katarraktisvillage: Χριστουγεννιάτικη Ιστορία
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστουγεννιάτικη Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστουγεννιάτικη Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΜΟΥ ΤΡΑΜΠΟΥΚΑ Χριστουγεννιάτικο Αφήγημα

Κάθε χρόνο τις γιορτές το δώρο του θείου μου ήταν μια καινούρια τραμπούκα. Μουσικός βλέπεις ο ίδιος τι άλλο δώρο θα μου 'κανε για να με μπάσει στα κόλπα της μουσικής.

 Και γιατί κάθε χρόνο άλλη;

 Μα για τον απλούστατο λόγο πως μικρούλης καθώς ήμουνα, η τραμπούκα γλιστρούσε από τα άπειρα μικρά χέρια μου και γινόταν χίλια κομμάτια στο πάτωμα. Περιττό να πω το κλάμα που έκανα γιατί έχανα ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια μου, αλλά και από τις φωνές της μάνας μου, που έπρεπε γιορτιάτικα να μαζεύει τα σπασμένα μου.

Ναι! Πράγματι η τραμπούκα ήταν ένα από τα αγαπημένα μου. θες το σχήμα της, ο βαθύς και ήπιος ήχος της, που δεν έμοιαζε με τα τουμπανάκια και τα κουδούνια, η αίσθηση στα δάχτυλα και η επαφή με την φούσκα; Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να τη θέλω τόσο. Όσο μεγάλωνα, μεγάλωνε και η τραμπούκα του θείου. Μόλις την έφερνε, παραμονές Χριστουγέννων, της έβαζε ένα σχοινάκι εμπρός και μετρώντας τις διαστάσεις μου, το έδενε στο πίσω μέρος. Κι εγώ καμαρωτός και κορδωμένος, άρχιζα όλο χαρά να τραγου­δώ τα κάλαντα για να τον ευχαριστήσω. Εκείνος, χαρούμενος πως το δώρο του έπιασε τόπο, μου έδινε και μποναμά επί πλέον.

Σιγά - σιγά περνούσαν τα χρόνια και πήγα στο σχολείο. Ο αυθορμητι­σμός άρχισε να δίνει τη θέση του στη λογική. Ήμουν πολύ ντροπαλός και συ­νεσταλμένος, αλλά και πιο προσεκτικός. Δεν ξανάσπασα ποτέ πια τραμπούκα, παρά ένα μόνο μικρό κομμάτι στο πίσω μέρος και τη φούσκα που έμαθα να την αλλάζω μόνος μου. Κατέβαινα στη Χώρα, στα χασαπιά κι αγόραζα μια κα­λή φούσκα, χωρίς νεύρα και πετσιά. Αφού την έβρεχα σε χλιαρό νερό την τέντωνα πάνω στην τρύπα της τραμπούκας και την έδενα μ' ένα σπάγκο. Για καλύτερη ακουστική, το κούρδισμα γινόταν πάνω από τη σόμπα, τρίβοντας την απαλά με τις ψίχες των δακτύλων μέχρι να ακουστεί ο κατάλληλος ήχος.

Τις παραμονές ντυνόμαστε καλά και βγαίναμε δύο -δύο στην γειτονιά για τα κά­λαντα. Στην αρχή πηγαίναμε σε συγγενικά σπίτια για να ξεθαρρέψουμε και στη συνέχεια σε ξένα, χωρίς όμως να ξεμακραίνουμε και πολύ από το σπίτι. Όλοι οι φίλοι και οι συμμαθητές μου, καθώς περνούσαν τα χρόνια, προσπαθούσαν να με πείσουν να κατέβω μαζί τους την παραμονή στη Χώρα. Εκεί μάζευαν πολλά λεφτά από τα κα­ταστήματα. Έδιναν τάλιρα και δεκάρικα μερικές φορές. Όχι φραγκάκι φραγκάκι!!!

- Έλα μαζί μας κι εσύ που παίζεις ωραία τραμπούκα , μου λέγανε. Μα εγώ, τίποτα. Ντρεπόμουν.

Μια χρονιά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, θυμάμαι που ο καιρός ήταν γλυκός, συννεφιά μεν αλλά ούτε βροχή ούτε κρύο. Εκείνη τη φορά πήρα τη συγκατάθεση της μάνας μου και κατέβηκα μαζί με τους άλλους στη Χώρα με τα πόδια. Εκείνοι ήξεραν τα κατατόπια. Χωρι­στήκαμε σε ομάδες για να καλύψουμε όσο μεγαλύτερη περιοχή μπορούσαμε. Εγώ μαζί με το Λάμπρο πήραμε τα Μαυροπαπουτσίδικα μέχρι το Μπαλουκ-χανά.

Όμως τι ήταν ετούτο που μας έτυχε. Στο πρώτο μαγαζί που μπήκαμε και πριν καλά-καλά προλάβουμε να αρχίσουμε τα κάλαντα, ακούμε από πίσω μας μια στριγκλιά που έσπασε η χολή μας. Ένα κλαρίνο κι ένα ντέφι έπαιζαν τόσο δυνατά, που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας για να φύγουμε. Ευτυχώς! πριν αρχίσει καλά -καλά ο γύφτος, ο υπάλληλος τον σταμάτησε και αφού εκείνος μας εκτόπισε με τη χοντρή κοιλιά του, πέρασε στο ταμείο να πάρει τα χρήματα που του πρόσφερε ο καταστηματάρχης για να τον βγάλει από το κε­φάλι του. Έδωσε και σε μας κάτι χωρίς να τα πούμε.

Εντύπωση μου έκανε η φουκαριάρα η μαϊμού. Την έσερνε πίσω του αλυσοδεμένη και αυτή κοίταζε όλους με αδιάκριτη περιέργεια. Άραγε τι σχέση έχει η μαϊμού με τα Χριστούγεννα; Αναρωτήθηκα. Κρατούσε κι καθρεφτάκι κι ένα άδειο κραγιόν. Τότε πρόσεξα τα χείλια της που ήταν κατακόκκινα. Δεν άργησε ο γύφτος να κάνει το νούμερό του.

-Τι κάνει η Αλίκη Βουγιουκλάκη πριν βγει στο θέατρο; Την ρώτησε. Εκείνη του έριξε μια ματιά ως επιβεβαίωση της εντολής και άρχισε να τρίβει το τελειωμένο κραγιόν στο πρόσωπό της ενώ κοιταζόταν μέσα στο θαμπό και ραγισμένο καθρεφτάκι της. Γέλασα, αλλά κατά βάθος την λυπήθηκα. Τι τραβάει το ζωντανό… σκέφτηκα.

Βγαίνοντας πήραμε διαφορετική κατεύθυνση από το γύφτο για να μην ξαναβρεθούμε μαζί και πήραμε το επόμενο στενό. Εκεί, συναντήσαμε άλλο θέαμα. Ένας τσιριχτός ήχος που έβαινε μέσα από ένα τουλούμι. Κάποιος το ζουλούσε στη μασχάλη του κι αυτό έσκουζε. Ο άλλος χτυπούσε με μανία ένα τουμπί που είχε κρεμασμένο μπρος του. Πριν προλάβουμε να μπούμε στα μαγαζιά, χωνόταν αυτοί. Ωχ. Κατέβηκαν οι Αγιωργούσοι! Είπε κάποιος. Δυο μαντιλοδεμένοι με κεχριμπαρένιες μαντίλες, θαρρείς και κάποιος πριν τους έσπασε το κεφάλι, έπαιζαν τα κάλαντα με γκάιντες.

- Άηντες!!! είπα­με τότε κι οι δυο μας. Δεν πρόκειται να σταυρώσουμε φράγκο με όλους ετού­τους που βρέθηκαν στο δρόμο μας.

Μέχρι που πέσαμε πάνω σε ένα τσούρμο με προσκόπους. Μου άρεσαν οι πρόσκοποι με τα μεγάλα καπέλα, τις κονκάρδες και τα μαντηλάκια στο λαιμό. Έπαιζαν και ωραία τυμπανοκρουσία που με συνεπήρε και τους ακολουθήσαμε για λίγο μέχρι την Απλωταριά. Σαν σε παρέλαση!!

Αλλάξαμε πάλι σοκάκι, και τούτη τη φορά είμαστε πιο τυχεροί. Πέσαμε σε μια γειτονιά που πολλά απ’ τα σπίτια είχαν ένα κόκκινο φωτάκι στην εξώπορτα. Ρώτησα τον Λάμπρο αλλά δεν ήξερε γιατί τα είχαν. Ήταν ήσυχα. Μόνο πιτσιρικάδες και κάποιοι φαντάροι τριγύριζαν. Οι κυρίες με τα φανταχτερά φορέματα και τις πλεκτές μπέρτες, μας έδιναν αρκετά. Ένα γραμμόφωνο έπαιζε λαϊκά στο γωνιακό καφενείο. Παραφωνία μεν, ωραία δε. Τι να πεις. Ο κόσμος διασκεδάζει τέτοιες μέρες όπως μπορεί. Ε, κι ο θείος μου παίζει μπουζούκι στους «Τρεις μύλους», δεν λέει μόνο τα κάλαντα!!

Εκεί όμως που έπεφτε το πιο χοντρό μπαξίσι ήταν στα χασαπιά. Οι χασάπηδες ήταν πάντα ανοιχτοχέρηδες. Το φυσούσαν και ειδικά τέτοιες μέρες ο κόσμος άφηνε πολλά λεφτά για τα κρέατα. Αν και μου ερχόταν μια αναγούλα από την μυρωδιά του ωμού κρέατος, συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε στο νονό μου. Χασάπης κι αυτός, έχει χοντρό πορτοφόλι και βέβαια απολάμβανα πάντα πολύ καλά δώρα. Αφού του τα είπαμε και τα ξαναείπαμε για το συνεταίρο του, βγάζει ένα πενηντάρικο… πω πω. Ένα χάρτινο μπλε πενηντάρικο.

-Αυτά για την παρέα. Μου λέει. Και αυτό για σένα. Ανοίγω το χέρι μου και μου βάζει μέσα ένα τεράστιο ασημένιο νόμισμα. Άστραφτε!! Είχε γύρω γύρω χαραγμένους όλους τους βασιλιάδες και στη μέση την σημαία… Τριάντα δραχμαί!!! Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Το περιεργαζόμουν για ώρα μέχρι που ο Λάμπρος μου είπε να φεύγουμε. Φίλησα το χέρι του νονού, του ευχήθηκα και προχωρήσαμε προς τον Μπαλουκ-χανά.

Το Τζαμί γύρω γύρω το είχαν πάρει οι άλλοι αλλά ποιος μας ήξερε; Έτσι αποφασίσαμε να το πάρουμε μια γύρα κι εμείς. Μοσχομύριζαν τα μπαχάρια και τα αρώματα. Απέναντι τα μανάβικα διαλαλούσαν τα φρούτα και τα σαλατικά τους. Όμως αυτοί οι μανάβηδες, δεν ήταν σαν τους χασάπηδες. Μας έδιωχναν γιατί μπλέκαμε ανάμεσα στους πελάτες τους.



Φεύγοντας πέσαμε πάνω σε ένα καραβάκι. Ήταν ολόφωτο και στολισμένο με χρωματιστά σημαιάκια!! Οι καμινάδες κάπνιζαν σαν αληθινές. Τι όμορφο! Είχαν βάλει φωτιά στο καζανάκι και ο ατμός έκανε τη σφυρίχτρα να αντηχεί σε όλη την πλατεία. Χωρίς να το περιμένουμε, ο κανονιέρης έριξε και δυο κανονιές που μας έκανε να πεταχτούμε από τον ξαφνικό κρότο. «Την καλησπέρα έφερα με ένα διαμάντι φίλο. Με ρόδα και τριαντάφυλλά χρόνια πολλά να στείλω..» τόσα πολλά παινέματα.. που να τα θυμάσαι. «Σ αυτό το σπίτι που ‘θαμε τα ράφια είναι ξυλένια, του χρόνου σαν ξανάρθουμε να ναι μαλαματένια. Σ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει. Έχεις και γιο και μονογιό και κόρη, μονοκόρη. Καπετανάκι να το δεις σ’ ελληνικό βαπόρι…άντε να πα να φύγουμε κι η ώρα πλησιάζει και τ’ αστεράκια τ’ ουρανού ρίχνουν ψιλό τ’ αγιάζι…»

Με τούτα και με κείνα φτάσαμε στο σημείο συνάντησης με τους υπόλοιπους της παρέας. Βάλαμε όλα τα φράγκα μας μέσα σε ένα καπέλο και άρχισε η μοιρασιά. Άμα πήρα το μέκι μου, κατάλαβα πως πράγματι άξιζε τον κόπο . Διακόσιες πενήντα δραχμές μά­ζεψα, τότε. Χώρια το τριαντάρικο του νονού μου. Κι αμέσως πήγα να τα τοκίσω. Καθώς γύριζα 'στα μαγαζιά μου γυάλισαν δυο κουμπαράδες ο Χοντρός και ο Λιγνός. Είκοσι δραχμές ο ένας είχε. Τους πήρα δώρο στην αδελφή μου και σε μένα. Για την Πρωτοχρονιά.

Γρήγορα με την παρέα πήραμε το δρόμο για το σπίτι, ευχαριστημένοι και χαρούμενοι. Καθώς παίζαμε και χοροπηδούσαμε ανέμελα, σκοντάφτω και τσακ! Μια η τραμπούκα μου πάνω σ' ένα στύλο. Τότε ήταν που έσπασα το πίσω μέρος της. Παρ όλα τα καλά δεν ξανακατέβηκα στη Χώρα. Προτιμούσα τη ήσυχη γειτονιά μας με τους γνωστούς και τους συγγενείς που έδιναν λιγό­τερα λεφτά αλλά πιο πολύ Χαμόγελο.

