katarraktisvillage

Μπισκότα με Μαστίχα ! Γλύκισμα & Υγεία!

Εαν θέλετε κάτι διαφορετικό για τις γιορτές όπου θα έχετε και γλύκισμα και καλή υγεία μια είναι η συνταγή!!

 Τα μπισκότα δεν λείπουν ποτέ από το σπίτι που υπάρχουν παιδιά καθώς είναι μια γλυκιά επιλογή για όλες τις ώρες της ημέρας. Θα τα βρείτε σε μεγάλη ποικιλία γεύσεων και γεμίσεων που θα ικανοποιήσουν κάθε γούστο.


Σήμερα σκεφθήκαμε τη λύση της μαστίχας, που εκτός από την ωραία φυσική της γεύση και φρεσκάδα που αποδίδει, έχει σημαντικά αποτελέσματα στην προστασία και στη διατήρηση της υγείας μας, μέσω ποικίλων επιδράσεων στον οργανισμό μας.

Η μαστίχα χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ως φάρμακο για τις διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος.

Μεγάλος αριθμός μελετών αποδεικνύει τις ευεργετικές επιδράσεις της στο πεπτικό σύστημα.

 Φαίνεται να παρουσιάζει προστατευτική δράση στην καρδιά και στα αγγεία, καθώς μελέτες1011 δείχνουν ότι η κατανάλωσή της μειώνει τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, της LDL («κακής») χοληστερόλης, της λιποπρωτεΐνης α. ενώ παράλληλα προστατεύει καθολικά την LDL χοληστερόλη από οξείδωση (μια διαδικασία που βάζει τον θεμέλιο λίθο για τη δημιουργία αθηρωματικής πλάκας στα αγγεία).

Υλικά:

600γρ αλεύρι
200γρ Βιτάμ
1 κουταλάκι του γλυκού



 μπέικιν πάουντερ
200γρ άχνη ζάχαρη
3 αυγά
15γρ μαστίχα σε σκόνη
130γρ γάλα

Εκτέλεση:

Χτυπάμε στο μίξερ το Βιτάμ με την άχνη μέχρι να αφρατέψει. Ρίχνουμε ένα ένα τα αυγά τη μαστίχα και το γάλα.Σταματάμε το χτύπημα και ενσωματώνουμε το αλεύρι και το μπέικιν. Τυλίγουμε σε μεμβράνη τη ζύμη και αφήνουμε στο ψυγείο για μισή ώρα. Πλάθουμε τα μπισκότα και αλείφουμε την επιφάνεια τους με λίγο αυγό.Τα ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180°C για μισή ώρα περίπου.


Share:

ΕΚΤΟΣ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑ . . . Μελομακαρονίαση έχετε δυστυχώς

Το τεστ γεύσης και όσφρησης μου είπε ο γιατρός

να κάνω καθημερινά σπίτι ανελλιπώς

κι  αν αισθανθώ παράξενα να του τηλεφωνήσω

συμπτώματα και τα λοιπά για να του εξηγήσω.

Κι εγώ που είμαι υπάκουος πάντα εις τον γιατρό μου


σ'  ότι μου πει κάθε φορά, πάντα για το καλό μου, αμέσως προμηθεύτηκα και λόγω εορτών,

«λίγα» μελομακάρονα, περίπου ένα  βουνό . . .και κάθε λίγο έπαιρνα ένα να το μυρίσω

μοσχοβολούσε τ΄ άτιμο και για να προχωρήσω να δω αν και η γεύση μου θα ανταποκρινόταν

αμέσως το χλαπάκιαζα, εξάλλου δεν γινόταν να κάνω διαφορετικά καθότι γλυκατζούρης

ίσως απ΄τα πολλά γλυκά να ‘μαι τόσο γλυκούλης.

