12/01/2023 - 01/01/2024 ~ katarraktisvillage

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ Ένα «παραπαπάμ» μόνο…

 Άνοιξε τα μάτια και …αυτοί οι κουραμπιέδες της μάνας,  με πρόβειο βούτυρο και καβουρντισμένα  μέσα σ’αυτό τα αμύγδαλα, ήταν η αξεπέραστη Χριστουγεννιάτικη μυρωδιά, που του έφτιαχνε το κέφι αυτές τις μέρες και του’φερνε αυτόματα στα χείλη το «παραπαπαμ παμ» του Μικρού Τυμπανιστή των παιδικών του χρόνων, που για κάποιο λόγο, ποτέ δεν ξέχασε.

Κόντευε η ώρα 9, τίναξε το πάπλωμα και σηκώθηκε μονομιάς. 

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, μαζεμένες δουλειές και έπρεπε στα γρήγορα να ετοιμαστεί. 

Ξύρισμα με πινέλο, αφρός με σαπούνι και δέρμα βελούδο- α ρε παππού, σοφός ήσουν, σοφά τα΄λεγες και όλα έτσι ήταν, σκέφτηκε κι έσερνε το ξυράφι με μαεστρία στο μεσήλικο πια πρόσωπο, που ο χρόνος όμως, του είχε συμπεριφερθεί γενναιόδωρα .

Κι ενώ αυτά σκεφτόταν, να πάλι στα ξαφνικά  αυτό  το περίεργο συναίσθημα που τον ταλαιπωρούσε τον τελευταίο καιρό, που να το εξηγήσει δεν μπορούσε και που  πάλι τον βύθιζε σε σκέψεις και αναζητήσεις που κατέληγαν  πάντα στο «γιατί νιώθω έτσι;- ποιος είμαι; – τί κάνω» ;

Ήταν ένα περίεργο συναίσθημα του μονίμως ανικανοποίητου-  «δεν μου φτάνει», «δεν μου είναι αρκετό», «δεν είναι σπουδαίο», «το συμφέρον μου επιτάσσει ..»- που τον κατέκλυζε και τον ακινητοποιούσε συναισθηματικά, τον ρουφούσε σε σκοτεινή δίνη που από την μια, όλα όσα είχε του φαίνονταν λίγα ή και αυτονόητα κι από την άλλη δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τίποτε δεν του έφτανε τελικά…

Τα οικονομικά του πήγαιναν μια χαρά, τα παιδιά του καλά , οι εξετάσεις του καλές, φίλους κολλητούς ποτέ δεν είχε- αλλά και πολύ δεν τον ένοιαζε, τις επενδύσεις του τις έκανε επιτυχώς, στη δούλεψή του ανθρώπους κατάφερε κι έβαλε με τους δικούς του όρους,  λεφτά στην τράπεζα πολλά, τις γνωριμίες και τις σχέσεις τις εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο για να γίνει γνωστός, άλλαζε κυνικά τα στρατόπεδα ανάλογα με τα συμφέροντά του- τέλος πάντων, έκανε όλα όσα έπρεπε για να υπερασπιστεί τα «συμφέροντά του»… 

«Δηλαδή, τί άλλο πρέπει να κάνει κανείς; Δεν πρέπει να κοιτάζει το συμφέρον του; Να αυγατίζει την περιουσία του; Να αρπάζει τις ευκαιρίες των γνωριμιών; Αυτό δεν είναι η ζωή; Πόλεμος συμφερόντων ; Αγώνας επιβίωσης του ισχυρότερου;» σκέφτηκε συνεχίζοντας να ξυρίζει νευρικά , ένα πρόσωπο που δεν είχε πια γένια…

Από την άλλη, ο χαρακτήρας του Σκρούτζ , δεν του άρεσε ποτέ. «Τσιγγούνης σε όλα του – όχι μόνο στα λεφτά του, αλλά κυρίως στα συναισθήματα, στην έκφραση της αγάπης, της  ανθρωπιάς»,  μονολόγησε ... 

