Αυτή τη μέρα κάθε Έλληνας, και όχι μόνο οι Έλληνες του Πόντου, υποχρεούται να κάνει μια αναδρομή στην ιστορική του μνήμη, να φέρει στην επιφάνεια τα γεγονότα εκείνης της εποχής, να θυμηθεί, να αισθανθεί περήφανος, να δακρύσει, να τιμήσει τη μνήμη των πεσόντων και να διδαχθεί. Αυτό θα προσπαθήσω να κάνω κι εγώ σήμερα. Να γυρίσω το χρόνο πίσω.
Το ποντιακό ζήτημα ξεκινάει από την έναρξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Οι Νεότουρκοι ετοιμάζουν κρυφά το σχέδιο της εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής για να δημιουργήσουν τη νέα καθαρή Τουρκία. Η εφαρμογή του σχεδίου της γενοκτονίας άρχισε από το 1914 με το μεγάλο διωγμό και κορυφώθηκε με την απόβαση του Μουσταφά Κεμάλ στην ηρωική και συνάμα μαρτυρική Σαμψούντα στις 19 Μαΐου του 1919. Όπου δίνοντας επιπλέον όπλα, χρήμα, και νομιμοποίηση στο σφαγέα Τοπάλ Οσμάν ολοκλήρωσε το σχέδιό του. Εισβάλλουν σε σπίτια, κλέβουν και καταστρέφουν περιουσίες, ατιμάζουν νέους, κρεμούν ιερείς, δολοφονούν αθώους πολίτες και σε συνδυασμό με τους αναγκαστικούς εκτοπισμούς, τα τάγματα εργασίας, τα δικαστήρια ανεξαρτησίας οδήγησαν στο θάνατο 353.000 αθώους Έλληνες του Πόντου.
Το 1914 μέχρι 1923 το Ελλαδικό κράτος, η διεθνή κοινότητα στην πλειοψηφία τους, εγκατέλειψαν τους Έλληνες του Πόντου, της Σμύρνης, τους Μικρασιάτες, τους Αρμένιους, τους Ασσύριους και άφησαν τους Τούρκους να εκτελέσουν το αποτρόπαιο έγκλημά τους σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών. Σήμερα λοιπόν δεν είναι μόνο ημέρα ανάμνησης και μνημοσύνου, είναι ημέρα εθνικού πόνου και εθνικής μνήμης. Είναι επέτειος μνήμης, τιμής, και χρέος στους 353.000 αδικοχαμένους Πόντιους αδερφούς μας, που σφαγιάστηκαν και λεηλατήθηκαν, μαρτύρησαν, και ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους.
Έφυγαν παίρνοντας μαζί τους όχι μόνο τη νοσταλγία για τις αλησμόνητες χαμένες πατρίδες αλλά και τα τραγούδια, τους βυζαντινούς θρήνους για την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, φέρνουν τα ιερά και όσια, τα δισκοπότηρα, τα ευαγγέλια, τα οστά των τιμημένων αγίων ως μια νέα ανθρώπινη δημιουργική κιβωτό. Όσα δεν μπορούν να μεταφέρουν, τα κρύβουν στα άγια χώματα, αφήνοντάς τα στη φύλαξη της Παναγίας Σουμελά και μεταδίδουν το μυστικό από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά για να μπορούμε εμείς σήμερα να προσκυνάμε και να ζητάμε τη χάρη της. Οι πρόγονοί μας έχασαν τη ζωή τους στον αγώνα αυτό για να μην αλλοιωθεί η πίστη τους, να μη χαθεί η δική τους και με τη σειρά η δική μας εθνική ταυτότητα. Είναι σημαντικό λοιπόν μια τέτοια μέρα να μην ξεχνάμε, γιατί οι λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να αφανιστούν.
Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα μνημονεύουμε τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, ως ελάχιστο φόρο τιμής στους προγόνους μας, ενώνουμε τις φωνές μας έχοντας ως αίτημα τη διεθνοποίηση και αναγνώριση των τραγικών σελίδων της ελληνικής ιστορίας. Εδώ στον ιερό χώρο σήμερα, παρουσία μελών και φίλων του συλλόγου μας, επαναλαμβάνουμε την υπόσχεση
Αυτή η μέρα επιτάσσει σε όλους την εκπλήρωση ενός εθνικού χρέος, του χρέος μιας αποκατάστασης μιας ιστορικής αλήθειας και μαζί της διεθνής αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, δίπλα σε αυτή της Αρμενίας και του Ολοκαυτώματος των Εβραίων. Η τραγωδία των Ελλήνων του Πόντου που τιμούμε σήμερα συμπεριλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται από τη διεθνή σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών να χαρακτηριστεί ως Γενοκτονία, γιατί η Γενοκτονία είναι ένα προμελετημένο έγκλημα, που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, το έγκλημα αυτό δεν παραγράφεται. Αναγνωρίζεται, δικαιώνεται, καταδικάζεται και τιμωρείται.
Κοινή υποχρέωση όλων μας είναι να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να κάνουμε τη μέρα αυτή, μέρα περισυλλογής και ευθύνης για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Στόχος μας είναι να ενώσουμε τις φωνές μας και να ζητήσουμε από τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου. Απαίτηση όλων μας είναι η αναγνώριση της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού από τη διεθνή κοινότητα ως ηθική δικαίωση και τη θέσπιση νομοθετικού πλαισίου που να μην επιτρέπει στα κράτη την άρνηση των γενοκτονιών πράττοντας γενοκτονίες μνήμης.
Εμείς, η 3η και 4η γενιά των Ποντίων, τιμώντας τους 353.000 νεκρούς, αθώα θύματα της γενοκτονίας των ελλήνων του Πόντου από τους Τούρκους, ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ, αγωνιζόμαστε συντονισμένα με κάθε θεμιτό μέσο για ΔΙΚΑΙΩΣΗ. Γιατί δε θέλουμε να ξαναζήσουμε νέες γενοκτονίες. Και υποσχόμαστε ότι θα προχωρήσουμε στο δρόμο που χάραξαν οι πρόγονοί μας με απόλυτο σεβασμό στην ιστορία, στις αρχές και στις παραδόσεις τους. Πιστοί σύντροφοι σε αυτό τον αγώνα είναι οι ευχές και οι προσευχές των προγόνων μας και η ιστορία του λαού μας. Αιώνια η μνήμη τους.
Κύριε Μιχαηλίδη, κύριε Δήμαρχε, κύριε Ταξίαρχε, κύριε Αντιπεριφερειάρχη, εκπρόσωποι ενώσεων και πολιτιστικών σωματείων, κυρίες και κύριοι θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας σήμερα εδώ.
Θα ήθελα να σας αναφέρω ότι με λένε Τραπεζούντα, Σούρμενα, Τρίπολη, Αργυρούπολη, Νικόπολη. Με λένε Αμάσεια, Κερασούντα, Αμισό, Οινόη….με έχουν σκοτώσει, με έχουν κρεμάσει, με έχουν βιάσει, με έχουν σύρει στις εξορίες για να με αφανίσουν αλλα είμαι ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ…και με λένε ΠΟΝΤΟ.
Εμείς είμαστε οι άλλοι που δεν γενοκτονήθηκαν! Είμαστε τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών που ήρθαν ρακένδυτοι το 1922 στην Ελλάδα μετά από 2000 χρόνια ιστορίας. Είμαστε αυτοί που ακούσαμε την κραυγή «θάλατα, θάλατα» που αναφώνησαν οι Μύριοι του Ξενοφώντα όταν αντίκρισαν την θάλασσα του Εύξεινου Πόντου.
Είμαστε αυτοί που όταν ήρθαν οι παππούδες μας από την πατρίδα τους, στην Ελλάδα, τους συμπεριφέρθηκαν σαν ξένους, πεταμένους.!
Εδώ και πλέον ένα αιώνα από την γενοκτονία των προγόνων μας από τους νεότουρκους και τον Κεμάλ Πασά, συνεχίζουμε να διεκδικούμε το δικαίωμα μας στην μνήμη. Τη Διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
353.000 αθώα θύματα, 353.000 αθώες ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα και απάνθρωπα, δεν μας επιτρέπουν να ξεχάσουμε.