Του Μπάμπη Κοιλιάρη




Υ.Γ Η «Τραμπούκα» είναι το Χιώτικο πήλινο μουσικό όργανο, το οποίο παραδοσιακά συνοδεύει τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Share:

Τα Χριστούγεννα της μικρής Φανής: Χριστουγεννιάτικη Ιστορία Ν6

Τα Χριστούγεννα...

Ήμουν μικρή πολύ μικρή...

Η οικογένεια μου καθόλου ευκατάστατη μιας και η μητέρα μου δεν δούλευε, ο μπαμπάς ήταν ως επί το πλείστον παρτακιας και δεν έδινε δεκάρα για το αν αυτά τα λίγα που έδινε στην μητέρα μου έφταναν για να ταΐσει και τα 3 τους παιδιά...

Πήγαινα σχόλιο τότε θυμάμαι 1η Δημοτικού...

Είχαμε μιλήσει με τα παιδιά της τάξης τι γράμμα θα γράψουμε στον Άγιο Βασίλη και τι θα ζητήσουμε για δώρο...

Όλα τα παιδιά έλεγαν με χαρά τι ήθελαν και τι θα ζητήσουν...

Έρχεται η σειρά μου ..

Εσύ Φανή τι δώρο θα ζητήσεις φέτος?? 

Ήμουν σκεπτική...δεν ήξερα τι να απαντήσω...

Σκέφτομαι λίγο και με μια τρεμάμενη φωνή λέω.

Θα ζητούσα από τον Άγιο Βασίλη να φέρει πίσω τον αδερφό μου που μου πήρε ο θεούλης.. 

Όλα τα γέλια σταμάτησαν και η δασκάλα άλλαξε θέμα..

Πήγα σπίτι και ήταν μακρύς ο δρόμος. 

Σκεφτόμουν όλα αυτά τα δώρα που θα πάει ο Άγιος Βασίλης και αν θα μπορούσε να εκπληρώσει και το δικό...

Μόλις φτάνω στο σπίτι βλέπω τον μπαμπά μου ... Του λέω μπαμπά μπαμπά ήξερες ότι υπάρχει ο Άγιος Βασίλης και ότι κάνει δώρο στα παιδάκια? 

Τι λες μου λέει ποιος τα λέει αυτά? 

Στο σχολείο μπαμπά τα παιδιά και η δασκάλα μου το είπαν..

Θέλω να γράψω γράμμα μπαμπά και να το στείλεις στον Άγιο Βασίλη γιατί εγώ είμαι μικρή και δεν μπορώ...

Και τι δώρο θέλεις να ζητήσεις; Θέλω να ζητήσω να φέρει πίσω τον αδερφό μου μπαμπά που μας πήρε ο θεούλης..

Δεν έπαιξα μπαμπά μαζί του και θέλω να παίξω και να τον δω να γελάει και να πηγαίνουμε μαζί σχολείο! 

Είχα όλη την χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου και το έλεγα και το εννοούσα... ήθελα πραγματικά αυτό το όνειρο μου να γίνει πραγματικότητα...

- εντάξει εντάξει κάτι άλλο θέλεις γιατί αυτό δεν γίνεται??? 

- Μπαμπά θέλω Ναι... 

- λεγε 

- Μπαμπά θέλω ο Άγιος Βασίλης να σε κάνει πιο καλό μπαμπά για εμάς και για την μαμά μου ...

Θέλω να σε κάνει να σταματήσεις να πίνεις και να μας χτυπάς. Θέλω να σε κάνει να μας αγκαλιάζεις λιγάκι και να παίζεις μαζί μας ... 

Εκεί ήταν που εξοργίζεται και φεύγει... 

Φεύγει χτυπώντας την πόρτα δυνατά αγνοώντας και ξεχνώντας ότι και αν του είπα...

Έτρεξα στην μαμά μου κλαίγοντας και προσπαθώντας να της εξηγήσω τι ακριβώς έγινε...

- έλα παιδί μου ηρέμησε θα σε βοηθήσω να γράψεις το γράμμα απλά να ξέρεις ότι ο Άγιος Βασίλης δεν προλαβαίνει πάντα να πηγαίνει σε όλα τα σπίτια και να ικανοποιεί όλες τις ευχές και να δώσει όλα τα δώρα...

Σ'αγαπώ μαμά... Σ'αγαπώ πολύ και αγαπώ μόνο εσένα τον αδερφό μου και τον μεγάλο αδερφό μαμά τον αγαπώ και ας έφυγε χωρίς να παίξουμε...

Γράφουμε το γράμμα με την μαμά μου και όσο τις έλεγα τι ήθελα να μου φέρει ο Άγιος Βασίλης εκείνη δεν σταμάτησε να δακρύζει πάνω από το γράμμα..

- Μαμά σε παρακαλώ μην κλαις δεν θέλω να κλαις μουτζουρωνεις το χαρτί και δεν θα μπορεί ο Άγιος Βασίλης να διαβάσει τα δώρα μου και δεν θα τα φέρει...

Με κοιτάζει μέσα στα μάτια μου και με παίρνει μια αγκαλιά... ήταν μια αγκαλιά διαφορετική από κάθε φορά.. Νόμιζες ότι θα σου έσπαγε όλα τα κόκαλα και ταυτόχρονα ήταν τόσο ζέστη η αγκαλιά της καυτή θα έλεγα... Καυτά ήταν και τα δάκρυα της όμως που άγγιζαν το μάγουλο μου ...

Με πήγε στο μπάνιο με έλουσε με έντυσε πλυναμε δόντια και με πήγε στο κρεβάτι μου ... είχε καιρό να το κάνει αυτό η μαμά μου ...

Με σκεπάζει και μου λέει..

- Αύριο θα πάμε να στείλουμε το γράμμα σου στον Άγιο Βασίλη εντάξει?

- Ναι μαμά σε ευχαριστώ καληνύχτα Ξημέρωσε... δεν θυμάμαι να κοιμήθηκα καλά... ανυπομονούσα να ξημερώσει να στείλω το γράμμα στον Άγιο Βασίλη...

Σηκώνομαι πλένω δόντια ντύνομαι διπλώνω τα ρούχα μου και πάω να βρω την μαμά μου να της πω να ετοιμαστεί να φύγουμε...

Έτοιμη ήταν και εκείνη με ένα πλατύ χαμόγελο. Σπάνια την έβλεπα να χαμογελάει... δεν το καταλάβαινα τότε αλλά ήταν λογικό αφού είχε λίγο καιρό που είχε χάσει τον γιο της ...

Την ώρα που πάμε να φύγουμε ανοίγουμε την πόρτα και τι να δούμε..