«Μα καλά, πώς μου’ρθε ο Σκρούτζ τώρα; Τί σχέση έχω εγώ με αυτό τον τιποτένιο χαρακτήρα; Που δεν αγαπούσε ούτε τον εαυτό του; Που δεν αγαπούσε κανέναν ; Α, δεν πάει άλλο! Χειροτερεύει το πράγμα! Πώς επιτρέπω η ανόητη αυτή σκέψη να τρυπώνει στο μυαλό μου και να μου προκαλεί αυτή την ταραχή;;» αναρωτήθηκε μέσα στο σκοτάδι της ψυχής του. 

Αναζητώντας τις απαντήσεις, οι εικόνες της ζωής του πρόβαλαν μπροστά του σαν μια ταινία μικρού μήκους: το ξεκίνημα  με  άριστη οικονομική κατάσταση, το βόλεμα στο δημόσιο για την καταξίωση, οι σπουδές  σε ώριμη ηλικία για κοινωνικούς λόγους, οι σχέσεις εμπιστοσύνης που χρησιμοποίησε για την ανέλιξή του, οι «φίλοι» πάντα ευκαιριακοί,  οι «αγαθοεργίες» του πάντα να φαίνονται στον κόσμο, στο πρόσωπο του γιου του όλες οι προσδοκίες μιας λαμπρής επαγγελματικής και πολιτικής καριέρας. Παράλληλα, η μόνιμη τακτική του να μην εκφράζει ποτέ τα συναισθήματά του, να «κρύβει» μέσα του βαθιά το θυμό του-  ακόμη κι γι ‘αυτά που θεωρούσε κραυγαλέα άδικα για τον ίδιο, να μην συζητά ειλικρινά,  να συμβιβάζεται με το «συμφέρον», να σιωπά για το «συμφέρον», να πράττει για το «συμφέρον» …   

Ξεπήδησαν μέσα στο σκοτάδι και οι βαριές κουβέντες που ξεστόμισε για ανθρώπους που ποτέ δεν τον πείραξαν, οι άδικες κατηγόριες, οι ύπουλες τακτικές – μόνο γιατί έπρεπε να τους κοντύνει, για να φανεί ο ίδιος ψηλός. 

Και η άγνωστη γι’αυτόν λέξη της «συγγνώμης» , που δεν είπε ποτέ, που δεν ξεστόμισε ποτέ από τα χείλη σε όσους έπρεπε, σε όσους όφειλε, σε όσους μπορούσε.

Αυτό ήταν τελικά το σκοτάδι που τον στοίχειωνε; Αυτή ήταν η μοίρα του;

 Να τα έχει όλα και να νιώθει ότι έχει τίποτε; 

Μουτζούρωσε με θυμό τον καθρέφτη του μπάνιου, κάνοντας κύκλους μανίας με το πινέλο και τον αφρό. Κι άλλος  κύκλος, κι άλλος , κι άλλος …..γέμισε ο καθρέφτης με αφρό – δεν έβλεπε πια το πρόσωπό του… δεν ήθελε ή δεν μπορούσε… έσκυψε αποκαμωμένος.

Εξω από την πόρτα του σπιτιού ,ακούστηκαν τα πρώτα κάλαντα της ημέρας : «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά….».  Εμεινε ακίνητος. «Η νέα χρονιά…», σκέφτηκε .

Κοίταξε ξανά τον μεγάλο καθρέφτη. Ανάμεσα στους αφρισμένους κύκλους της μανίας του,  διέκρινε ένα μικρό ολοστρόγγυλο φωτεινό κενό, όπου καθρεφτίζονταν  τα χείλη του, σαν να ήταν αυτά που σκόπιμα ξεχώρισαν και βρήκαν το δρόμο στο Φως. 

Εκείνη τη στιγμή, στα χείλη αυτά είδε όλες τις «συγγνώμες» που τώρα ήθελε να πει, όλα τα όμορφα λόγια που ήθελε να μοιραστεί, όλες τις αγνές  ευχές που από την καρδιά βγαίνουν, όλους τους ανήμπορους που μπορούσε να βοηθήσει χωρίς να φαίνεται, όλα τα σχέδια της ζωής που μπορούσαν να προχωρούν και χωρίς το «συμφέρον», όλους τους φίλους που μπορούσε να ξανααποκτήσει μιλώντας, για πρώτη φορά, ειλικρινά μαζί τους…

 «…Αγιος Βασίλης έρχεται και όλους μας καταδέχεται από την Καισαρεία, σ’εισ’αρχόντισσα κυρία..» τα παιδιά τραγουδούσαν ακόμη .

