Προχθές βράδυ ονειρεύτηκα ότι ταξίδευα. Οτι ήμουν σε ένα πλοίο και πήγαινα σε ένα νησί. Καλοκαίρι μάλλον, γιατί αν και ήταν πολύ πρωί και έκανε ψύχρα, τα ρούχα μου ήταν ελαφρά -έτσι τα ένιωθα.
Είχα ξυπνήσει, είχα στο χέρι ένα χάρτινο ποτήρι με αχνιστό καφέ και άφηνα τον άνεμο να ανακατεύει τα μαλλιά μου. Με μισόκλειστα μάτια, αντίδραση στο πρώτο φως της μέρας, απολάμβανα γουλιά γουλιά το πρώτο ρόφημα της ημέρας, σχεδόν ξαπλωμένη σε μια άνετη σεζ-λονγκ.
Παράξενο δεν είναι, τα πλοία που πηγαίνουν στα ελληνικά νησιά δεν έχουν σεζ-λονγκ και στα πλοία που σου παρέχουν άνετες σεζ-λονγκ, σαν αυτές που βλέπει σε ταινίες εποχής, μάλλον δεν σερβίρουν καφέ σε χάρτινα ποτήρια. Δεν έχω ταξιδέψει με τέτοιο καράβι, δεν μπορώ να ξέρω. Αλλά όνειρο ήταν, μπορούσα να τα έχω και τα δυο.
Μια προσδοκία μεγάλης ευτυχίας με είχε πλημμυρίσει: για μέρη όμορφα, νερά γαλανά, βράδια με άρωμα από γιασεμί και δροσερά ποτά, γέλια, αστεία, ανθρώπους που αγκαλιάζονται, που μοιράζονται μυστικά ή που ζουν στιγμές που η αξία τους μεγαλώνει όσο μένουν μυστικές.
Απογευματινό ύπνο στο ημίφως από τα κλειστά ξύλινα παντζούρια. Ενα δωμάτιο με ανεμιστήρα οροφής, να κάνει ένα υπόκωφο φουπ-φουπ-φουπ, καθώς δουλεύει. Νυχτερινές βόλτες σε αμμουδιές με αρμυρίκια, ξυπόλυτη, με τα πόδια πότε στο νερό και πότε στην άμμο και ουρανούς γεμάτους αστέρια: Να, εκεί δεξιά ο τάδε αστερισμός, και, κοίτα αριστερά, ο δείνα.
Η όσφρησή μου μπερδευόταν, πότε το άρωμα του δυνατού καφέ και πότε αυτό της θάλασσας, που ήρεμη, φιλική, λεία δεχόταν χωρίς καμία διαμαρτυρία το καράβι μας -το καράβι μου- να τη διασχίσει και να με πάει στο νησί. Να φοράω σανδάλια και φαρδιά φορέματα, να δαγκώνω ροδάκινα και νεκταρίνια και για λίγες, ελάχιστες ημέρες, να μπορώ να αφήσω τα πάντα πίσω. Ο,τι αλλάζει και ό,τι δεν αλλάζει.
Δεν θυμάμαι πώς τελείωσε το όνειρο, αν έφτασα στο νησί και ποιοι με περίμεναν εκεί. Δεν θυμόμουν καν το όνειρο όταν ξύπνησα, νωρίς το πρωί.
Εξω ψιλόβρεχε. Μια από αυτές τις ήπιες βροχές του Απριλίου ( πρώτη του Απρίλη σήμερα, καλό μήνα) , που ακόμη δεν έχει αποφασίσει πότε θα ανοίξει την πόρτα του στην άνοιξη, κι ας έλεγε άλλα το ημερολόγιο. Εκανε κρύο, ακριβώς όπως είχε προβλέψει η μετεωρολογική, και τυλίχτηκα με τη μάλλινη ζακέτα μου.
Ανοιξα την τηλεόραση και την άφησα να παίζει χαμηλά. Εφτιαξα καφέ, κάτι για πρωινό και κάθισα κοντά στο μισάνοιχτο παράθυρο, να βλέπω έξω. Μα τι να δω;
Ενα περιπολικό κατέβηκε βιαστικά από τον κεντρικό δρόμο, η καμινάδα στον φούρνο απέναντι άχνιζε, ελάχιστοι άνθρωποι κινούνταν βιαστικά, ένα αυτοκίνητο πέρασε. Η βροχή μύριζε πολιορκία και αδιόρατο φόβο.
Πίσω μου οι ειδήσεις ζοφερές, αν και εκφέρονταν από ανθρώπους ευγενείς, μειλίχιους, που πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους, όπως εγώ και τόσοι άλλοι. Μέρες τώρα δεν άνοιγα το ραδιόφωνο, παρά μόνο για τις ειδήσεις στο αυτοκίνητο, στις περιορισμένες στο απολύτως απαραίτητο μετακινήσεις μου.
Μου είχε κοπεί η διάθεση για μουσική και χαρούμενα λόγια. Εκείνο το πρωί δεν μύριζα τον καφέ, ούτε τη βροχή, δεν μου ερχόταν το ζεστό άρωμα του ψωμιού ή των γλυκών από απέναντι. Μόνο μια βαριά μυρωδιά αντισηπτικού, χλωρίνης και οινοπνεύματος.
Αλλά εγώ δεν είχα χρησιμοποιήσει τίποτα από όλα αυτά, όχι εκείνη την ώρα. Σαν οι υποδοχείς της όσφρησης να είχαν «κρασάρει» και δεν αναγνώριζαν τίποτα άλλο.
Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη εκείνη την στιγμή, αλλά έκλεισα για λίγο τα μάτια και όλο το όνειρο άρχισε να παίζει μέσα από τα βλέφαρά μου. Το πλοίο, το νησί, οι αγκαλιές, η θάλασσα, η άμμος, τα γέλια, τα ροδάκινα, οι άνθρωποι...
Ηπια μια μεγάλη γουλιά καφέ, άνοιξα το παράθυρο. Ο φούρναρης έψηνε τσουρέκια με μαστίχα, η βροχή μύριζε χώμα και τα χέρια μου σαπούνι με άρωμα πορτοκάλι και κανέλα.
Αυτό ήταν. Τότε ξεκίνησε η μέρα.
Αρχοντία Κάτσουρα efsyn.
Αρχοντία Κάτσουρα efsyn.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου