Τον Μάρτιο του 2020 έκανε την εμφάνισή του ο κορονοιός, που ρήμαξε κάθε γωνιά του πλανήτη. Η μουσική «πάγωσε», οι μουσικοί «μαράζωσαν»! Όμως, μέσα στα σπίτια των μουσικών ανθίζουν νέες δημιουργίες. Ο καθένας εκφράζεται και εξωτερικεύει τις ανησυχίες του συνήθως μέσα απ’ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εγώ προσωπικά δεν ένιωσα την ανάγκη να το επιχειρήσω.
Το όργανο είναι η προέκταση των χεριών μας και μας συντροφεύει όχι μόνο στις χαρές αλλά και στις λύπες.
Τα μέτρα στη Ν.Υόρκη δεν είναι τόσο περιοριστικά όσο στην
Ελλάδα. Επιβάλλεται η χρήση της μάσκας και αποστάσεων, αλλά μπορούμε να
κυκλοφορούμε. Όταν ο χώρος επιτρέπει να κρατηθούν προληπτικά αποστάσεις,
βρισκόμαστε με φίλους και παίζουμε..!
Εύχομαι να λήξει το συντομότερο και να ανταμώσουμε όλοι μαζί
σε πλατείες, σε γλέντια, σε χαρές!
Είμαι πολύ αισιόδοξος άνθρωπος, δεν θα άλλαζα τίποτα απ’ τη
ζωή μου και εύχομαι στα ακόμη καλύτερα για όλους!
(Stavros Papastavrou) :
Ασχολούμαι με το λαούτο τα τελευταία 24 χρόνια. Η σχέση μου μαζί του έχει περάσει από διάφορες φάσεις. Πολύ συχνά την παραλληλίζω με μια σχέση με ένα ανθρώπινο πρόσωπο: όσο περισσότερο ασχολούμαι μαζί του, τόσο πιο πολύ το κερδίζω και με κερδίζει και, αντίθετα, όσο το αφήνω, τόσο κι αυτό απομακρύνεται από μένα.
Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ανυπομονώ να το πιάσω στα χέρια μου, δεν θέλω να το αποχωριστώ, ενθουσιάζομαι και συγκινούμαι παίζοντάς το, αλλά και στιγμές κατά τις οποίες νευριάζω μαζί του, απογοητεύομαι από αυτό, και ενδέχεται να μην με ελκύει έως και καθόλου. Κάποιες φορές αισθάνομαι να το απογοητεύω κι εγώ ο ίδιος. Και όλα αυτά απορρέουν από το γεγονός ότι το λαούτο και, γενικά, ένα μουσικό όργανο είναι πραγματικά ένας ζωντανός οργανισμός.
Αυτό που με εντυπωσιάζει στο λαούτο, πέρα από τις εκτελεστικές του δυνατότητες, είναι το ότι λειτουργεί και ως ένας έμπιστος φίλος, ως ένα ασάλευτο στήριγμα σε δύσκολες στιγμές.
Πάμπολλες φορές έχω νιώσει η επαφή μαζί του να δρα ευεργετικά πάνω μου, να μου ανεβάζει τη διάθεση, να μου τονώνει το ηθικό, να με βοηθάει να ξεφύγω από κακές σκέψεις και καταστάσεις, να λειτουργεί εν τέλει άκρως ψυχοθεραπευτικά ως μια «οδός σωτηρίας» από κάποια «αδιέξοδα». Μπορώ να πω πως όταν η σχέση μου με το λαούτο είναι καλή, όλα βαίνουν καλύτερα· βλέπω τον κόσμο με άλλη ματιά!
Αυτό όμως με το οποίο απορώ είναι το ότι, χωρίς να έχω έρθει σε σωματική επαφή μαζί του, μόνη η παρουσία του οργάνου μες στη θήκη του στο χώρο που βρίσκομαι, μου αποπνέει μια αίσθηση σιγουριάς που με συμπληρώνει μυστηριακά.
Θεωρώ πλέον ότι το όργανο αυτό αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι και προέκταση του εαυτού μου.