Ο μπαμπάς μου... μας περίμενε στην πόρτα...

- που πάτε 

- Μπαμπά πάμε να στείλ....

Με σταματάει η μαμά μου και του λέει 

- πάμε σούπερ μάρκετ να πάρουμε κάποια πράγματα...

Ο μπαμπάς το κατάλαβε όμως ότι η μαμά είπε ψέματα... 

Και της άνοιξε την τσάντα.. βρήκε το γράμμα και το σκίζει φωνάζοντας πως 

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ...

Νευρίασα φώναξα και πήγα στο δωμάτιο μου κλαίγοντας...

Ήρθε η μαμά μου από πίσω...

- μην αγχώνεσαι αγάπη μου ο Άγιος Βασίλης ξέρει τι δώρο θέλεις και επειδή είσαι πολύ καλό παιδάκι δεν θα σε αφήσει έτσι...

- Μαμά πως το ξέρει αφού ο μπαμπάς έσκισε το γράμμα. 

- ήρθε εχθές το βράδυ ένα ξωτικό και διάβασε το γράμμα σου και σίγουρα θα το πει στον Άγιο Βασίλη...

Δεν θέλω να στεναχωριέσαι όμως γιατί σου είπα ότι δεν προλαβαίνει πάντα να πηγαίνει δώρα σε όλα τα παιδιά... 

Ήρθαν τα Χριστούγεννα...

Δεν έκλεισα μάτι.. περίμενα πίσω από την πόρτα του δωματίου μου να δω πότε θα έρθει ο Άγιος Βασίλης με τον αδερφό μου μέχρι που αποκοιμήθηκα... 

Ξημέρωσε.. ξύπνησα...

Και έτρεξα σε όλα τα δωμάτια ψάχνοντας για τον αδερφό μου αλλά....

Δεν ήταν πουθενά... δεν ήρθε... 

Ο Άγιος Βασίλης δεν μπόρεσε να τον φέρει.. δεν πρόλαβε...

Έκλαψα, έκλαψα πολύ όμως ήμουν εντάξει με αυτό... 

Τουλάχιστον θα πήραν δώρο τα υπόλοιπα παιδιά και αυτό με έκανε χαρούμενη και ταυτόχρονα λυπημένη που δεν μπόρεσα να πάρω και εγώ το δώρο μου ...

Φένη Μιχαήλ
  


Υ.Γ Μην ξεχνάτε να κάνετε like στην σελίδα μας και να κοινοποιήσετε το άρθρο ε!!
Share:

Ο γερό ζωγράφος των Χριστουγέννων και τα δυο καλικατζαρακια.

 ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας γέρος  ζωγράφος που είχε πρόβλημα υγείας τόσο  στα χέρια όσο και στην όραση του..

Ήταν πολύ μεγάλος σε  ηλικία. Και επειδή δεν μπορούσε να ζωγραφίσει, έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. Έτσι δεν τού 'μεινε πια τίποτα παρά μονάχα ένας καμβάς, κάτι ξερά πινέλα και λίγα χρώματα .

Ήταν σε απόγνωση... Κάθισε λοιπόν όλο το βράδυ, έψαξε τα υλικά του, τα ξεκαθάρισε. Ήθελε το πρωί  να ξυπνήσει  και να ζωγραφίσει παρόλο την άσχημη υγεία του. Δεν  πήγαινε άλλο η φτώχεια του!

Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει χρήματα, για να γεμίσει το ψυγείο του, να πάρει ξύλα για το τζάκι. Ο χειμώνας είχε φτάσει για τα καλά.

Έπεσε  στο κρεβάτι του να κοιμηθεί σκεπτικός... Λίγο πριν κοιμηθεί έκανε μια ευχή… να γίνει ένα θαύμα...ότι και να ήταν αυτό...

Την άλλη μέρα, αφού ξύπνησε, έπλυνε το πρόσωπο του και  ετοιμάστηκε να καθίσει στο καβαλέτο του. Ίσως μπορούσε παρά τον πόνο που είχε στα χέρια να ζωγραφίσει .

Τι να δει όμως; Ο  πίνακας  ήταν έτοιμος, ζωγραφισμένος και στολισμένος πάνω στο καβαλέτο του! Το πήρε στα χέρια του για να το δει από κοντά. Ήθελε να δει προσεκτικά, τι είχε πάνω.  Είδε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο τοποθετημένο  δίπλα σε ένα αναμμένο τζάκι . Το δέντρο ήταν  πολύ όμορφα στολισμένο, με λαμπάκια που ήταν αστραφτερά, ένα αστέρι στην κορυφή , λες και τα 'χε ζωγραφίσει ο πιο γνωστός ζωγράφος του κόσμου.

Με κάποιον μαγικό τρόπο το έμαθαν όλοι στην γειτονιά και ξεκίνησαν τα τηλέφωνα και οι παραγγελίες. Όλοι  ήθελαν έναν πίνακα από αυτόν τον ζωγράφο με θέμα τα Χριστούγεννα.

Μάλιστα ένας γνωστός συλλέκτης έργων τέχνης ήθελε κι εκείνος ένα έργο δικό του, ένα χριστουγεννιάτικο πίνακα. Θα πλήρωνε όσο όσο για να το αγοράσει..

Έτσι λοιπόν ο ζωγράφος πουλώντας εκείνον τον μαγικό πίνακα, που βρέθηκε μπροστά του, έβγαλε τα πρώτα του χρήματα… Έτρεξε λοιπόν και αγόρασε τα απαραίτητα  υλικά και τις μπογιές, για να ετοιμάσει τις παραγγελίες που του είχαν ζητήσει.

Αγόρασε πολλούς καμβάδες  για να ξεκινήσει πάλι να κάνει ότι αγαπούσε περισσότερο.

Γέμισε με δύναμη και όρεξη για δουλειά αλλά και με αισιοδοξία!!!

Όλη μέρα και όλη νύχτα ζωγράφιζε, σταμάτησαν να πονάνε τα χέρια του και άρχισε να βλέπει καθαρά!!! Μαγικό! Σκέφτηκε ότι ήρθε το θαύμα που περίμενε!!

Βιαζόταν πολύ...ήθελε να  τελειώσει, να τα 'χει έτοιμα τις γιορτές , για να μπορεί να τα πουλήσει.

Δεν χρειάστηκε: όταν ξύπνησε, βρήκε πάλι πίνακες έτοιμους. Οι πελάτες δεν άργησαν να 'ρθουν.  Άρχισαν απανωτά τα τηλέφωνα  κι αυτή τη φορά ο ζωγράφος  πήρε αρκετά χρήματα και αγόρασε ακόμα πιο πολλά υλικά, πινέλα και καμβάδες.

Την άλλη μέρα  βρήκε πάλι τους πίνακες έτοιμους. Το ίδιο έγινε και την επόμενη και την επόμενη: όσα υλικά και πίνακες έβγαζε αποβραδίς, τους έβρισκε  έτοιμους την άλλη μέρα.  Ώσπου έγινε πλούσιος. Μπορούσε πια να αγοράσει ότι επιθυμούσε...

