Πως την πάτησα έτσι εγώ, που αντί να πάω με την παρέα στη Μύκονο, πήρα από πίσω τη Δανάη, σ’ ένα κατσικοχώρι, με ανηφοριές, ερείπια και χαλάσματα.
Πως βρέθηκα ανάμεσα σε επτά γυναίκες, τρεις άντρες, σε ένα χωράφι στο πουθενά, ν’ ακούω για λογοτεχνία ούτε που το κατάλαβα.
Ναι, μου άρεσε πολύ όταν την πρωτοείδα, στο πάρτι του Αλέξανδρου, στην Εκάλη, ψηλή, λεπτή, μαύρα μαλλιά, πράσινα μάτια, μια ύπαρξη αιθέρια που κινούνταν στο χώρο μαγικά σαν την Τίγκερμπελ.
Αν δεν τη ρίξω στο κρεβάτι να μη με λένε Κωνσταντίνο-Ιωάννη, έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου, λες και μου λείπαν οι γκόμενες.
Και να ‘μαι τώρα εδώ, για τέσσερις μέρες, εγκλωβισμένος ανάμεσα σε κότες, μαϊντανούς, βλίτα και τσουκνίδες, να με περιτριγυρίζουν μύγες και μαμούνια, ν’ ακούω τον μαλλιά, να μιλά για εναρκτήριες προτάσεις, κύκλους που ανοιγοκλείνουν και κάποιον παντογνώστη αφηγητή.
Η Δανάη εκστασιασμένη από τη μέρα που ήρθαμε, με ένα τετράδιο κι ένα μολύβι στο χέρι, χαϊδεύει τα
Ναι, μου άρεσε πολύ όταν την πρωτοείδα, στο πάρτι του Αλέξανδρου, στην Εκάλη, ψηλή, λεπτή, μαύρα μαλλιά, πράσινα μάτια, μια ύπαρξη αιθέρια που κινούνταν στο χώρο μαγικά σαν την Τίγκερμπελ.
Αν δεν τη ρίξω στο κρεβάτι να μη με λένε Κωνσταντίνο-Ιωάννη, έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου, λες και μου λείπαν οι γκόμενες.
Και να ‘μαι τώρα εδώ, για τέσσερις μέρες, εγκλωβισμένος ανάμεσα σε κότες, μαϊντανούς, βλίτα και τσουκνίδες, να με περιτριγυρίζουν μύγες και μαμούνια, ν’ ακούω τον μαλλιά, να μιλά για εναρκτήριες προτάσεις, κύκλους που ανοιγοκλείνουν και κάποιον παντογνώστη αφηγητή.
Να τρώω άνοστα φαγητά, με την κομπρέσορ, την κάμπριο, παρκαρισμένη κάτω από κάτι ελιές κι όλα αυτά για ένα πήδημα που, έτσι όπως το βλέπω, δεν θα γίνει ποτέ. Για ψύλλου πήδημα.
Η Δανάη εκστασιασμένη από τη μέρα που ήρθαμε, με ένα τετράδιο κι ένα μολύβι στο χέρι, χαϊδεύει τα