Κατευθύνθηκε  προς την πόρτα,  κρατώντας  το «παραπαπαμ παμ» στα δικά του χείλη, αποφασισμένος να μην ξαναχάσει από μέσα του το αγόρι που δεν είχε τίποτε άλλο να προσφέρει στο μικρό Χριστό,  παρά μόνο την άδολη  Αγάπη του, μέσα από τον ήχο του τυμπάνου του. 

Ένας απλός ήχος, ενός απλού τυμπάνου. Ένα «παραπαπαμ παμ» μόνο …

«Προλαβαίνω» , σκέφτηκε !


Ευαγγελία 🌲🌲καλή χρονιά σε όλους! 

Share:

Το βράδυ που γεννήθηκε ο Χριστός

Το βράδυ που γεννήθηκε ο Χριστός έκανε πολύ κρύο. 

 Η σπηλιά ήταν κρύα και η Παναγία δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε ο Ιωσήφ σκέφτηκε να ανάψει φωτιά για να ζεσταθούν λίγο, μα δεν έβρισκε πουθενά ξύλα. Βγαίνει έξω από τη σπηλιά, κάνει μια βόλτα, μα τίποτα. Ξαναμπαίνει πάλι μέσα, παίρνει λίγα άχυρα από τη φάτνη και ανάβει φωτιά. Μόλις τα είδε η Παναγία δάκρυσε και είπε να είναι πάντα χρυσά.


Όμως ύστερα από λίγο τα άχυρα έσβησαν. Η σπηλιά ξαναπάγωσε. Βγήκε πάλι ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύτηκαν σ’ ένα ξερό κλαδί.

 Ήταν δεντρολίβανο.

 Ο Ιωσήφ το άναψε και η Παναγία ευχήθηκε να μοσχομυρίζει και να στολίζει τις εικόνες των Αγίων. Μα η φωτιά κράτησε λίγο και η παγωνιά δυνάμωσε.

Τότε ο Ιωσήφ άκουσε μέσα από το σακούλι του φωνές που του έλεγαν: Πήγαινε Ιωσήφ στη μάνα μας την ελιά, πάνω απ’ τη σπηλιά και πες της πως κινδυνεύει ο Χριστός. Θα στενοχωρηθεί πολύ που το ξέραμε και δεν της είπαμε τίποτα. Ήταν μια χούφτα ελιές που τις είχε φυλάξει μαζί με λίγο ψωμί για ώρα ανάγκης.

Ο Ιωσήφ πήγε στην ελιά και εκείνη άρχισε να σπάει κομμάτια ξύλου από το γέρικο κορμό της και να τα σπρώχνει προς την είσοδο της σπηλιάς. Όλη τη νύχτα έκαιγε η φωτιά και η ζεστασιά απλώθηκε γύρω από τον νεογέννητο Χριστό.

Το πρωί το δέντρο δεν υπήρχε παρά μόνο ένα κούτσουρο ρίζας. Όταν το είδε η Παναγία δάκρυσε, έσκυψε, το χάιδεψε και είπε. Την ευχή μου να ’χεις και να μην ξεραίνεσαι ποτέ. Το λάδι σου να τρέφει και να φωτίζει τους ανθρώπους. Το βράδυ να φωτίζεις το καντήλι του Χριστού.

Έτσι κι έγινε. Μέχρι το βράδυ η ελιά ξανάγινε μεγάλη όπως ήταν πριν. Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από τις ρίζες της ξαναβλασταίνει και ξανανιώνει φουντώνει και δυναμώνει.


ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΎΓΕΝΝΑ με γαλήνη στις ψυχούλες μάς 🌲🌲🤶🤶🌎🌎

Share:

Μελομακαρονοκουραμπιέδες συνυφασμένοι με τη γλύκα των Χριστουγέννων.

Τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες, είναι αναμφισβήτητα στο μυαλό όλων όλων μας συνυφασμένοι με τη γλύκα των Χριστουγέννων.