Το τεστ επαναλήφθηκε περίπου δέκα μέρες συνολικά χλαπάκιασα αμέτρητες πιατέλες

με άριστη την όσφρηση και τέλεια την γεύση, πολύ σωστό  βρήκα το τεστ κι άρχισε να μ’ αρέσει

μα  ξάφνου  ένα μπούκωμα  ένοιωσα στο στομάχι που έφθανε μέχρι ψηλά περίπου σαν στηθάγχη

 μπορεί να ‘  χα και δέκατα, με πιάνει πανικός, ανάστατος τηλεφωνώ έρχεται ο γιατρός

κι  αφού με θερμομέτρησε, πήρε την πίεση μου, εξέτασε την γεύση μου μα και την όσφρησή μου,

εγώ να τρέμω σύγκορμος μην είμαι θετικός τον ρώτησα δειλά – δειλά : « ο  κορονοϊός?»

-«Μελομακαρονίαση  έχετε δυστυχώς

το ξέρω θα με κράξετε «Εμμέτρως  πλην  σαφώς » ως επιστήμων βέβαια και ως καθηγητής

εφόσον το προφθάσαμε  επί ξυρού ακμής

κρούω τον κώδωνα λοιπόν για να συμμορφωθείτε μελομακάρονα σαφώς να μη  ξαναγευθείτε

στο χρονικό  διάστημα ως την πρωτοχρονιά, μετά μπορείτε πια μισό να τρώτε τη φορά

μισό ανά τριήμερο, ένα την εβδομάδα διότι ήδη ανήκετε σε ευπαθή ομάδα.

 Εντάξει , είπαμε γιορτές και ο καθένας θέλει να φάει μελομακάρονα , όμως κύριε Ψαρέλη

εσείς  το παρακάνατε κι ακούστε με καλά ούτ’ ένα πια από σήμερα  ως την πρωτοχρονιά

Μπορεί να είσαστε λεπτός, και άκρως υγιής και για να είμαι  σύντομος  αλλά κι ειλικρινής

χοληστερίνη χαμηλή, ζάχαρο χαμηλά πίεση, ακροαστικά, όλα πολύ καλά,

όμως αν συνεχίσετε μ’ αυτή την τακτική σας  βλέπω πολύ σύντομα εις την εντατική . . . »

Κι αφού κάπως ησύχασα πως δεν ήτο το . . . άλλο πήρα λίγο τα πάνω μου σκέφτομαι τι να κάνω

γιατί  δεν λέω ως γιατρός ,διδάκτωρ στη Βοστόνη καλά τα λέει, έλα ντε  όμως που   δεν  κουμπώνει

 η μπλούζα του η ιατρική  πάνω απ΄την κοιλιά του γιατί  πώς να το κάνουμε τα είχε τα κιλά του

κι αντί να δει τα χάλια του και δίαιτα ν’ αρχίσει μήπως χάσει λίγα κιλά  για να αδυνατίσει

σε μένα βρήκε να τα πει που είμαι τόσο  ωραίος τόσο λεπτός , ερωτικός και μια ζωή  μοντέλος,

 οπότε δεν κρατήθηκα και ευθαρσώς  του λέω:

-« Γιατρέ μου είναι δυνατόν ?  δεν σας  αμφισβητώ, όμως  μ’ αυτά που άκουσα  συνέβη  να σκεφτώ

πως νύχτα το πτυχίο σας το πήρατε με μέσο εγώ είναι αδύνατον όταν κάτι αρέσω

να κάνω τόση αποχή  με άριστη υγεία και σας ρωτώ αν υποστώ μια  υπογλυκαιμία?

Θα κάνω ότι  είπατε , μισό ανά τρεις μέρες, οι νύχτες άρα ελεύθερες θα τρώω  τρεις πιατέλες,

για κουραμπιέδες  βέβαια δεν  είπατε κουβέντα άρα έχω ελεύθερο, τους τρώω με μερέντα,

είναι δικιά μου συνταγή, αφού την άχνη  γλύψω μεσ’ τη μερέντα τους βουτώ πριν τους καταβροχθίσω.

Και  πάμε στα σιροπιαστά , πρώτα στον μπακλαβά, γιατί  συνοφρυώνεσαι  και βλέπετε  λοξά?

