Η μαστίχα ασκούσε πάντα μια μαγική αίσθηση επάνω μας. Θύμιζε
εκείνες τις νωχελικές γυναίκες στα χαρέμια, που ανακαλύπταμε στα διάφορα
λογοτεχνικά κείμενα να μασούν τα κεχριμπαρένια «δάκρυα» της μαστίχας για να
αρωματίζουν την αναπνοή τους, με το παράξενο, ελαφρά καπνιστό της άρωμα, που
αφήνει στο στόμα την επίγευση της χλωρής πευκοβελόνας…
…Αλλά και σε μετέπειτα εποχές, όταν δεν είχαν ακόμα
εφευρεθεί οι τσιχλόφουσκες, αλλά ούτε καν οι τσίχλες, οι γιαγιάδες μας μασάγανε
κι αυτές μαστίχα. Μην φανταστείτε κανένα επεξεργασμένο παρασκεύασμα. Τότε ακόμα
μασούσαν το ίδιο το κόμμι, στη φυσική του μορφή. Ήταν η ίδια σκληρή μαστίχα που
χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τσουρέκια, βασιλόπιτες ή να αρωματίσουν, κάποια
γλυκά τους. Την φύλαγαν στο ντουλάπι μαζί με τα υπόλοιπα μπαχαρικά τους κι όταν
ήθελαν «να αλλάξουν τη γεύση τους» μασούσαν αργά κι υπομονετικά το κιτρινωπό
και σχεδόν διάφανο ρετσίνι, που αποκαλούν «μαστίχα». Εξάλλου η πρώτη τσίχλα -μαστίχα κυκλοφόρησε,
μόλις μισόν αιώνα πριν, το 1958.
Παρότι η μαστίχα ήταν γνωστή -και για τις θεραπευτικές της
ιδιότητες- από την αρχαιότητα και αναφέρεται σε αρκετά αρχαία κείμενα, από τον
Ησίοδο και τον Ιπποκράτη μέχρι τον Πλίνιο και τον Διοσκουρίδη, πιθανολογείται ότι η εκμετάλλευση της
μαστίχας στη Χίο, ανάγεται στον 14ο αιώνα, εποχή που οι Ενετοί παρέδωσαν το
νησί στους Γενουάτες. Αυτοί
συστηματοποίησαν την εκμετάλλευση της ρητίνης του συγκεκριμένου μαστιχοφόρου
σχοίνου, που βοτανολογικά ονομάζεται