«Γιατί παιδικό θέατρο; Ισως γιατί θέλω να βρίσκομαι σε μία συνεχή αναζήτηση της αθωότητας μου» απαντά στην ερώτησή μου. «Τελειώνοντας τη δραματική σχολή Βεάκη το 1992, όπως οι περισσότεροι νέοι ηθοποιοί άρχισα να εργάζομαι αρχικά σε παραστάσεις για παιδιά.
Όπως αναφέρει τα 23 αυτά χρόνια που σκηνοθετεί για παιδιά δεν έχει λείψει ούτε μία ημέρα από παράστασή του. «Προλογίζω συνήθως το έργο. Φέτος μάλιστα στην ''Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων" εμφανίζομαι και επί σκηνής στο δεύτερο μέρος. Είναι πολύ σημαντική για μένα αυτή η επαφή, γιατί καθορίζει το πώς γράφω ή το πώς διασκευάζω ένα έργο για παιδιά. Γράφω σκηνοθετώντας ταυτόχρονα το έργο στο μυαλό μου. Ολα παίζουν ρόλο: το εικαστικό μέρος , η μουσική. Κάθε παράσταση κυοφορείται μέσα μου σχεδόν δύο χρόνια. Επιθυμώ για κάθε έργο να δημιουργώ το δικό του ηχοτοπίο. Για παράδειγμα στον "Σίτο Σιταράκι, αυτόν το μεγάλο μικρό" – ήταν το πρώτο έργο που έγραψα και σκηνοθέτησα το 2003 – όλο το εικαστικό κομμάτι, κοστούμια, σκηνικά κτλ, ήταν εμπνευσμένα από πίνακες του Βίνσεντ βαν Γκογκ με στάχυα. Η μουσική που διάλεξα επίσης ήταν προκλασική. Γιατί όταν η τελειώνει η παράσταση θέλω τα παιδιά να φεύγουν παίρνοντας μαζί τους και ένα "βαλιτσάκι" με αφορμή για σκέψη. Να ακούσουν νέες μουσικές, να γνωρίσουν έναν ζωγράφο. Οταν ανεβάσαμε τον "Δον Κιχώτη" ενέταξα στην παράσταση τραγούδια παραδοσιακά της Ισπανίας σε εναρμόνιση του Φ.Γκ.Λόρκα. Τώρα με την "Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων" οι μουσικές του έργου προέρχονται από την κέλτικη παράδοση, είναι αγγλοσαξωνικά τραγούδια και κάλαντα, ό,τι δηλαδή θα μπορούσε να ακούει στην αέναη περιπλάνησή της η ηρωίδα του Λιούις Κάρολ».
Αναζητώντας την Αλίκη
Ουσιαστικά λοιπόν ο ίδιος διασκευάζει τόσο το κλασικό αριστούργημα «Οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων» όσο και τη συνέχειά του, «Μες στον καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί», παρουσιάζοντάς τα σε μία ενιαία παράσταση.
«Πρόκειται για δύο περίπλοκα βιβλία. Το πρώτο " Οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων" είναι ένα σωσίβιο που το φοράς και κολυμπάς σε μέρη που βασιλεύει ο απόλυτος σουρεαλισμός» αναφέρει. «Πέφτεις στην κουνελότρυπα και βγαίνεις σε έναν ορίζοντα όπου απλώνεται μπροστά σου ένας ωκεανός, όπου εμφανίζονται οι πιο απίθανοι ήρωες, οι οποίοι τραβούν την προσοχή σου με την προσωπική τους περιπέτεια. Μοιάζει σαν να ανοίγουν πόρτες από παντού και εισβάλλουν κάθε είδους όνειρα.
Οπως μάλιστα τονίζει ο ίδιος ήθελε να κρατήσει μία ισορροπία ανάμεσα στην παιδική ανεμελιά αλλά και στην πιο φιλοσοφική διάσταση της διάσημης αυτής ιστορίας. «Επιθυμώ να τονιστεί αυτός ο προβληματισμός του Κάρολ για τον κόσμο. Θα έλεγα ότι τον φωτίζω με ένα τρόπο. Η παράσταση θα ήθελα να είναι και μια αφορμή να "επισκεφθούν" αυτό το βιβλίο τα παιδιά, να πάρουν ένα μικρό δείγμα του τι πρόκειται να ζήσουν όσες φορές και εάν το διαβάσουν ακόμη και ως ενήλικες αργότερα. Σε αυτή την παράσταση έρχονται από παιδιά 2,5 ετών μέχρι μαθητές του Γυμνασίου και σκοπός είναι να περάσει καλά κάθε παιδί, όπως και ο συνοδός του. Τώρα που το σκέφτομαι δεν αντιδρώ στα πράγματα ως σκηνοθέτης θεάτρου για παιδιά. Αντιδρώ ως σκηνοθέτης που οραματίζεται κάτι και που οι θεατές του είναι αθώοι και αυστηροί ταυτόχρονα.
Λίγο πριν η συζήτηση μας κλείσει δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω για τα φαινόμενα μπούλινγκ στα ελληνικά σχολεία. Είναι σήμερα τα παιδιά πιο βίαια σε σχέση με παλαιότερα; «Κάνοντας 20 χρόνια θέατρο για μικρούς θεατές πράγματι τα τελευταία χρόνια συναντώ πιο ''αγριεμένα" παιδιά, γεγονός που κατά τη γνώμη μου σε πρώτη φάση οφείλεται και στις επιπτώσεις της πανδημίας στον ψυχισμό τους. Το πρόβλημα όμως είναι συνολικότερο και για τα φαινόμενα αυτά που περιγράφετε έτσι και αλλιώς οι μόνοι οι υπαίτιοι δεν είναι τα παιδιά. Μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά είναι καθρέπτες της κοινωνίας μας, αυτό που βλέπουν γύρω τους μιμούνται. Μιμούνται λοιπόν την επιθετικότητα μας, την αγένεια μας. Ας μην πέφτουμε από τα σύννεφα. Τη δική μας εικόνα βλέπουμε επάνω τους και αυτό μας τρομάζει».