ένα ταψάκι μπακλαβά  και ένα σαραγλί νομίζω  είστε σύμφωνος , σαν δόση είναι καλή

γιατί  τι  άλλο έχουμε έτσι «φυλακισμένοι» στο σπίτι όλοι έγκλειστοι το μόνο που μας μένει

μέρες  «χρονιάρες»  άχρονες κι  άχρωμες  δίχως κέφι δίχως παιδιά  για κάλαντα με τρίγωνα στο χέρι

με κλειδωμένες εκκλησιές , με τους δικούς μας χώρια, χρειάζονται  λίγα γλυκά να φύγει η στεναχώρια

μα και παράλληλα για τεστ στην όσφρηση και γεύση μ΄ αυτόν τον κοροναϊό τον πούστη, τον μπαμπέση

που μπλέξαμε  στα ξαφνικά και κυνηγά τους πάντες κι ίσως μου πείτε πως για τεστ  γιατί δεν  τρώω μπάμιες?

Μπάμιες να φας εσύ γιατρέ και όλο σου το σόι που θα μου πεις να φάω εγώ κι αν θέλεις μάθε ότι

χίλιες φορές εντατική  διασωληνομένος και μακαρίτης δέχομαι τέζα και πεθαμένος

μα μπάμιες αποκλείεται να φάω στη ζωή μου σκασίλα για την γεύση μου και για την όσφρησή μου.


Καλά Χριστούγεννα λοιπόν σε όλες και σε όλους

καθίσετε στο σπίτι σας  μη βγαίνετε στους δρόμους

γιατί  σφαίρες τα πρόστιμα πέφτουν σαν το χαλάζι

καθότι τους αρμόδιους πάρα πολύ τους νοιάζει

μήπως κολλήσουμε ιό ο ένας  απ΄τον  άλλο


. . . Θου, Κύριε,  τω στόματι,  δεν θέλω ν΄ αμαρτάνω. . .

Εμμέτρως πλην σαφώς . . . 

Share:

Η ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΜΟΥ ΤΡΑΜΠΟΥΚΑ Χριστουγεννιάτικο Αφήγημα

Κάθε χρόνο τις γιορτές το δώρο του θείου μου ήταν μια καινούρια τραμπούκα. Μουσικός βλέπεις ο ίδιος τι άλλο δώρο θα μου 'κανε για να με μπάσει στα κόλπα της μουσικής.

 Και γιατί κάθε χρόνο άλλη;

 Μα για τον απλούστατο λόγο πως μικρούλης καθώς ήμουνα, η τραμπούκα γλιστρούσε από τα άπειρα μικρά χέρια μου και γινόταν χίλια κομμάτια στο πάτωμα. Περιττό να πω το κλάμα που έκανα γιατί έχανα ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια μου, αλλά και από τις φωνές της μάνας μου, που έπρεπε γιορτιάτικα να μαζεύει τα σπασμένα μου.

Ναι! Πράγματι η τραμπούκα ήταν ένα από τα αγαπημένα μου. θες το σχήμα της, ο βαθύς και ήπιος ήχος της, που δεν έμοιαζε με τα τουμπανάκια και τα κουδούνια, η αίσθηση στα δάχτυλα και η επαφή με την φούσκα; Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να τη θέλω τόσο. Όσο μεγάλωνα, μεγάλωνε και η τραμπούκα του θείου. Μόλις την έφερνε, παραμονές Χριστουγέννων, της έβαζε ένα σχοινάκι εμπρός και μετρώντας τις διαστάσεις μου, το έδενε στο πίσω μέρος. Κι εγώ καμαρωτός και κορδωμένος, άρχιζα όλο χαρά να τραγου­δώ τα κάλαντα για να τον ευχαριστήσω. Εκείνος, χαρούμενος πως το δώρο του έπιασε τόπο, μου έδινε και μποναμά επί πλέον.

Σιγά - σιγά περνούσαν τα χρόνια και πήγα στο σχολείο. Ο αυθορμητι­σμός άρχισε να δίνει τη θέση του στη λογική. Ήμουν πολύ ντροπαλός και συ­νεσταλμένος, αλλά και πιο προσεκτικός. Δεν ξανάσπασα ποτέ πια τραμπούκα, παρά ένα μόνο μικρό κομμάτι στο πίσω μέρος και τη φούσκα που έμαθα να την αλλάζω μόνος μου. Κατέβαινα στη Χώρα, στα χασαπιά κι αγόραζα μια κα­λή φούσκα, χωρίς νεύρα και πετσιά. Αφού την έβρεχα σε χλιαρό νερό την τέντωνα πάνω στην τρύπα της τραμπούκας και την έδενα μ' ένα σπάγκο. Για καλύτερη ακουστική, το κούρδισμα γινόταν πάνω από τη σόμπα, τρίβοντας την απαλά με τις ψίχες των δακτύλων μέχρι να ακουστεί ο κατάλληλος ήχος.