Τα δύο γλυκίσματα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, από που όμως προέκυψε η ονομασία τους;Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση, αν στο πρώτο άκουσμά του, το όνομά τους παραπέμπει στο «ιταλικό» μακαρόνι.

Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία», ένα νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό.

Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.

Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: μέλι+μακαρία = μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του 12ημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια».

Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι, ενώ από το μεσαίωνα και μετά, στη Γαλλία και την Αγγλία, ένα είδος αμυγδαλωτού μπισκότου ονομάστηκε «macaroon», το οποίο είναι το γνωστό σε όλους σήμερα «μακαρόν».Όσον αφορά στην ονομασία του κουραμπιέ ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, δρ. κοινωνιολογίας της Ιστορίας, Παντείου πανεπιστημίου, μουσικολόγος και δικηγόρος, έχει συλλέξει ενδιαφέρονα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η ρίζα του είναι: Qurabiya στα Αζέρικα, Kurabiye, στα Τούρκικα και φυσικά Κουραμπιές στα ελληνικά, που στην κυριολεξία σημαίνει Kuru = ξηρό, biye = μπισκότο.

Ωστόσο, η ονομασία μπισκότο καθιερώθηκε τον Mεσαίωνα, ετυμολογικά προερχόμενη από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δύο φορές (στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον), ως τεχνική ψησίματος για να μην «χαλάει» εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών.

Στα σύγχρονα ιταλικά, η λέξη είναι biscotto (τo cookies έχει φλαμανδική / ολλανδική προέλευση που πέρασε στην αγγλική γλώσσα).

Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους Qura /Kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη Qurabiya / Kurabiye, η οποία με αντιδάνεια ξαναγύρισε στη δύση και ελληνοποιημένη πλέον έδωσε το «κουραμπιές» με την έννοια του ξηρού μπισκότου, που διανθίστηκε με αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη κ.λπ.
Share:

Η ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΜΟΥ ΤΡΑΜΠΟΥΚΑ Χριστουγεννιάτικο Αφήγημα

Κάθε χρόνο τις γιορτές το δώρο του θείου μου ήταν μια καινούρια τραμπούκα. Μουσικός βλέπεις ο ίδιος τι άλλο δώρο θα μου 'κανε για να με μπάσει στα κόλπα της μουσικής.

 Και γιατί κάθε χρόνο άλλη;

 Μα για τον απλούστατο λόγο πως μικρούλης καθώς ήμουνα, η τραμπούκα γλιστρούσε από τα άπειρα μικρά χέρια μου και γινόταν χίλια κομμάτια στο πάτωμα. Περιττό να πω το κλάμα που έκανα γιατί έχανα ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια μου, αλλά και από τις φωνές της μάνας μου, που έπρεπε γιορτιάτικα να μαζεύει τα σπασμένα μου.

Ναι! Πράγματι η τραμπούκα ήταν ένα από τα αγαπημένα μου. θες το σχήμα της, ο βαθύς και ήπιος ήχος της, που δεν έμοιαζε με τα τουμπανάκια και τα κουδούνια, η αίσθηση στα δάχτυλα και η επαφή με την φούσκα; Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να τη θέλω τόσο. Όσο μεγάλωνα, μεγάλωνε και η τραμπούκα του θείου. Μόλις την έφερνε, παραμονές Χριστουγέννων, της έβαζε ένα σχοινάκι εμπρός και μετρώντας τις διαστάσεις μου, το έδενε στο πίσω μέρος. Κι εγώ καμαρωτός και κορδωμένος, άρχιζα όλο χαρά να τραγου­δώ τα κάλαντα για να τον ευχαριστήσω. Εκείνος, χαρούμενος πως το δώρο του έπιασε τόπο, μου έδινε και μποναμά επί πλέον.

