Γεννημένη σε αιγαιοπελαγίτικες όχθες, από πολύ νωρίς
μπάρκαρε στα καράβια κι ανοίχτηκε σε κόσμους μακρινούς, στην Καρχηδόνα και στην
Αίγυπτο και στην παραμυθένια Αραβία. Φορτωμένη στα αμπάρια όργωνε τις θάλασσες
και τις αυτοκρατορίες.
Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Γενοβέζοι και Οθωμανοί την ταξιδέψανε
σε τόπους-σταθμούς του εμπορίου και του πολιτισμού. Αλεξάνδρεια, Δαμασκός,
Βαγδάτη, Βενετία, Φλωρεντία, Μασσαλία, Λονδίνο. Ξεφορτώθηκε σε λιμάνια και πήρε
το δρόμο της για τις κουζίνες, τις ποτοποιίες ή τα μπουντουάρ του κόσμου, μια
και οι ωραίες όλων των εποχών τη χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό έλαιο για το σώμα
τους και ως μέσο για μια σαγηνευτική αναπνοή. Όλα αυτά η μαστίχα: κάποιο δάκρυ,
κάποιου δέντρου, κάποιου νησιού ριγμένου σε μια γωνιά της Μεσογείου. Κατόρθωμα
έτσι;
Στη Χίο τα μαστιχοχώρια εκτείνονται στο νότιο μέρος του
νησιού. Τα σχίνα, αν και υπάρχουν παντού, δε «δακρύζουν» ούτε στη Χώρα του
νησιού ούτε στο βόρειο τμήμα του. Σπάνιο και ακριβό το ευωδιαστό αυτό «δάκρυ» κατά
το παρελθόν –λόγω της τιμής του- έγινε περισσότερο σύμβολο του τραπεζιού των
αρχόντων, της γιορτής και της αφθονίας των τόπων που κατακτούσε, παρά της
ντόπιας καθημερινής κουζίνας. Την είχαν στα «πολύτιμα» -όταν η μαστίχα χάριζε
το άρωμά της σε ένα ψωμί, ένα γλύκισμα, ένα μπισκότο, ακόμη κι ένα