Τις παραμονές ντυνόμαστε καλά και βγαίναμε δύο -δύο στην γειτονιά για τα κά­λαντα. Στην αρχή πηγαίναμε σε συγγενικά σπίτια για να ξεθαρρέψουμε και στη συνέχεια σε ξένα, χωρίς όμως να ξεμακραίνουμε και πολύ από το σπίτι. Όλοι οι φίλοι και οι συμμαθητές μου, καθώς περνούσαν τα χρόνια, προσπαθούσαν να με πείσουν να κατέβω μαζί τους την παραμονή στη Χώρα. Εκεί μάζευαν πολλά λεφτά από τα κα­ταστήματα. Έδιναν τάλιρα και δεκάρικα μερικές φορές. Όχι φραγκάκι φραγκάκι!!!

- Έλα μαζί μας κι εσύ που παίζεις ωραία τραμπούκα , μου λέγανε. Μα εγώ, τίποτα. Ντρεπόμουν.

Μια χρονιά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, θυμάμαι που ο καιρός ήταν γλυκός, συννεφιά μεν αλλά ούτε βροχή ούτε κρύο. Εκείνη τη φορά πήρα τη συγκατάθεση της μάνας μου και κατέβηκα μαζί με τους άλλους στη Χώρα με τα πόδια. Εκείνοι ήξεραν τα κατατόπια. Χωρι­στήκαμε σε ομάδες για να καλύψουμε όσο μεγαλύτερη περιοχή μπορούσαμε. Εγώ μαζί με το Λάμπρο πήραμε τα Μαυροπαπουτσίδικα μέχρι το Μπαλουκ-χανά.

Όμως τι ήταν ετούτο που μας έτυχε. Στο πρώτο μαγαζί που μπήκαμε και πριν καλά-καλά προλάβουμε να αρχίσουμε τα κάλαντα, ακούμε από πίσω μας μια στριγκλιά που έσπασε η χολή μας. Ένα κλαρίνο κι ένα ντέφι έπαιζαν τόσο δυνατά, που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας για να φύγουμε. Ευτυχώς! πριν αρχίσει καλά -καλά ο γύφτος, ο υπάλληλος τον σταμάτησε και αφού εκείνος μας εκτόπισε με τη χοντρή κοιλιά του, πέρασε στο ταμείο να πάρει τα χρήματα που του πρόσφερε ο καταστηματάρχης για να τον βγάλει από το κε­φάλι του. Έδωσε και σε μας κάτι χωρίς να τα πούμε.

Εντύπωση μου έκανε η φουκαριάρα η μαϊμού. Την έσερνε πίσω του αλυσοδεμένη και αυτή κοίταζε όλους με αδιάκριτη περιέργεια. Άραγε τι σχέση έχει η μαϊμού με τα Χριστούγεννα; Αναρωτήθηκα. Κρατούσε κι καθρεφτάκι κι ένα άδειο κραγιόν. Τότε πρόσεξα τα χείλια της που ήταν κατακόκκινα. Δεν άργησε ο γύφτος να κάνει το νούμερό του.

-Τι κάνει η Αλίκη Βουγιουκλάκη πριν βγει στο θέατρο; Την ρώτησε. Εκείνη του έριξε μια ματιά ως επιβεβαίωση της εντολής και άρχισε να τρίβει το τελειωμένο κραγιόν στο πρόσωπό της ενώ κοιταζόταν μέσα στο θαμπό και ραγισμένο καθρεφτάκι της. Γέλασα, αλλά κατά βάθος την λυπήθηκα. Τι τραβάει το ζωντανό… σκέφτηκα.