Αγόρασε και για άλλους ανθρώπους πράγματα, που είχαν οικονομικά προβλήματα...

Ένα βράδυ, λίγο πριν απ ' τα Χριστούγεννα, την ώρα που τέλειωσε την ζωγραφική  του κι ετοιμάστηκε να πάει για ύπνο, είπε στη γυναίκα του: «Τι θα 'λεγες να μείνουμε ξύπνιοι αυτή τη νύχτα, να δούμε ποιος κάνει όλη αυτή τη δουλειά για να μπορώ να ξεκουράζομαι, αφού είμαι μεγάλος σε ηλικία;; θέλω να τον ευχαριστήσω! 

Η γυναίκα του συμφώνησε ,άναψε ένα μικρό πορτατίφ  για να βλέπουν στο σκοτάδι, αφού  τα φώτα ήταν κλειστά μέσα στο δωμάτιο και κρύφτηκαν πίσω από την πόρτα του δωματίου ,όπου ήταν εκεί  το εργαστήριο του..

Κράτησαν τα μάτια τους ανοιχτά,  για να μην κοιμηθούν και την ανάσα τους, για να μην τους ακούσουν!!

Όταν πήγε 12 τα μεσάνυχτα, ξαφνικά εμφανίστηκαν δυο μικρούλια χωρίς ρούχα καλικαντζαράκια, κάθισαν στο καβαλέτο του ζωγράφου, πήραν χρώματα και πινέλα κι άρχισαν να ζωγραφίζουν τόσο γρήγορα κι επιδέξια με τα μικροσκοπικά τους δαχτυλάκια. που ο ζωγράφος έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα απ’ την κατάπληξη και το θαυμασμό.

Τα δυο καλικαντζαράκια δεν σταμάτησαν, ώσπου τελείωσαν  όλα τα υλικά . Όταν τελείωσαν έδωσαν ένα σάλτο κι έφυγαν από το παράθυρο , όπως είχαν έρθει.

Την άλλη μέρα το πρωί η γυναίκα είπε στον ζωγράφο: «Τα δυο καλικαντζαράκια μάς έκαναν πλούσιους. Πρέπει να τους δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας. Έτσι  χωρίς ρούχα που τριγυρνάνε, θα κρυώσουν..είναι και τόσο αδυνατούλια...Έχω μια ιδέα: Θα τους ράψω και θα τους ζωγραφίσεις πάνω στα μπλουζάκια όμορφα χριστουγεννιάτικα σχέδια. Θα  τους δώσουμε  παντελονάκια και γιλεκάκια και θα τους πλέξω κι από ένα ζευγάρι ριγέ καλτσούλες.  Θα  βρούμε και όμορφα παπουτσάκια.  Τρέξε γρήγορα σε ένα ζαχαροπλαστείο να τους πάρεις καλούδια...Όπως ζαχαρωτά και χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα..

Ο ζωγράφος  δεν περίμενε να του το πει δεύτερη φορά. Έφυγε τρέχοντας να πάει να τα ψωνίσει  και ως το βράδυ είχαν τελειώσει ότι είχαν βάλει στο μυαλό τους.

Εκείνη την νύχτα αντί ν' αφήσει στο καβαλέτο  του καμβάδες, χρώματα και πινέλα , όπως πάντα, τον στόλισαν με τα δωράκια τους  και με τα γλυκίσματα.

 

Ύστερα κρύφτηκαν, να δουν τι θα γίνει.

Στις 12 τα μεσάνυχτα ήρθαν πάλι τα δυο καλικαντζαράκια κι ετοιμάστηκαν για να ζωγραφίσουν. Αλλά υλικά δεν βρήκαν. Έψαξαν από δω..έψαξαν από κει ...και τα μάτια τους έλαμψαν από χαρά,  όταν είδαν τα σακουλάκια με τα γλυκά αλλά και  τα μικροσκοπικά ρουχαλάκια, τις κάλτσες και τα παπουτσάκια.

Απόρησαν στην αρχή, έπειτα όμως δεν ήξεραν τι να κάνουν απ’ τη χαρά τους. Ήταν όλα τόσο όμορφα . Χορεύοντας και γελώντας ντύθηκαν, κι όλο καμάρι πηδούσαν και τραγουδούσαν τα κάλαντα και ότι άλλο χριστουγεννιάτικο τραγούδι ήξεραν!!!

Στριφογύριζαν στο εργαστήριο με χάρη και καμάρι, πηδούσαν πάνω στις καρέκλες και στα τραπέζια, σκαρφάλωναν στο καβαλέτο και έπαιζαν με τα πινέλα με κέφι και χαρά σκορπίζοντας παντού χρώματα και τρώγοντας τα γλυκά .

Στο τέλος έφυγαν με πασαλειμμένη από άχνη ζάχαρη τα πρόσωπα τους και χορεύοντας πάντα, βγήκαν απ’ την πόρτα παίζοντας κουραμπιεδοπόλεμο στον δρόμο και δεν ξαναγύρισαν πίσω ποτέ πια.

Ο γέρος ζωγράφος έμεινε στην ιστορία ως ο ζωγράφος  των Χριστουγέννων και μαζί με την γυναίκα του ζήσανε αυτοί  καλά κι εμείς καλύτερα!

Καλά Χριστούγεννα!

 Από την φίλη μας Ειρήνη Ανδρούτσου  εικαστικό και αρθρογράφο στο bestnews  (ένα παραμύθι, το οποίο  είναι  διασκευή από το κλασικό παραμύθι τα καλικατζαράκια)

Υ.Γ Μην ξεχνάτε να κάνετε like στην σελίδα μας και να κοινοποιήσετε το άρθρο ε!!

Share:

Τα Χριστούγεννα τση Φραζεσκίνας, Φολέγανδρος 1950: Κατερίνα Μαρινάκη

Απάνω Μεριά Φολεγάνδρου, δεκαετία 1950, παραμονές Χριστουγέννω. 

Η νεαρή Φραζεσκίνα είχενε μεγάλη χαρά που ηκοντεύγανε κι εφέτι τα Χριστούγεννα κι ας είχανε ποσό δουλειές, που ήπρεπενε να γίνουνε μέχρι την ημέρα του Χριστού. Ματζί με τη μάνα της, την κερα-Κατερίνα, εν καταλαγιούνε καθόλου, είν’ και μεγάλο το σπίτι βλέπεις, στον Ελεήμονα, στο κέντρο του χωριού κι ήπρεπενε να ‘ναι όλντα όπως πρέπει.

