Τα πολύ παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι ήξεραν για το μαγικό κουμπί.
Ήταν γνωστό σε όλους ότι βρισκόταν κάπου θαμένο και έτσι όλοι έλπιζαν πως
μια μέρα θα είχαν την τύχη να το πατήσουν και έτσι να εκπληρώσουν κάθε επιθυμία
τους.
Δεν ήξεραν όμως ότι για να μπορέσεις να πατήσεςι το μαγικό κουμπί έπρεπε να
ήσουν καλόκαρδος, και πάλι, μόνο μιά σου επιθυμία θα μπορούσε να εκπληρωθεί.
Αυτό, το ήξερε μόνο ο γέρο Τηλέμαχος και το είχε γράψει στο ημερολόγιό του
για να μην το ξεχάσει, μια και ήταν μεγάλος σε ηλικία. Έτσι η ιστορία του
μαγικού κουμπιού έμεινε ξεχασμένη μέσα σ’ ένα παλιό σεντούκι.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Έξω μακριά στα δάση ο χειμώνας είχε έρθει.
Μπορούσες να το νιώσεις στο παγωμένο έδαφος και να το δεις στα από καιρό
πεσμένα φύλλα που κείτονταν εκεί.
Μπορούσες να το ακούσεις στο θυμωμένο βούισμα του ανέμου μέσα απ’ τα
γυμνά κλαδιά των δέντρων.
Όμως στην πόλη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εδώ δεν υπήρχε τίποτα που να
θυμίζει Χριστούγεννα, εκτός από τις στολισμένες βιτρίνες των καταστημάτων και
τις φωταψίες στους δρόμους που φάνταζαν ανελέητα γελοίες κάτω από τον
καταγάλανο ουρανό. Οι άνθρωποι ξεγελιόνταν απ’ τη λέξη “Δεκέμβρης”, φορούσαν
μάλλινες μπλούζες και παλτά και γύριζαν καταϊδρωμένοι στα σπίτια τους! Τα
δέντρα, μάταια περίμεναν το ευεργετικό ξεροβόρι που θα έριχνε τα φύλλα τους στη
γη….
Μια τέτοια ζεστή μέρα βρήκε η Πώλα το ημερολόγιο του γέρο Τηλέμαχου μέσα
στο παλιό σεντούκι που βρισκόταν στη σοφίτα. Είχε πάει εκεί πάνω με σκοπό να
εξαφανίσει τις αράχνες που το είχαν παρακάνει, και βρέθηκε να ξεφυλλίζει τις
φαγωμένες και μισοσβησμένες απ’ το χρόνο σελίδες του ημερολόγιου που έγραφε για
το μαγικό κουμπί.
Έτσι έμαθε την ιστορία του και ευχήθηκε να ήταν αληθινή.
“Πόσο θα μου άρεσε να κάνω φέτος Χριστούγεννα με χιόνι!” αναστέναξε.
Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κουδούνι. Η Πώλα παράτησε το ημερολίγο και
έτρεξε ν’ ανοίξει. Στην πόρτα στεκόταν ένας σκυφτός ζητιάνος, απ’ εκείνους που
γεμίζουν τις πόλεις στις γιορτές. Της μουρμούρισε κάτι παρακαλεστικά και η Πώλα
έτρεξε να του φέρει κάτι.
“ Αλήθεια” -είπε, όταν πια ο γέρος είχε φύγει, “πόσο θάθελε εκείνος ο
ζητιάνος να πατήσει το μαγικό κουμπί! Θα ζητούσε όλα τα πλούτη του κόσμου! “
Και βάλθηκε να σκέφτεται ποιοί άνθρωποι θάθελαν να πατήσουν το μαγικό
κουμπί, και για ποιό λόγο…
Την άλλη μέρα είχε κιόλας ξεχάσει την ιστορία που διάβασε στη σοφίτα. Βγήκε
έξω φουριόζα να κάνει τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια της.
Γύριζε πίσω στο σπίτι της καταϊδρωμένη μ’ ένα σωρό πράγματα, πατώντας βαριά
στο έδαφος, όταν ξαφνικά ένα μυστηριώδες “κρικ” ακούστηκε. Η Πώλα είχε πατήσει
το μαγικό κουμπί!
Ξαφνικά, όλα άρχιζαν ν’ αλλάζουν γύρω της.
Πρώτα πρώτα, σκοτεινά σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό. Ο ήλιος χάθηκε πίσω
τους αφού οι ακτίνες του τρεμόπαιξαν μια- δυό φορές.
Άρχιζε να χιονίζει.
Ένας παγωμένος βοριάς φύσηξε και πήρε τα ξερά φύλλα των δέντρων μια βόλτα
μέχρι το λιμάνι. Εκεί προσγειώθηκαν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Τα κύματα
άρχισαν να σκουντούν πειραχτικά τις βάρκες που σε λίγο, άρχισαν να χορεύουν
τρελλά!
Οι άνθρωποι στους δρόμους έσφιξαν πάνω τους τα παλτά τους και άρχισαν να
τρίβουν τα χέρια τους για να τα ζεστάνουν. Το χιόνι δεν άργησε να απλώσει το
άσπρο πέπλο του παντού.
Τα παιδιά με τις μύτες τους κόκκινες άρχισαν να παίζουν με το χιόνι με
χαρούμενα ξεφωνητά. Όλοι βάλθηκαν να φτιάχνουν ένα τεράστιο χιονάνθρωποι στο
κέντρο της πλατείας.
Και η Πώλα;
Με την καρδιά πλημμυρισμένη από ευτυχία παρακολουθούσε την αλλαγή του
καιρού. Όταν πια άρχισε να χιονιζει….
-Ζήτω!! ξεφώνισε και πήδηξε απ’ τη χαρά της. Μονομιάς απογειώθηκε και
βρέθηκε να στροβιλίζεται ανάμεσα στις νιφάδες του χιονιού. Ανέβηκε τόσο ψηλά,
που μπόρεσε να δει ολόκληρη την πόλη σκεπασμένη μ’ ένα άσπρο σεντόνι. Τότε,
έβγαλε από την τσάντα της τις χριστουγεννιάτικες γιρλάντες που είχε αγοράσει
και τις πέταξε κάτω. Και εκείνες μεγάλωσαν, μ ε γ ά λ ω σ α ν, ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ και
στόλισαν όλες τις στέγες των σπιτιών της πόλης.
Την άλλη μέρα ξημέρωναν Χριστούγεννα.
Οι καμπάνες χτύπησαν γλυκά μέσα στη μαύρη νύχτα. Η πόλη σκεπασμένη μ’ ένα
σάβανο άσπρου χιονιού, άρχισε σιγά-σιγά να ξυπνάει. Οι άνθρωποι, πατώντας πολύ
προσεκτικά στο χιόνι κατευθύνταν στις εκκλησιές κρατώντας φαναράκια.
Μια γλυκιά μελωδία ξεχυνόταν από κάθε εκκλησία και ανέβαινε ψηλά, πάνω απ’
τις στέγες των σπιτιών, πάνω απ’ τα ψηλά καμπαναριά, πάνω απ’ τα σύννεφα και
τ’αστέρια και γίνονταν μια σκάλα, που ένωνε τον ουρανό με τη γη.
Άσπας Χαβιάρα εκπαιδευτικός
Υ.Γ Μην ξεχνάτε να κάνετε like στην σελίδα μας και να κοινοποιήσετε το άρθρο ε!!