Σιγά - σιγά περνούσαν τα χρόνια και πήγα στο σχολείο. Ο αυθορμητι­σμός άρχισε να δίνει τη θέση του στη λογική. Ήμουν πολύ ντροπαλός και συ­νεσταλμένος, αλλά και πιο προσεκτικός. Δεν ξανάσπασα ποτέ πια τραμπούκα, παρά ένα μόνο μικρό κομμάτι στο πίσω μέρος και τη φούσκα που έμαθα να την αλλάζω μόνος μου. Κατέβαινα στη Χώρα, στα χασαπιά κι αγόραζα μια κα­λή φούσκα, χωρίς νεύρα και πετσιά. Αφού την έβρεχα σε χλιαρό νερό την τέντωνα πάνω στην τρύπα της τραμπούκας και την έδενα μ' ένα σπάγκο. Για καλύτερη ακουστική, το κούρδισμα γινόταν πάνω από τη σόμπα, τρίβοντας την απαλά με τις ψίχες των δακτύλων μέχρι να ακουστεί ο κατάλληλος ήχος.

Τις παραμονές ντυνόμαστε καλά και βγαίναμε δύο -δύο στην γειτονιά για τα κά­λαντα. Στην αρχή πηγαίναμε σε συγγενικά σπίτια για να ξεθαρρέψουμε και στη συνέχεια σε ξένα, χωρίς όμως να ξεμακραίνουμε και πολύ από το σπίτι. Όλοι οι φίλοι και οι συμμαθητές μου, καθώς περνούσαν τα χρόνια, προσπαθούσαν να με πείσουν να κατέβω μαζί τους την παραμονή στη Χώρα. Εκεί μάζευαν πολλά λεφτά από τα κα­ταστήματα. Έδιναν τάλιρα και δεκάρικα μερικές φορές. Όχι φραγκάκι φραγκάκι!!!

- Έλα μαζί μας κι εσύ που παίζεις ωραία τραμπούκα , μου λέγανε. Μα εγώ, τίποτα. Ντρεπόμουν.

Μια χρονιά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, θυμάμαι που ο καιρός ήταν γλυκός, συννεφιά μεν αλλά ούτε βροχή ούτε κρύο. Εκείνη τη φορά πήρα τη συγκατάθεση της μάνας μου και κατέβηκα μαζί με τους άλλους στη Χώρα με τα πόδια. Εκείνοι ήξεραν τα κατατόπια. Χωρι­στήκαμε σε ομάδες για να καλύψουμε όσο μεγαλύτερη περιοχή μπορούσαμε. Εγώ μαζί με το Λάμπρο πήραμε τα Μαυροπαπουτσίδικα μέχρι το Μπαλουκ-χανά.

Όμως τι ήταν ετούτο που μας έτυχε. Στο πρώτο μαγαζί που μπήκαμε και πριν καλά-καλά προλάβουμε να αρχίσουμε τα κάλαντα, ακούμε από πίσω μας μια στριγκλιά που έσπασε η χολή μας. Ένα κλαρίνο κι ένα ντέφι έπαιζαν τόσο δυνατά, που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας για να φύγουμε. Ευτυχώς! πριν αρχίσει καλά -καλά ο γύφτος, ο υπάλληλος τον σταμάτησε και αφού εκείνος μας εκτόπισε με τη χοντρή κοιλιά του, πέρασε στο ταμείο να πάρει τα χρήματα που του πρόσφερε ο καταστηματάρχης για να τον βγάλει από το κε­φάλι του. Έδωσε και σε μας κάτι χωρίς να τα πούμε.

Εντύπωση μου έκανε η φουκαριάρα η μαϊμού. Την έσερνε πίσω του αλυσοδεμένη και αυτή κοίταζε όλους με αδιάκριτη περιέργεια. Άραγε τι σχέση έχει η μαϊμού με τα Χριστούγεννα; Αναρωτήθηκα. Κρατούσε κι καθρεφτάκι κι ένα άδειο κραγιόν. Τότε πρόσεξα τα χείλια της που ήταν κατακόκκινα. Δεν άργησε ο γύφτος να κάνει το νούμερό του.

-Τι κάνει η Αλίκη Βουγιουκλάκη πριν βγει στο θέατρο; Την ρώτησε. Εκείνη του έριξε μια ματιά ως επιβεβαίωση της εντολής και άρχισε να τρίβει το τελειωμένο κραγιόν στο πρόσωπό της ενώ κοιταζόταν μέσα στο θαμπό και ραγισμένο καθρεφτάκι της. Γέλασα, αλλά κατά βάθος την λυπήθηκα. Τι τραβάει το ζωντανό… σκέφτηκα.