 Οι καθαριότητες ξεκινούνε από το Σαραντάμερο, έχουνε να καθαρίσουνε και να γαλαχτίσουνε τα χαμηλντά του σπιτιού και τσι γύροι, που λερώνουνται με τσι σκούπες και τα σκουπίσματα και γαλαχτίντζουνται όλντη την ώρα, γιατί το καλό γαλάχτισμα, μέσα κι όξω σι αυλές και σι θεμωνιές γίνεται για το Πάσκα, που μπαίνει κι η εικόνα τση Παναγιάς σ’ όλντα τα σπίτια. Εν ήτανε όμως μόνου τα του νοικοκεριού, είχανε και τσ’ αγροτικές δουλειές. Ακόμα καλά-καλά εν είχανε τελειώσει με τσ’ ελκιές και πολλές φορές ησυνεχίντζανε και μετά τσι γιορτές.

 Ο πατέρας ση, ο μπαρμπα-Τζαννάκης, είχενε και τα τζευγάρια, αλλά και τσι γέννες τω τζωντανώ. Τα τζα που ηγεννούσανε ήπρεπενε να ‘χουνε πάει σε χωράφι που να’ χει και γκέλες, για να μπούνε τα μικρά ριφάκια και τ’ αρνάκια και ήπρεπενε να πηαίνει δυο φορές την ημέρα, πρωί-βράδυ, ο πατέρας ή ο αδερφός ση για να τα ταΐσουνε, αλλκιώς μοναχά τονε δεν ημπορούσανε να βυζάξουνε από τη μάνα τονε και θα ψοφούσανε.

Την προπαραμονή τω Χριστουγέννω σφάντζουνε το χοίρο τονε, που τονε ταΐντζανε όλντο το χρόνο με τα ποφάγια του σπιτιού και πίτερα. Μεγάλο πανηγύρι ετούτο δα, γλέντι σωστό, η Φραζεσκίνα το περίμενενε πώς και πώς. Από τα χαράματα εκείνη την ημέρα τηνε ξυπνούσανε κάθε χρόνο οι φωνές τω χοίρω.

 Μαντζεύγουντε και σφάντζουνε όλντοι μαντζί με τσι θείοι τση, τα αδέρφκια του πατέρα τση και όλντο το τραβάγιο γίνεται στο λιοτρίβι τονε, το οικογενειακό, από τον πάππου τση. Εκεί δα μέσα, λοιπό, έχουνε όλντες τσι βολές, σφάντζουνε ένα-ένα τσι χοίροι, ένα κάθε φαμίλιας, βράντζουνε νερά στα καζάνια, γεμίντζουνε τσι γάστρες του λιοτριβιού και μαδούνε τα σφαχτά. Ήτανε μαντζεμένες οι ξαδέρφες και οι θείες και με χαρές και γέλια πολεμούνε όλντες μαντζί τ’ άντερα, να καθαριστούνε και να πλυθούνε. Το βράδυ, όλντοι μαντζί πάλι τρώνε και πίνουνε, όσοι νηστεύγουνε τρώνε σαρακοστιανά, αλλά όσοι πασκάντζουνε τρώνε τηανιτό το συκώτι του χοίρου και πίνουνε ντόπιο κρασί. Μετά τη νηστεία του Σαρανταμέρου τονε φαίνεται λουκούμι, αλλά και όλντα τα υπόλοιπα που τοιμάντζουνε οι νοικοκερές με το χοιρνό, όλντα ένα κι ένα είναι!

 Την παραμονή ήπρεπενε να κοπεί ο χοίρος, που τον είχανε φήκει κρεμασμένο να στραγγίσει όλντο το αίμα του. Η Φραζεσκίνα τη χαρά τση, γιατί ήπρεπενε να γυρνά όλντη μέρα από σπίτι σε σπίτι να πηαίνει κρέατα για πεσκέσι σε γιαγιάδες, νονές, στο δάσκαλο του χωριού, αλλά και σι φτωχοί, που εν είχανε δικό τονε χοιρνό.

 Το βράδυ, πριν το σκοτείνιασμα, ήπρεπενε να μπανιαριστούνε και να κοιμηθούνε νωρίς, γιατί κατά τσι τρεις το ξημέρωμα ηθα σηκωθούνε για να πάνε στη λουτρουγιά τω Χριστουγέννω, που κοινωνούνε κιόλας κάθε χρόνο. Παίρνουνε μαντζί τονε και μιαν εικόνα από το εικονοστάσι τονε και τηνε φήνουνε μέχρι την Πρωτοχρονιά στην εκκλησιά, να λουτρουγηθεί κι αυτή και να γυρίσει αγιασμένη στο σπίτι. Αυτή θα κάμει το ποδαρικό, θα τηνε βάλουνε μπροστινή μέσα κι από πίσω όλντοι οι επιδέλοιποι του σπιτιού και τηνε γυρνούνε σ’ όλντα τα δωμάτια, για να ‘χουνε καλή κι αγιασμένη χρονιά.


Ανήμερα τω Χριστουγέννω, με το γύρισμα από την εκκλησιά τα ξημερώματα, τρώνε το βραστό σούπα, με φιδέ δικό τονε, σπιτικό. Βράντζουνε τα κόκκαλα του χοιρνού, που τα ψαχνά του τα βαστούνε για τσ’ άλλες ετοιμασίες. Και τι δεν πολεμούνε! Σύγλινα, λουκάνικα, ντζηλαδιά, χαράματα, ματιές, τίοτις δε φήνουνε να πάει του κάκου. Και πρέπει να βιαστούνε, να τηανίσουνε και λίο συκώτι για το μεσημέρι, που θα ποφάνε και το βραστό και να τοιμαστούνε να πάνε τ’ απόγεμα και στην Παναγιά στο Νησί, που γιορτάντζει. 

Τ’ άντερα του χοίρου τα κάνουνε λιαστά και τα τρώνε τηανητά μ’ αυγά, ακόμα και το αίμα που τρέχει από το λνταιμό του, μετά το σφάξιμο, το μαντζεύγουνε σε μια λεκάνη, αυτό πήτζει σε λιγάκι, το τηανίντζουνε κι είναι σα συκώτι τηανητό. Μα και τη φούσκα του τηνε φουσκώνουνε και την κάνουνε μπάλα, για να παίντζουνε τα παιδιά, που τι παιχνίδια άλλντα να ‘χανε; 

H Φραζεσκίνα σκέβγεται τη χαρά του αδερφού τση, για κάτι τέτοιοι μποναμάδες και γελά μοναχιά! Η μέρα του Χριστού, λοιπό, είναι από τσι πιο δύσκολες, πρέπει να γίνουνε όλντα για να μη χαλάσουνε, τρίτη μέρα πια που ο χοίρος έχει σφαχτεί.  Για τα σύγλινα μάνα και κόρη κόβγουνε το χοιρνό μικρά κομματάκια, τα βάνουνε μες στο χαρανί, τα αλατίντζουνε, τονε ρίχτουνε πιπέρι και τ’ άλλντα μπαχαρικά και τα φήνουνε να μαερευτούνε καλά, να τηανιστούνε μες στη γλίνα τονε. Φκιάχνουνε ποσά, γιατί τα βαστούνε μέχρι τα τέλη τσ’ Αποκριάς και τα τρώνε μαζί μ’ ένα σωρό φαγιά για ξενόστισμα. 