Το υπέρτατο αυτό έγκλημα, η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, εν έτη 2022 παραμένει όχι απλά ατιμώρητο αλλά και μη αναγνωρίσημο από την Διεθνή κοινότητα. Η αναγνώριση είναι το ηθικό χρέος του σήμερα στους προγόνους μας, αλλά και ηθικό καθήκον για τις γενιές που έρχονται.
Πιστεύουμε στις δημοκρατικές αρχές και τη Δημοκρατία, και η Διεθνής κοινότητα θα πρέπει επιτέλους να αντιδράσει!!
Τίποτα δεν ξεχνιέται όσο εμείς θα συνεχίσουμε να παλεύουμε μέχρι τελικής δικαίωσης. Θα συνεχίσουμε εμείς ότι πιο όμορφο μας άφησαν οι προγόνοι μας. Την παράδοση του πολιτισμού μας και εμέις σαν Τρίτη Γενιά θα την περάσουμε στις επόμενες.
Δεσμευόμαστε να συνεχίσουμε τον αγώνα μας προς την Αναγνώριση, Αυτό μας επιβάλλει η ιστορία μας, αυτό μας επιβάλλει ο πολιτισμός μας, αυτό μας επιβάλλουν 353.000 ψυχές που μας κοιτούν από ψηλά και απαιτούν δικαίωση.
Η μνήμη θα κερδίσει τη λήθη!! Δεν ξεχνώ – Πάντα τιμώ.
Πάντα θα υπάρχουν στην καρδιά μας όλα τα θύματα της Γενοκτονίας και η πατρίδα μας….κανένας δεν ξεχνιέται…τίποτα δεν θα ξεχαστεί...η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας και η μνήμη ο στρατηγός μας.
Πόντος εν’ άστρον φωτεινόν…ΟΨΕ…ΣΗΜΕΡΟΝ…ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ!
Σας ευχαριστώ πολύ.
«Η Γη του Πόντου», Δημήτρης Ψαθάς, 1966
Οι παιδικές αναμνήσεις του Ψαθά μου θυμίζουν τις ιστορίες του παππού μου, του Γιώργου και του παππού μου, του Δημήτρη. Μπορούσαν κι αυτοί να διηγηθούν τα σοβαρά πράγματα με εύθυμο τρόπο.
Να κι ο Άη Γρηγόρης, η μεγαλόπρεπη μητροπολιτική μας εκκλησιά, όπου ο μητροπολίτης Χρύσανθος δεν αφήνει σχεδόν καμιά Κυριακή χωρίς να θυμηθεί στο κήρυγμά του τους θρυλικούς «μυρίους» του Ξενοφώντος που απ’ τα ψηλά βουνά της Τραπεζούντας αντικρύσαν το γαλάζιο πέλαγος και φώναξαν:
—Θάλαττα! Θάλαττα!
Εδώ στην Τραπεζούντα κατέβηκαν, κι εδώ σε τούτον τον γιαλό λούστηκαν, ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, μάχες, δοκιμασίες —λέει ο δεσπότης—. Αιώνων ιστορία ελληνική έχει η πόλη τούτη, όλα το μαρτυρούν, αρχαίοι συγγραφείς, αρχαία τείχη και κάστρα, τάφοι αυτοκρατόρων, εκκλησιές, και προ πάντων ο λαός ο ριζωμένος στ’ άγια τούτα χώματα, που τα ποτίζει με δάκρυ και ιδρώτα και συνεχίζει από γενιά σε γενιά την προαιώνια ιστορία της Ελλάδας.
Κοιτάζω τον πατέρα μου, δακρύζει:
—Γιατί, πατέρα;
Σκύβει πολύ ο πατέρας μου για να με φτάσει:
—Σώπα παιδί μου, τα καλά παιδιά δεν μιλάνε στην εκκλησιά.
Κι ενώ σκουπίζει τα μάτια του με το μαντήλι:
—Άμα θα μεγαλώσεις, θα καταλάβεις.