Βγαίνοντας πήραμε διαφορετική κατεύθυνση από το γύφτο για να μην ξαναβρεθούμε μαζί και πήραμε το επόμενο στενό. Εκεί, συναντήσαμε άλλο θέαμα. Ένας τσιριχτός ήχος που έβαινε μέσα από ένα τουλούμι. Κάποιος το ζουλούσε στη μασχάλη του κι αυτό έσκουζε. Ο άλλος χτυπούσε με μανία ένα τουμπί που είχε κρεμασμένο μπρος του. Πριν προλάβουμε να μπούμε στα μαγαζιά, χωνόταν αυτοί. Ωχ. Κατέβηκαν οι Αγιωργούσοι! Είπε κάποιος. Δυο μαντιλοδεμένοι με κεχριμπαρένιες μαντίλες, θαρρείς και κάποιος πριν τους έσπασε το κεφάλι, έπαιζαν τα κάλαντα με γκάιντες.

- Άηντες!!! είπα­με τότε κι οι δυο μας. Δεν πρόκειται να σταυρώσουμε φράγκο με όλους ετού­τους που βρέθηκαν στο δρόμο μας.

Μέχρι που πέσαμε πάνω σε ένα τσούρμο με προσκόπους. Μου άρεσαν οι πρόσκοποι με τα μεγάλα καπέλα, τις κονκάρδες και τα μαντηλάκια στο λαιμό. Έπαιζαν και ωραία τυμπανοκρουσία που με συνεπήρε και τους ακολουθήσαμε για λίγο μέχρι την Απλωταριά. Σαν σε παρέλαση!!

Αλλάξαμε πάλι σοκάκι, και τούτη τη φορά είμαστε πιο τυχεροί. Πέσαμε σε μια γειτονιά που πολλά απ’ τα σπίτια είχαν ένα κόκκινο φωτάκι στην εξώπορτα. Ρώτησα τον Λάμπρο αλλά δεν ήξερε γιατί τα είχαν. Ήταν ήσυχα. Μόνο πιτσιρικάδες και κάποιοι φαντάροι τριγύριζαν. Οι κυρίες με τα φανταχτερά φορέματα και τις πλεκτές μπέρτες, μας έδιναν αρκετά. Ένα γραμμόφωνο έπαιζε λαϊκά στο γωνιακό καφενείο. Παραφωνία μεν, ωραία δε. Τι να πεις. Ο κόσμος διασκεδάζει τέτοιες μέρες όπως μπορεί. Ε, κι ο θείος μου παίζει μπουζούκι στους «Τρεις μύλους», δεν λέει μόνο τα κάλαντα!!

Εκεί όμως που έπεφτε το πιο χοντρό μπαξίσι ήταν στα χασαπιά. Οι χασάπηδες ήταν πάντα ανοιχτοχέρηδες. Το φυσούσαν και ειδικά τέτοιες μέρες ο κόσμος άφηνε πολλά λεφτά για τα κρέατα. Αν και μου ερχόταν μια αναγούλα από την μυρωδιά του ωμού κρέατος, συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε στο νονό μου. Χασάπης κι αυτός, έχει χοντρό πορτοφόλι και βέβαια απολάμβανα πάντα πολύ καλά δώρα. Αφού του τα είπαμε και τα ξαναείπαμε για το συνεταίρο του, βγάζει ένα πενηντάρικο… πω πω. Ένα χάρτινο μπλε πενηντάρικο.

-Αυτά για την παρέα. Μου λέει. Και αυτό για σένα. Ανοίγω το χέρι μου και μου βάζει μέσα ένα τεράστιο ασημένιο νόμισμα. Άστραφτε!! Είχε γύρω γύρω χαραγμένους όλους τους βασιλιάδες και στη μέση την σημαία… Τριάντα δραχμαί!!! Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Το περιεργαζόμουν για ώρα μέχρι που ο Λάμπρος μου είπε να φεύγουμε. Φίλησα το χέρι του νονού, του ευχήθηκα και προχωρήσαμε προς τον Μπαλουκ-χανά.