Τα θες τηανητά μ’ αυγά, τα θες σάρτσα τω μακαρονιώ, με μπελτέδες που ηφκιάχνανε ποσά το καλοκαίρι ή τα θες -το αγαπημένο τση Φραζεσκίνας- με πατάτες τηανητές και χόρτα βραστά, ραδίκια, γαλατσίδες, τσόχοι, αλιβάρβαροι, ό,τι ηβρίσκανε, με μπόλικο λεμόνι και ψωμί ψημένο στη φουφού. Άμα, λοιπό, τοιμαστούνε όλντα τα σύγλινα τα βάνουνε σε βάντζα, ρίχτουνε κι άλλντα μπαχαρικά, πιπέρι, μπαχάρι και κανέλντα κοπανισμένη και τα φήνουνε να πήξει η γλίνα τονε κι έτσι δα να μη χαλούνε. 

Απ’ όλντες τσι διαδικασίες του χοιρνού τση Φραζεσκίνας τση ρέσει πιο πολύ να βλέπει πώς κόβγει η μάνα τση το γκιμά, για λουκάνικα, για γιουβαρλάκια ή για κεφτέδες. Εκείνοι οι κεφτέδες! Τραγανοί-τραγανοί και καλοτηανισμένοι, λες και τση φωνάντζανε σκεπασμένοι μες στη λεκάνη κι όλο ήρπανε κι από κανένα στα κρυφά! Η μάνα τση τσ’ ήβανενε μέσα στη γκάμαρή τση, σε μέρος δροσερό, αν και με τέτοιο μπανιγιέρι όλντα μέσα στο σπίτι ηκουνιούντανε! 

Πού να βρεθεί η τζέστη; Τα γιουβαρλάκια ήπρεπενε να τα μαερέψουνε κι εκείνα γλήορα, να μη βρωμέσει ο κιμάς, κι ήπρεπενε και να τα φάνε μέσα σε μια δυο μέρες, γιατί ε βαστούνε τέτοια φαγιά για πολντύ, είναι πίντζηλα, όσο κρύο κι αν ήκανενε. Για να κόψει, λοιπό, το γκιμά που ηλέαμε, η κερά-Κατερίνα παίρνει δυο μαχαίρια καλοκονισμένα και πάνω στο πλαστήρι τση κόβγει το κρέας ψιλό-ψιλό, όσο πιο μικρά κομματάκια μπορεί, δουλεύγοντας τα μαχαίρια παράλληλα και αντίθετα το ένα από τ’ άλλντο, το ένα δεξιά, τ’ άλλντο αριστερά. 

Για να κάμει τα λουκάνικα βάνει σε μια μεγάλη λεκάνη το γκιμά, ρίχτει μέσα λίο κρασί, γλυκάδι, αλάτι και κοπανισμένα μπαχαρικά, τ’ ανακατεύγει καλά και γεμίντζει τ’ άντερα του χοίρου με μια μικρή πύργια, με φαρδύ στόμα. Τα δένει με σπάγγο κάθε μιαν απιθαμή, για να ξεχωρίντζουνε τα λουκάνικα και μετά η Φραζεσκίνα τηνε βοηθά, τα περνούνε σε καλάμι και τα κρεμνούνε στον ήλιο για να τρέξουνε τα τζουμιά τονε και να στεγνώσουνε. 

Τα επιδέλοιπα άντερα και τη γκοιλιά του χοίρου τα γεμίντζουνε με ρύντζι, κρομμύδι, κουδούμεντο, κοπανισμένα μπαχαρικά και σταφίδες και τα κάνουνε ματιές, που τσι βράντζουνε κι ύστερις τσι τηανίντζουνε με γλίνα. Φαΐ τρέλντα, που τελευταία φορά το τρώανε πια στα τέλη τσ’Αποκριάς. Κάτω-κάτω στο τσικάλι, που τα βάνουνε με αλάτι για να μη χαλάσουνε -κι η τελευταία που βγαίνει κάθε χρόνο-, είναι η κοιλιά του χοίρου.

Κάνουνε και τη ντζηλαδιά, βράντζουνε τη γκεφαλή του χοίρου και μετά τηνε ξεψαχνίντζουνε και μοιράντζουνε τα ψαχνά τση σε κουπάκια γάστρινα κι εμαγιέ. Αποπάνω τονε ρίχτουνε, να τα σκεπάσει καλά, το τζήλο, το τζουμί που ήβρασενε η κεφαλή με μπόλικα μυρωδικά, γλυκάδι και λεμονάκι, αλλά και μπόλικια τζαφορά, για να του δώκει ωραίο κίτρινο χρώμα. Το πιο καλό κομμάτι τσι ντζηλαδιάς, που ηκυνήανε πάντα η Φραζεσκίνα, ήτανε τ’ αυτί του χοίρου, τραγανό-τραγανό και νόστιμο!

Πολντύ νόστιμα είναι και τα χαράματα, που γίνουνται με μεγάλα κομμάτια από το πετσί του χοίρου με όλντο του το λίπος και λία μόνου ψαχνά απάνω του. Τα χαράντζουνε και τα βάνουνε σε κουρούπια, στρώσες-στρώσες με χοντρό αλάτι, που το μαντζεύγουνε το καλοκαίρι από τσ’ αλατσαριές και βαστούνε κει δα μέσα ως το Πάσκα. Κάτω-κάτω στο κουρούπι βάνουνε την ουρά του χοίρου. 

Άμα θένε να τα μαερέψουνε τα βάνουνε αποβραδίς στο νερό να ξαρμυρίσουνε και τα τηανίντζουνε με κρομμύδια ή άλλντη φορά πάλι τα κάνουνε γιαχνί με πατάτες ή με πιλάφι ή με μακαρόνια ματσάτα. Το καλό τση όμως τση Φραζεσκίνας είναι άμα περνούν το χάραμα στη σούβλα και το ψήνουνε πάνω στα κάρβουνα τση παροστριάς. Λειώνει τσιδά το πολντύ  πάχος του και γίνεται λουκούμι.

Μέρες πολεμούνε με τα χοιρνά και εν τελεύγουνε! Κάνουνε και γλίνα για να νοστιμίντζουνε τα φαγιά και τα γλυκά -βουτύρατα άλλντα βλέπεις εν είχανε-, αλλά τηνε τρώνε και στο ψωμί τονε, κάνουνε τσιαρίδες -τα ψιλά κομμάτια του τηανισμένου πάχους που πομένουνε μες στο τηάνι, άμα πάρουνε τη γλίνα-, ακόμα και χοιρομέρια καπνιστά κάνουνε, που τα πηαίνουνε στη θάλασσα ύστερις να τα πλύνουνε να τονε φει η κάπνα.