Βγαίνοντας πήραμε διαφορετική κατεύθυνση από το γύφτο για να μην ξαναβρεθούμε μαζί και πήραμε το επόμενο στενό. Εκεί, συναντήσαμε άλλο θέαμα. Ένας τσιριχτός ήχος που έβαινε μέσα από ένα τουλούμι. Κάποιος το ζουλούσε στη μασχάλη του κι αυτό έσκουζε. Ο άλλος χτυπούσε με μανία ένα τουμπί που είχε κρεμασμένο μπρος του. Πριν προλάβουμε να μπούμε στα μαγαζιά, χωνόταν αυτοί. Ωχ. Κατέβηκαν οι Αγιωργούσοι! Είπε κάποιος. Δυο μαντιλοδεμένοι με κεχριμπαρένιες μαντίλες, θαρρείς και κάποιος πριν τους έσπασε το κεφάλι, έπαιζαν τα κάλαντα με γκάιντες.

- Άηντες!!! είπα­με τότε κι οι δυο μας. Δεν πρόκειται να σταυρώσουμε φράγκο με όλους ετού­τους που βρέθηκαν στο δρόμο μας.

Μέχρι που πέσαμε πάνω σε ένα τσούρμο με προσκόπους. Μου άρεσαν οι πρόσκοποι με τα μεγάλα καπέλα, τις κονκάρδες και τα μαντηλάκια στο λαιμό. Έπαιζαν και ωραία τυμπανοκρουσία που με συνεπήρε και τους ακολουθήσαμε για λίγο μέχρι την Απλωταριά. Σαν σε παρέλαση!!

Αλλάξαμε πάλι σοκάκι, και τούτη τη φορά είμαστε πιο τυχεροί. Πέσαμε σε μια γειτονιά που πολλά απ’ τα σπίτια είχαν ένα κόκκινο φωτάκι στην εξώπορτα. Ρώτησα τον Λάμπρο αλλά δεν ήξερε γιατί τα είχαν. Ήταν ήσυχα. Μόνο πιτσιρικάδες και κάποιοι φαντάροι τριγύριζαν. Οι κυρίες με τα φανταχτερά φορέματα και τις πλεκτές μπέρτες, μας έδιναν αρκετά. Ένα γραμμόφωνο έπαιζε λαϊκά στο γωνιακό καφενείο. Παραφωνία μεν, ωραία δε. Τι να πεις. Ο κόσμος διασκεδάζει τέτοιες μέρες όπως μπορεί. Ε, κι ο θείος μου παίζει μπουζούκι στους «Τρεις μύλους», δεν λέει μόνο τα κάλαντα!!

Εκεί όμως που έπεφτε το πιο χοντρό μπαξίσι ήταν στα χασαπιά. Οι χασάπηδες ήταν πάντα ανοιχτοχέρηδες. Το φυσούσαν και ειδικά τέτοιες μέρες ο κόσμος άφηνε πολλά λεφτά για τα κρέατα. Αν και μου ερχόταν μια αναγούλα από την μυρωδιά του ωμού κρέατος, συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε στο νονό μου. Χασάπης κι αυτός, έχει χοντρό πορτοφόλι και βέβαια απολάμβανα πάντα πολύ καλά δώρα. Αφού του τα είπαμε και τα ξαναείπαμε για το συνεταίρο του, βγάζει ένα πενηντάρικο… πω πω. Ένα χάρτινο μπλε πενηντάρικο.

-Αυτά για την παρέα. Μου λέει. Και αυτό για σένα. Ανοίγω το χέρι μου και μου βάζει μέσα ένα τεράστιο ασημένιο νόμισμα. Άστραφτε!! Είχε γύρω γύρω χαραγμένους όλους τους βασιλιάδες και στη μέση την σημαία… Τριάντα δραχμαί!!! Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Το περιεργαζόμουν για ώρα μέχρι που ο Λάμπρος μου είπε να φεύγουμε. Φίλησα το χέρι του νονού, του ευχήθηκα και προχωρήσαμε προς τον Μπαλουκ-χανά.