Το Τζαμί γύρω γύρω το είχαν πάρει οι άλλοι αλλά ποιος μας ήξερε; Έτσι αποφασίσαμε να το πάρουμε μια γύρα κι εμείς. Μοσχομύριζαν τα μπαχάρια και τα αρώματα. Απέναντι τα μανάβικα διαλαλούσαν τα φρούτα και τα σαλατικά τους. Όμως αυτοί οι μανάβηδες, δεν ήταν σαν τους χασάπηδες. Μας έδιωχναν γιατί μπλέκαμε ανάμεσα στους πελάτες τους.



Φεύγοντας πέσαμε πάνω σε ένα καραβάκι. Ήταν ολόφωτο και στολισμένο με χρωματιστά σημαιάκια!! Οι καμινάδες κάπνιζαν σαν αληθινές. Τι όμορφο! Είχαν βάλει φωτιά στο καζανάκι και ο ατμός έκανε τη σφυρίχτρα να αντηχεί σε όλη την πλατεία. Χωρίς να το περιμένουμε, ο κανονιέρης έριξε και δυο κανονιές που μας έκανε να πεταχτούμε από τον ξαφνικό κρότο. «Την καλησπέρα έφερα με ένα διαμάντι φίλο. Με ρόδα και τριαντάφυλλά χρόνια πολλά να στείλω..» τόσα πολλά παινέματα.. που να τα θυμάσαι. «Σ αυτό το σπίτι που ‘θαμε τα ράφια είναι ξυλένια, του χρόνου σαν ξανάρθουμε να ναι μαλαματένια. Σ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει. Έχεις και γιο και μονογιό και κόρη, μονοκόρη. Καπετανάκι να το δεις σ’ ελληνικό βαπόρι…άντε να πα να φύγουμε κι η ώρα πλησιάζει και τ’ αστεράκια τ’ ουρανού ρίχνουν ψιλό τ’ αγιάζι…»

Με τούτα και με κείνα φτάσαμε στο σημείο συνάντησης με τους υπόλοιπους της παρέας. Βάλαμε όλα τα φράγκα μας μέσα σε ένα καπέλο και άρχισε η μοιρασιά. Άμα πήρα το μέκι μου, κατάλαβα πως πράγματι άξιζε τον κόπο . Διακόσιες πενήντα δραχμές μά­ζεψα, τότε. Χώρια το τριαντάρικο του νονού μου. Κι αμέσως πήγα να τα τοκίσω. Καθώς γύριζα 'στα μαγαζιά μου γυάλισαν δυο κουμπαράδες ο Χοντρός και ο Λιγνός. Είκοσι δραχμές ο ένας είχε. Τους πήρα δώρο στην αδελφή μου και σε μένα. Για την Πρωτοχρονιά.

Γρήγορα με την παρέα πήραμε το δρόμο για το σπίτι, ευχαριστημένοι και χαρούμενοι. Καθώς παίζαμε και χοροπηδούσαμε ανέμελα, σκοντάφτω και τσακ! Μια η τραμπούκα μου πάνω σ' ένα στύλο. Τότε ήταν που έσπασα το πίσω μέρος της. Παρ όλα τα καλά δεν ξανακατέβηκα στη Χώρα. Προτιμούσα τη ήσυχη γειτονιά μας με τους γνωστούς και τους συγγενείς που έδιναν λιγό­τερα λεφτά αλλά πιο πολύ Χαμόγελο.

Του Μπάμπη Κοιλιάρη




Υ.Γ Η «Τραμπούκα» είναι το Χιώτικο πήλινο μουσικό όργανο, το οποίο παραδοσιακά συνοδεύει τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Share:


ΣΑΣ
ΕΥΧΟΜΑΙ
ΚΑΛΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΚΑΙ
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ
Ο
ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ
ΧΡΟΝΟΣ
ΜΕ
ΕΙΡΗΝΗ
ΑΓΑΠΗ
ΚΑΙ
ΓΑΛΗΝΗ
ΣΕ
ΕΣΑΣ
ΚΑΙ
ΤΗΝ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
ΣΑΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ

> Ελπίζουμε να βασιστούμε σε πιστούς αναγνώστες και όχι σε ακανόνιστες διαφημίσεις. Ευχαριστώ!

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Blog Archive

Recent Posts