Το βιολί και η βιόλα μου είναι η προέκταση και η επέκταση του εαυτού μου. Μαθημένοι από παιδάκια οι μουσικοί σε κάποια μορφής καραντίνα, εφόσον μαθαίνουμε από πολύ μικρή ηλικία έννοιες όπως μελέτη, αφοσίωση, αυτοσυγκέντρωση, απομόνωση, το άκουσμα της πρώτης καραντίνας φάνταζε ιδανική περίοδος για εμάς σε πρώτη ανάγνωση. Ειδοποιός διαφορά ήταν όμως η έλλειψη έκθεσης της ψυχής σου στο κοινωνικό περίγυρο, στο συντονισμό των συχνοτήτων του κοινού σου, η έλλειψη απλά του σκοπού σου, του προορισμού σου. Έτσι περάσαν διαστήματα σκληρής μελέτης και διαστήματα συνειδητής – υποσυνείδητης απραγίας. Η συν-κίνηση από ένα «βιντεάκι» ποτέ δε θα υπάρξει τόσο πλούσια όσο από τις ταλαντώσεις των χορδών μιας ζωντανής συναυλίας, κοινωνίας. Αυτονόητα συνεπάγεται ότι μετά από όλη αυτή τη μάχη θες ζωντανούς ακροατές. Έτσι αυτές τις ημέρες το μουσικό όργανο αποκτά τη δική σου υπομονετική προς-ευχή για το καλύτερο και πιο ειρηνικό «Αύριο» που σου ψιθυρίζουν οι χορδές του ότι κοντεύει….
Έδωσε σε εμάς τα παιδιά αγάπη και παιχνιδιάρικο τρόπο με το όργανο.
Έτσι, ο πρώτος σπόρος φυτεύτηκε νωρίς.
Όταν πήγα κατασκήνωση 3 εβδομάδων στην ηλικία των 12 ετών και πήρα ένα φτηνό δεύτερο βιολί μαζί μου. Ακόμα και αυτό το όργανο το φρόντιζα όπως το "καλό" βιολί μου. Ο σεβασμός ήταν ο ίδιος.
Στις σκηνές υπήρχαν μυρμήγκια σε όλα τα σακίδια και ρούχα στη σκηνή.
Για να προστατέψω το βιολί, έβαλα τη θήκη του βιολιού στο Sleeping Bag μου.
Δεν ήταν πολύ άνετο, αλλά το βιολί ήταν προστατευμένο εκεί.
Ακόμα και αργότερα, αυτό συνέβαινε πάντα. Αν δεν κοιμόμουν σε ένα δωμάτιο με το όργανο μου, δεν ένιωθα άνετα.
Είχα ακούσει πολλά κονσέρτα βιολιού από διαφορετικούς διερμηνείς από πολύ νωρίς. Μερικά ξανά και ξανά. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να μου παίξουν δύο μέτρα κάπου από το κοντσέρτο βιολιού του Mendelssohn η έργο του Sarasate και θα καταλάβαινα ποιος διερμηνέας ήταν.
Ήθελα να παίξω τα κομμάτια και τα έπαιξα μετά.
Το βιολί ήταν η σωστή μορφή έκφρασης για μένα.
Μια βαλβίδα που είναι ακόμα.
Μπορώ να γράφω e-mails 6 ώρες την ημέρα και να αφιερώνω αρκετές άλλες για το φεστιβάλ και έχω πετύχει πολλά, αλλά αν δεν παίξω βιολί η μέρα μου δεν είναι ακόμα ικανοποιητική για μένα.
Ακόμα κι αν έχεις συναισθήματα όπως ο θυμός η θλίψη, μετά το παίξιμο είσαι ήρεμη και στοχευμένη.
Το χρειαζόμαστε ένα παραπάνω τέτοιες εποχές.
Επίσης, κάνοντας μουσική με άλλους, μοιράζεσαι κάτι όμορφο.
Παίζω μουσική και το χρειάζομαι όπως τον αέρα που αναπνέουμε.
Τώρα που δεν γίνονται συναυλίες κάνουμε σχέδια για το μετά, που θα μπορούμε να επιστρέψουμε μαζί και να κάνουμε μουσική μαζί ξανά.
(ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΨΟΚΑΒΑΔΗΣ) :
Γύρω στα δέκα, άρχισα να μαθαίνω κλασική κιθάρα.
Σύντομα, ωστόσο, στη ζωή μου μπήκαν και άλλα έγχορδα. Ως μαθητής μουσικού γυμνασίου, σχεδόν αμέσως απέκτησα έντονη αγάπη για τον ταμπουρά, τα μπουζουκοειδή (τζουράς, μπαγλαμάς) και το ούτι.
Στη Β’ Λυκείου είδα, για πρώτη φορά, από κοντά το πολίτικο λαούτο και το ερωτεύτηκα.
Τότε (τέλη δεκαετίας του ΄90) δεν έβρισκες ετοιμοπαράδοτο τέτοιο όργανο. Μέχρι, λοιπόν, να αποκτήσω δικό μου, ο δάσκαλός μου -Νίκος Γράψας- μου είχε δανείσει το δικό του.
Το όργανο έφτασε στα χέρια μου, όταν πλέον ήμουν μαθητής της Γ’ Λυκείου. Είχε «τσοντάρει» κι ο παππούς μου κάποια λεφτά…
Αυτό θα ήταν, τελικά, το όργανο με το οποίο θα δενόμουν στενά για μια ολόκληρη ζωή.
Μετά το λύκειο κάθισα δυο χρόνια κοντά στον Ross Daly για να μάθω το ρεπερτόριο για το οποίο σχεδιάστηκε· οθωμανική κλασική μουσική. Αργότερα πήρα και κάποια μαθήματα από τον Περικλή Παπαπετρόπουλο και τον Σωκράτη Σινόπουλο, οι οποίοι, εκτός από σπουδαίοι σολίστες, συναποτελούσαν το μοναδικό ντουέτο πολίτικων λαούτων στη χώρα.
Το 2001 χρειάστηκε να παραγγείλω καινούργιο, καλύτερο όργανο.
Εκείνα τα χρόνια έπαιζα σε ένα συγκρότημα (Ματ σε 2 Υφέσεις) στο οποίο η αρμονία επικρατούσε κι εγώ δυσκολευόμουνα, με το ασυγκέραστο λαφτάκι μου, να ακολουθήσω…
Σκέφτηκα να παραγγείλω το πρώτο πεντάχορδο πολίτικο λαούτο που φτιάχτηκε ποτέ. Άλλαξα και το κούρδισμα. Μπορούσα, πια, να συνδυάσω σε ένα όργανο τεχνικές από το ούτι, αλλά και την κλασική κιθάρα.
Το 2008 γνώρισα τον Νίκο Μαμαγκάκη, ο οποίος άρχισε να συνθέτει πράγματα αποκλειστικά για το συγκεκριμένο όργανο. Πολλές φορές, δε, αντικαθιστούσα στην ορχήστρα του το τσέλο, την κιθάρα και έπαιζα θέματα σολιστικών οργάνων. Θεωρώ ότι, εκείνη την περίοδο, ανέβασα κατακόρυφα το επίπεδό μου…
Μέχρι σήμερα, το λαούτο αποτελεί το βασικό μου όργανο· αυτό στο οποίο δεν σκέφτομαι όταν παίζω, αυτό με το οποίο μπορώ να κάνω prima vista με μεγάλη ευκολία…
Το πεντάχορδο λαφτάκι μου, το οποίο έχει αποκτήσει έναν μεγαλύτερο αδερφό από την Τουρκία και περιμένει άλλον έναν, είναι ο φίλος που με έχει προδώσει τις λιγότερες φορές, που με έχει ξελασπώσει επανειλημμένως, που μου έχει φέρει χρήματα…
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι συχνά πυκνά μού υπενθυμίζει ότι αν δεν μελετάω συχνά και δεν ασχολούμαι μαζί του όσο πρέπει δεν μπορεί να μού κάνει τα χατίρια…
Και είναι τόσο σπουδαίο ο φίλος σου να σού λέει την αλήθεια..!