Το Τζαμί γύρω γύρω το είχαν πάρει οι άλλοι αλλά ποιος μας ήξερε; Έτσι αποφασίσαμε να το πάρουμε μια γύρα κι εμείς. Μοσχομύριζαν τα μπαχάρια και τα αρώματα. Απέναντι τα μανάβικα διαλαλούσαν τα φρούτα και τα σαλατικά τους. Όμως αυτοί οι μανάβηδες, δεν ήταν σαν τους χασάπηδες. Μας έδιωχναν γιατί μπλέκαμε ανάμεσα στους πελάτες τους.



Φεύγοντας πέσαμε πάνω σε ένα καραβάκι. Ήταν ολόφωτο και στολισμένο με χρωματιστά σημαιάκια!! Οι καμινάδες κάπνιζαν σαν αληθινές. Τι όμορφο! Είχαν βάλει φωτιά στο καζανάκι και ο ατμός έκανε τη σφυρίχτρα να αντηχεί σε όλη την πλατεία. Χωρίς να το περιμένουμε, ο κανονιέρης έριξε και δυο κανονιές που μας έκανε να πεταχτούμε από τον ξαφνικό κρότο. «Την καλησπέρα έφερα με ένα διαμάντι φίλο. Με ρόδα και τριαντάφυλλά χρόνια πολλά να στείλω..» τόσα πολλά παινέματα.. που να τα θυμάσαι. «Σ αυτό το σπίτι που ‘θαμε τα ράφια είναι ξυλένια, του χρόνου σαν ξανάρθουμε να ναι μαλαματένια. Σ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει. Έχεις και γιο και μονογιό και κόρη, μονοκόρη. Καπετανάκι να το δεις σ’ ελληνικό βαπόρι…άντε να πα να φύγουμε κι η ώρα πλησιάζει και τ’ αστεράκια τ’ ουρανού ρίχνουν ψιλό τ’ αγιάζι…»

Με τούτα και με κείνα φτάσαμε στο σημείο συνάντησης με τους υπόλοιπους της παρέας. Βάλαμε όλα τα φράγκα μας μέσα σε ένα καπέλο και άρχισε η μοιρασιά. Άμα πήρα το μέκι μου, κατάλαβα πως πράγματι άξιζε τον κόπο . Διακόσιες πενήντα δραχμές μά­ζεψα, τότε. Χώρια το τριαντάρικο του νονού μου. Κι αμέσως πήγα να τα τοκίσω. Καθώς γύριζα 'στα μαγαζιά μου γυάλισαν δυο κουμπαράδες ο Χοντρός και ο Λιγνός. Είκοσι δραχμές ο ένας είχε. Τους πήρα δώρο στην αδελφή μου και σε μένα. Για την Πρωτοχρονιά.

Γρήγορα με την παρέα πήραμε το δρόμο για το σπίτι, ευχαριστημένοι και χαρούμενοι. Καθώς παίζαμε και χοροπηδούσαμε ανέμελα, σκοντάφτω και τσακ! Μια η τραμπούκα μου πάνω σ' ένα στύλο. Τότε ήταν που έσπασα το πίσω μέρος της. Παρ όλα τα καλά δεν ξανακατέβηκα στη Χώρα. Προτιμούσα τη ήσυχη γειτονιά μας με τους γνωστούς και τους συγγενείς που έδιναν λιγό­τερα λεφτά αλλά πιο πολύ Χαμόγελο.

Του Μπάμπη Κοιλιάρη




Υ.Γ Η «Τραμπούκα» είναι το Χιώτικο πήλινο μουσικό όργανο, το οποίο παραδοσιακά συνοδεύει τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Share:

Η ΙΣΤΟΡΊΑ ΌΛΩΝ ΜΑΣ🌿🇬🇷

- Μπαμπά, τι γιορτάζουμε σήμερα; Ρώτησε ένα αγοράκι που ανέμιζε μηχανικά μια μικρή πλαστική Ελληνική σημαία την ώρα της παρέλασης.

Ο μπαμπάς πίρε αγκαλιά το αγοράκι ώστε εκείνο να βλέπει καλύτερα και του ψιθύρισε οτι θα του απαντήσει στο σπίτι, όταν γυρίσουν.