Πολλά είν’ αυτά που δεν καταλαβαίνω ακόμα, κι όχι μονάχα έξω, αλλά και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, όπως εκείνα τα περίεργα κάδρα με τα παράξενα πρόσωπα που βρίσκονται κρεμασμένα γύρω τριγύρω στο σαλόνι μας —τα τόσο αγριωπά— άλλος με περικεφαλαία, άλλος με πιστόλες και μαχαίρες, άλλος με μακριά κυματιστά μαλλιά κι όλοι τους με μάτια φλογερά, με άφθονα γένια και μουστάκια, και μπορώ να διαβάζω χωρίς κόπο τα ονόματα που είναι γραμμένα από κάτω:
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, ΜΙΑΟΥΛΗΣ, ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ,
ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΡΑΙΟΣ κτλ.
Στην γιορτή του πατέρα μου, που έρχονται και Τούρκοι, φίλοι και πελάτες του, για να του πουν «χρόνια πολλά», κοιτάζουν και κείνοι με μεγάλη απορία όλα αυτά τα κάδρα και ρωτούν:
—Κυρ Γιάννη, γιάχο, τι είναι όλοι τούτοι;
—Συγγενείς μου είναι, Χασάν εφέντη.
—Μεγάλο συγγενολόι έχεις, κυρ Γιάννη.
—Ναι, όλους τους συγγενείς μου τους έχω εδώ. Μακρινούς και κοντινούς.
—Ασκ ολσούν (μπράβο), κυρ Γιάννη, καλός άνθρωπος είσαι για ν’ αγαπάς έτσι όλο σου το σόι!
Σε μένα, όμως, ο πατέρας μου κάποτε έδωσε άλλη εξήγηση:
—Αυτοί, παιδί μου, είναι εκείνοι που δώσαν στην Ελλάδα μας την λευτεριά.
—Και τι θα πει, πατέρα, λευτεριά;
Αναστέναξε εκείνος:
—Άμα θα μεγαλώσεις, θα τα μάθεις.
Όταν βρίσκεσαι σε μια ηλικία που σκύβει πολύ ο πατέρας σου για να σε φτάσει, δεν μπορείς, βέβαια, να νοιώσεις την σημασία της λέξης «λευτεριά». Τα χρόνια εκείνα, άλλωστε, παίζαμε με τα «τουρκοπούλια» κι όταν μας δέρνανε, τα δέρναμε, χωρίς κανένα φόβο. Αργότερα ήταν αλλιώς. Τότε, όμως, όλα ήσαν όμορφα, κι ο κόσμος γύρω μας ένας σωστός παράδεισος.
Ο Ψαθάς, σε μια ομιλία του εξέφρασε πολύ όμορφα αυτό που ζήσαμε κι εμείς από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας:
Ο Ελληνικός Πόντος διατηρεί όλη τη γνήσια όψη του έτσι όπως την είχε κάποτε στα μακρινά εκείνα ακρογιάλια και τα ψηλά ρασία, που ζούνε μέσα στη μνήμη μας και στην ψυχή μας. Δεν είμαστε αρρωστημένοι νοσταλγοί. Εφτιάξαμε τη νοσταλγία μας τραγούδι και χορό αλλά και ρίξαμε όλη τη δύναμη της ψυχής μας στη δράση και στο μόχθο. Στις πόλεις, στα χωριά, στη γη που οργώσαμε, στο εμπόριο, στις επιστήμες, στα γράμματα και στις τέχνες, ολούθε όπου δόθηκε ο καθένας μας, στέριωσε και αναδείχθηκε άξιος δουλευτής. Είμαστε οι πανάρχαιοι Έλληνες, που η φύτρα μας κρατά 25 αιώνες. Ένα από τα πιο ζωντανά στοιχεία του Ελληνισμού, που συνεχίζουμε με πίστη και ευλάβεια τις παραδόσεις μας, εδώ στη γη της μητέρας Ελλάδας, όπως και στη γη εκείνη του Πόντου που αφήσαμε.
Είμαι σίγουρη ότι η γιαγιά μου η Αναστασία και η γιαγιά μου η Αφροδίτη θα κουνούν το κεφάλι και θα χαμογελούν μαζί με τους παππούδες μου, γιατί βλέπουν ότι οι επόμενες γενιές δεν τους ξεχνούν και παλεύουν για την αναγνώριση της θυσίας των Ελλήνων του Πόντου και των Ελλήνων όλων των χαμένων πατρίδων.
Σοφία Τοπαλίδου-Αργυρουδη