Η πανδημία άλλαξε άρδην τη ζωή μας χωρίς να μας ρωτήσει. Οι φόβοι, οι περιορισμοί, η απομόνωση, η αδυναμία να συναντηθούμε με συγγενείς, φίλ@ς ή αγαπημέν@ς μας, τα κυλιόμενα lockdown και η αβεβαιότητα που κρύβει το μέλλον, έχουν διαμορφώσει την ψυχοσυναισθηματική μας (αν)ισορροπία. Στραφήκαμε να βρούμε τρόπους και διεξόδους να αντιμετωπίσουμε το στρες, το άγχος, τη μοναξιά, την «κλεισούρα», ο καθένας και η καθεμία με το δικό του και το δική της τρόπο. Ένας από αυτούς ήταν η στροφή μας σε κάποιο χόμπι, με τα πιο δημοφιλή να είναι σε σειρά προτεραιότητας η μουσική, η άσκηση, και η μαγειρική
[1]. Συγκεκριμένα για τη μουσική, σε άρθρο του Ιουνίου 2020, όταν βγαίναμε από το πρώτο lockdown, επισημαίνεται μία αύξηση σε αγορές μουσικών οργάνων στη χώρα μας, με συχνότερη επιλογή την κιθάρα και το γιουκαλίλι (
https://www.iefimerida.gr/ellada/koronoios-moysiki-karantina-kithara-gioykalili). Η μελέτη του Herrero και των συνεργατών του,1 σχετικά με τη στροφή που παρατηρήθηκε στη μουσική κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έδειξε ότι αυτό πιθανόν να οφείλεται στον μηχανισμό του αισθήματος απόλαυσης και επιβράβευσης που ενεργοποιείται κατά την ενασχόλησή μας με τη μουσική.
[2] Από τα δεδομένα που συγκέντρωσαν από 1031 συμμετέχοντες, φάνηκε ότι η μουσική αποτελεί σημαντικό μέσο για την βελτίωση της ευεξίας και αποτελεσματικό τρόπο για τη διαχείριση ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών.1 Αυτό παρατήρησα κι εγώ στις μαθήτριές μου, στους φοιτητές και στις φοιτήτριες αλλά και σε μένα την ίδια. Αν και συνήθως ως μουσικοί αναζητούμε τις μοναχικές ώρες μελέτης και εξάσκησης, πέρα από αυτές, μέσα στην πανδημία αναζητήσαμε και τη σύμπραξη, την από κοινού δημιουργία και τη μουσική επικοινωνία μέσα από διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες. Ψάξαμε για προγράμματα με δυνατότητα πολύ μικρής έως ελάχιστης χρονοκαθυστέρησης για να μπορούμε να συνυπάρξουμε μουσικά, όπως το Jamulus ή το JackTrip, για πλατφόρμες που να μας επιτρέπουν να συν-δημιουργούμε σε πραγματικό χρόνο μαζί, όπως το SoundTrap, αλλά και για προγράμματα να αφεθούμε και να παίξουμε παρέα, όπως το συνεργατικό πιάνο του ChromeMusicLab. Με προβληματίζει που δεν μπορώ να δω το τέλος αυτής της πανδημίας και των αλλαγών που έχει φέρει στον τρόπο της ζωής μας, αλλά το σίγουρο είναι ότι παράλληλα με το πιάνο που είναι ένα διάλειμμα στο πρόγραμμά μου, θα έχω μάθει να παίζω πολύ καλά το γιουκαλίλι!
[1] Herrero, E. M., Singer, N., Ferreri, L., McPhee, M., Zatorre, R., & Ripolles, P. (22 Δεκεμβρίου 2020). Rock ’n’ Roll but not Sex or Drugs: Music is negatively correlated to depressive symptoms during the COVID-19 pandemic via reward-related mechanisms. PsyArXiv. https://doi.org/10.31234/osf.io/x5upn
[2] Lonsdale, A. J., & North, A. C. (2011). Why do we listen to music? A uses and gratifications analysis. British Journal of Psychology, 102(1), 108–134. https://doi.org/10.1348/000712610X506831