρα καθώς η Παναγιά
λαμπάδιαζε όλο και πιο πολύ. Σε λίγο ακούστηκε η στέγη της να καταρρέει με ένα
βαρύ γδούπο. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα και η φωτιά έκαιγε ακόμα. Τούρκοι δεν
ακούγονταν πια αλλά ίσως να είχαν μείνει σκοποί να φυλάγουν το μέρος. Κανένας
δεν διακινδύνευε να βγει ακόμα από την κρυψώνα μας. Μείναμε εκεί ξαπλωμένοι όλο
το βράδυ μέσα στα υγρά κοιλώματα της στοάς. Κουκουλωμένοι.
Την άλλη μέρα περιμέναμε να έρθει το απόγευμα και αφού
σιγουρευτήκαμε ότι δεν υπήρχε κανένας Τούρκος επάνω, αρχίσαμε δειλά να βγαίνουν
ένας ένας στο ξέφωτο. Η κατάσταση μέσα στο Λωβοκομείο ήταν φρικιαστική. Είχαν
συλλάβει πολλούς από τους λεπρούς που τους έσφαξαν και άλλους τους έκαψαν
ζωντανούς χωρίς έλεος. Όλοι κοιτάζαμε παγωμένοι. Με βαριά βήματα περάσαμε δίπλα
στον Άγιο Λάζαρο, προς την πλευρά του νεκροταφείου. και περιμέναμε στο ύψωμα.
Κινηθήκαμε πάλι νύχτα. Ο Παπά Πουλάκης μας τακτοποίησε όλους σε κάποια άδεια
σπίτια και έφυγε μόνος και πεζός προς τα δυτικά. Έμαθε ότι οι Τούρκοι τον
ήξεραν σαν επικεφαλής του Λωβοκομείου και τον ψάχνουν με μανία. Αργότερα έμαθα
πως στο Λιθί βρήκε ένα καΐκι και έφυγε για τη Σύρα.
Όμως το Λωβοκομείο τον καλούσε να το ξαναχτίσει. Κατέβηκε στη
χώρα και με οικονομική στήριξη από πολλούς ανθρώπους ανάστησε το άσυλο το 1835.
Μάζεψε πάλι λεπρούς και συνέχισε την λειτουργία του με πολύ κόπο και μόχθο.
Μέχρι που το 1881 μια άλλη μεγάλη καταστροφή έφερε το τελικό πλήγμα στο Άσυλο.
Ο Σεισμός. Ήταν τότε που γεννιόταν ένας
άλλος Άνθιμος που θα κατέληγε ΑΓΙΟΣ.
Τέλος αφήγησης ...
Υ.Γ Και τέλος να κάνω και μια αναφορά στον κ Δημήτρη Βαχαβιώλο πού ήταν ο πρώτος από όσο ξέρω τουλάχιστον, ( και ζητώ συγνώμη εάν κάνω λάθος ) που έβαλε το Λωβοκομείο σε βίντεο κλίπ !
Με τίτλο
Dim Vach - Oceanides (Video Clip)
Το είχαμε γράψει τον Νοέμβριο του 2018!