Εκεί όμως που η Φραζεσκίνα παίρνει το πάνω χέρι στην κουζίνα είναι τα γλυκά. Βέβαια, για τα Χριστούγεννα με τσι τόσες δουλειές, εν ηπρολάβενενε κανείς να κάμει πολλντά πράματα, αλλά για την Πρωτοχρονιά πολεμά μέχρι την παραμονή. Και τι εν κάνει. Μπουρεκάκια, μακαρόνες, ξεροτήανα, κουλντούρες με πολλντά σκέδια και στρινάκια, που τα δίνουνε πεσκέσι σι μικροί, μέρες που ‘ναι. 

Για τα μπουρεκάκια η Φραζεσκίνα ανεί φύλλντο ψιλό-ψιλό, το κόβγει στρογγυλό με τροχουδάκι και μ’ ένα μεγάλο ποτήρι ή πιατάκι για οδηγό, γεμίντζει το δισκάκι με καρύδια, αμύγδαλα, μυρωδικά και μέλι, τα κλείνει και τα κολλντά καλά να μην ανοίουνε. Άμα ψηθούνε τονε βάνει απόξω ζάχαρη κοπανισμένη. 

Για τσι μακαρόνες πάλι κάνει μια τζύμη σαν τα μελομακάρονα, τηνε δουλεύγει να γίνει σαν κορδόνι, τηνε κόβγει σε κομμάτια, τηνε κυλά πάνω σ’ ένα πιατάκι με ξόμπλια για να ‘χει σκέδια και τηνε τηανίντζει. Με μπόλικο μέλι και σισάμι είναι το μόνο γλυκό που υπάρχει σε όλντα τα σπίτια και για του Χριστού και βέβαια για την Πρωτοχρονιά. Πρέπει βλέπεις να τα ‘χουνε όλντα μπόλικα και για τσι επισκέψες, αλλά και για τσι καλαντάρηδες, που βγαίνουνε αργά το βράδυ την παραμονή τση Πρωτοχρονιάς  και γυρνούνε σπίτι-σπίτι με βγιολγκιά και τσαμπούνες.

 Άμα τελέψουνε τα κάλαντα λένε και ρίμες για τσι νοικοκυραίοι και κείνοι τονε δίνουνε λεφτά και τσι τρατέρουνε μεντζέδες, κρασί και κουλντούρες, που τσι περνούνε με σπάγγο στο χέρι ή στο λταιμό τονε. Άμα ε λιβάρουνε να τα πούνε σ’ όλντα τα σπίτια αποβραδίς πηαίνουνε και την άλλντη μέρα. Τα Χριστούγεννα επά στο χωριό μας ε λένε κάλαντα, γιατί είναι όλντοι κουρασμένοι με τα σφαχτά και τσι ετοιμασίες. Μα τσι Πρωτοχρονιάς, που ‘ναι ντόπια και πολλντά, σαν τα Φωτοκάλαντα, εν υπάρχει σπίτι που να πομείνει χωρίς να τα κούσει.

Βασίλη από πού έρχεσαι και δε μας καταδέχεσαι

κι από πούθε κατεβαίνεις και δε μασε συντυχαίνεις.

----------

Κάτσε να φας κάτσε να πιείς, κάτσε τα πάθη σου να πεις,

κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.

----------

Κι απάνω στο παράθυρο γαρουφαλλάκι πράσινο,

κάθεται μια περιστέρα και του χρόνου τέτοια μέρα.

---------

Τούτα δα σας λέμε μόνου καλά να ‘στε και του χρόνου,

καλά να ‘στε και του χρόνου τούτα δα σας λέμε μόνου.

 

 

 Κατερίνα Μαρινάκη : Δημοσιογράφος - Λαογράφος (Msc)


Γλωσσάρι

αλατσαριές = αλατότοποι

βγιολγκιά = βιολιά

γαλάχτισμα = άσπρισμα με ασβέστη

γάστρες = οι μεγάλες πήλινες λεκάνες του λιοτριβιού, σαν κομμένα κουρούπια, με 2 «αυτιά» για να μεταφέρονται εύκολα

γκέλες = μικρά μαντράκια για τα νεογέννητα ζώα, που υπήρχαν σε συγκεκριμένα χωράφια κάθε αγρότη

γλυκάδι = ξύδι

γύροι = η ασβεστωμένη γραμμή που χωρίζει τον τοίχο από το τσιμεντένιο πάτωμα, την πάτωση

επιδέλοιποι = υπόλοιποι

θεμωνιές = το αγροτικό σπίτι με όλα τα βοηθητικά του κτίσματα

καταλαγιούνε = καταλαγιάζουν

κουδούμεντο = μαϊντανός

κουλντούρες = κουλούρες, στρογγυλού σχήματος μεγάλα κουλούρια με σουσάμι και γλυκάνισο, απαραίτητα για το πρωινό των Φολεγανδρίων

κουρούπια, λεκάνες = πήλινα οικιακά σκεύη

λιβάρουνε = προλάβουνε

λουτρουγιά = λειτουργία

μακαρόνες = είδος τηγανητών μελομακάρονων

ματιές = γεμιστά έντερα

ματσάτα = χειροποίητα φρέσκα μακαρόνια, σαν λαζανάκι

μπανιγιέρης = αέρας που μπαίνει από παντού

ντζηλαδιά = πηχτή με χοιροκεφαλή

πάει του κάκου = πάει χαμένο

παροστριά = τζάκι για το μαγείρεμα

πασκάντζουνε = τρώνε πασχαλινά φαγητά

πίντζηλα = ευαίσθητα, εύθραυστα

πίτερα = πίτουρα, ζωοτροφή

πλαστήρι = ξύλινη επιφάνεια για το άνοιγμα φύλλου

πολεμούνε = ασχολούνται, κάνουν

ποσά = μεγάλες ποσότητες

πύργια = χωνί

ρίμες = είδος μαντινάδων

στρινάκια = κουλούρια -παραλλαγή της κουλούρας- σε διάφορα σχέδια, που τα έδιναν ως δώρο τις γιορτινές ημέρες π.χ. οι νονές στα βαφτιστήρια τους

τζαφορά = ζαφορά, κρόκος, σαφράν

τζευγάρι = όργωμα

τζωντανά, τζα = ζώα

τραβάγιο = πολλές δουλειές

τρατέρουνε = κερνούν

εφέτι = φέτος

φούσκα = ουροδόχος κύστη

χαράματα = παστό χοιρινό

 Υ.Γ Μην ξεχνάτε να κάνετε like στην σελίδα μας και να κοινοποιήσετε το άρθρο ε!!

Share:

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ

> Ελπίζουμε να βασιστούμε σε πιστούς αναγνώστες και όχι σε ακανόνιστες διαφημίσεις. Ευχαριστώ!

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Blog Archive

Recent Posts