Μια νύχτα γιορτινή, σε ένα μικρό νησί...
-Πείτε μου, αγόρια μου, τι θέλετε να σας φέρει ο Άγιος Βασίλης;
-Μπαμπά, εγώ θέλω
ένα μεγάλο δέντρο!
-Εγώ θέλω πολλά,
λαμπερά στολίδια. Εσύ, μπαμπά, τι θέλεις;
-Εγώ θα ήθελα... να στολίσουμε το δέντρο μαζί!
Και ποιος δεν ήθελε! Όμως, ο μπαμπάς δεν ήταν στο νησί, αλλά σε ένα καράβι στην άλλη άκρη της γης. «Έτσι δουλεύουν μερικοί μπαμπάδες, είναι ναυτικοί», έλεγε η μαμά.
Τα αγόρια ευχήθηκαν να είχαν ένα δέντρο τόσο ψηλό που, αν σκαρφάλωνες σε αυτό, να έφτανες στον Αϊ-Βασίλη και να ζητούσες ό,τι ήθελες! Τόσο λαμπερό, που να το έβλεπε ο μπαμπάς, όπου κι αν βρισκόταν.
Το πρωί των Χριστουγέννων βρήκαν στο
σαλόνι ένα μικρό δεντράκι κι ένα γράμμα από τον Αϊ-Βασίλη!
«Καλά μου
παιδάκια, το δεντράκι, που σας έκανα δώρο, μεγαλώνει με ΑΓΑΠΗ! Κάθε φορά που
σκέφτεστε κάποιον με αγάπη, το δέντρο θα ψηλώνει. Ποιος ξέρει πόσο ψηλά θα
φτάσει;
Στολίδια λαμπερά θα γίνουν οι ελπίδες σας. Κάθε ευχή σας θα λαμποκοπάει σαν αστέρι».
Το δέντρο ψήλωνε... και ψήλωνε κι έγινε τόσο μεγάλο που, αν ήθελε, ο Αϊ-Βασίλης θα μπορούσε να κατέβει κάνοντας τσουλήθρα στα κλαδιά του! Έγινε τόσο λαμπερό, όπως η λαχτάρα των παιδιών να έχουν τον μπαμπά στο σπίτι την Πρωτοχρονιά! Τόσο μαγικό, που ο εκείνος μπορούσε να το δει και να νιώσει ότι τον αγαπούν! Δεν ένιωθε πια τόσο μόνος.
Εκείνη την Πρωτοχρονιά ήταν λες και
πραγματοποιήθηκαν όλες οι ευχές.
Χμμμμ όλες; Η καλύτερη ευχή έμεινε για αργότερα...
Ένα χρόνο μετά, τα παιδιά δε χρειάζονταν κανένα πελώριο δέντρο για να δείξουν την αγάπη τους. Γιατί το στόλιζαν όλοι μαζί στο σπίτι!
Όμως, αν κοιτούσαν έξω, στον ουρανό
μπορούσαν να δουν χιλιάδες θεόρατα, στολισμένα δέντρα, που έστελναν αγάπη στα
καράβια όλης της γης!