Η παρέλαση τελείωσε, τα αγήματα αποχώρησαν, τα εμβατήρια σίγασαν, οι μπάντες ξαπόσταιναν, οι φωτογράφοι αποσύρθηκαν και ο κόσμος έσπευδε να πιάσει στασίδι σε καφετερίες και ταβέρνες.


Ο μπαμπάς με τον γιο γύρισαν σπίτι. Εκεί το αγόρι αφού έβγαλε τα καλά του και φόρεσε τη φόρμα του, έτρεξε και υπενθύμισε στο μπαμπά την ερώτηση.

Εκείνος πήγε στο γραφείο του κι έβγαλε από έναν φάκελο μια φωτογραφία. Την έκρυψε διακριτικά στον κόρφο του και πήρε το αγόρι αγκαλιά στην πολυθρόνα.

- Πριν κάποια χρονιά, πολύ πριν γεννηθείς κι εσύ άλλα κι εγώ ακόμα, κάποιοι ξένοι αποφάσισαν να κατακτήσουν τον κόσμο. Μάνο που το αποφάσισαν μόνοι τους. Και θέλησαν να το κάνουν με όπλα.

Σκοτώνοντας όσους αντισταθούν. Έτσι λοιπόν έστελναν απεσταλμενους σε διάφορα κράτη ζητώντας τους να παραδοθούν.

Έστειλαν και στην Ελλάδα έναν τέτοιον. Ο απεσταλμένος αυτός γύρισε πίσω με έναν φάκελο που έγραφε μια λέξη με τρία γράμματα.

ΟΧΙ.

Ένα ΟΧΙ που σφηνώθηκε στα μυαλά των στρατιών του κόσμου και βάλθηκαν να κλείσουν τα στόματα αυτόν που το υπερασπιστηκαν.

Μάταια.

Άλλωστε, η Ελλάδα ανέκαθεν γεννούσε Ελληνες.

Και, δεν πολεμάνε οι Ελληνες σαν ήρωες μα οι ήρωες πολεμάνε σαν Ελληνες.

Αυτο νευρίασε πολύ τους επίδοξους κατακτητές. Αποφάσισαν να εξαφανίσουν απο τους χάρτες τη χώρα μας. Γι’ αυτό έστειλαν τις στρατιές του κόσμου ολάκερου. Ιταλούς, Βούλγαρους, Αλβανούς, Γερμανούς. Και μας πολεμούσαν με λύσσα.

Όσο έβλεπαν ότι οι Ελληνες δεν έπεφταν, τόσο λυσσουσαν. Και τόσο θεριευαν την επίθεση. Στα χιονισμένα βουνά. Στις ταραγμένες θάλασσες. Στις ανεμοδαρμενες κορυφές. Στο μπλε του ουρανού μας. Μας χτυπούσαν παντού. Κι εμείς τί ήμασταν; Μια χούφτα λαός.

Αν βγάλεις τους γέροντες, τις γυναίκες και τα παιδιά, τι έμενε; Εδω όμως ήταν το λάθος τους.

 Υπολόγισαν χωρίς όλους αυτούς.

Στον πόλεμο αυτόν πήραν μέρος όλοι παιδί μου. Οι γέροντες κράτησαν όπλο. Οι γυναίκες φρόντιζαν τους πολεμιστές. Πολλές από αυτές πολέμησαν πιο γενναία κι από άντρα. Τα παιδιά έκλεβαν ο,τι μπορούσαν και το έδιναν στους δικούς μας. Και οι άντρες μας…

Οι αντρες μας σ’ αυτον τον ατελειωτο χειμωνα σταθηκαν ορθιοι μπροστα στο θανατο. Τον εφτυσαν στα μουτρα και φωναξαν μια λεξη που αντηχησε στα περατα της γης.

ΑΕΡΑ φώναξαν και σείστηκε το σύμπαν. Κι ακούστηκε και στα έγκατα του Αδη και τρόμαξαν οι εχθροί.


219 μέρες γράφουν τα βιβλία αντιστάθηκαν τα παλικάρια αυτά.

 Χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, χωρίς όπλα πολλές φόρες, χωρίς ρούχα ζεστά, χωρίς πολεμοφόδια, χωρίς ανάσα. Κι έπαιρναν στη πλάτη τους λαβωμένους κι έτρεχαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου να σώσουν ο,τι μπορούσε να σωθεί. Και να ξαποστάσουν μια σταλιά.

 Και μετά πάλι στα χιόνια, με παγωμένα χέρια και πόδια να δαγκώνουν τα χείλη τους και να προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι δεν έπαθε κρυοπαγήματα, δεν είναι ματωμένοι, δεν είναι ετοιμοθανατοι. Γιατί αν το πίστευαν αυτό τότε ο εχθρός θα έφτανε στις γυναίκες και τα παιδιά τους. Σε εμάς.

Και σκοτώθηκαν πολλοί. Ούτε ένας μάταια όμως. Κάθε σπίτι έχει κι από έναν σκοτωμένο. Κάθε σπίτι έχει κι από έναν ήρωα. Κάθε σπίτι έχει έναν λόγο να θρηνεί. Και τον ίδιο ακριβός λόγο να υπερηφανευεται.

Κι έτσι εμείς οι Ελληνες έχουμε όλοι σχεδόν από μια τέτοια φωτογραφία (βγάζει την φωτογραφία και την δείχνει στο αγόρι).

Το αγόρι αφού την επεξεργαστηκε για μερικά δευτερόλεπτα, σκύβει και φιλάει την κενή στολή.

- Μπαμπά η στολή αυτή ήταν του παππού, του μπαμπά σου δηλαδή;

- Ναι παιδί μου, του παππού απάντησε βουρκωμένος ο μπαμπάς.

- Μπαμπά, κατάλαβα τι γιορτάζουμε σήμερα. Μάνο που δεν ξέρω αν είναι μέρα χαράς ή λύπης.

Δεν μου αρέσει ο πόλεμος. Παίρνει τους ανθρώπους και αφήνει τις στολές.

Ο πατέρας έσφιξε στην αγκαλιά το αγόρι και φίλησε ευλαβικά κι εκείνος την στολή.

Την στολή που φιλοξενεί την ψυχή της Ελλάδας.

Χρόνια πολλά Ελλάδα.


Share:

old, but never old

Στο σχολείο δεν περνούσα καλά. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που νοσταλγούν τα μαθητικά τους χρόνια. Μετά, όταν σπούδαζα, πέρασα καλά, γυμνάσιο και κυρίως λύκειο όμως, ήταν μαύρη περίοδος… Κυρίως λύκειο, πόσο άσχημη περίοδος Χριστέ μου.


 Δεν είχα παρτίδες με τα άλλα παιδιά, μόνο με την κολλητή μου, απομονωμένες από επιλογή μας, δεν υπήρχε κανένα σημείο επαφής με τα άλλα παιδιά, με τους καθηγητές, με τους γονείς μου σπίτι, ξυπνούσα και κοιμόμουν με την επιθυμία να εξαφανιστώ, να αρχίσω να τρέχω κ να μην σταματήσω μέχρι να είμαι μακριά από όλους και όλα.. να χαθώ στο πλήθος, ανάμεσα σε αγνώστους. Οι γνωστοί με απωθούσαν.


Είχα στοχοποιηθεί από συγκεκριμένα παιδιά. Χωρίς λόγο. Χωρίς κανέναν γμημέν0 λόγο. Λες και τράβηξαν λαχνό, “ποιανού θα κάνουμε φέτος τη ζωή, εφιάλτη;” Και τράβηξαν το χαρτάκι με το όνομα μου. Δεν τους είχα πειράξει, πως με ξεχώρισαν ανάμεσα στο πλήθος και γιατί;


Ναι, ασφαλώς θυμάμαι τα ονόματά τους. Τις φάτσες τους. Μέχρι κ τις μυρωδιές τους, όταν με πλησίαζαν, γιατί μου προκαλούσαν ναυτία. Τους έχω ψάξει κ στο φμπ, ποζάρουν περήφανα σε σέλφις, αγκαλιά με τους/τις συντρόφους τους, με τα παιδιά, με τα κατοικίδια τους. Και κρατιέμαι με το ζόρι, να μη γράψω κάτω από αυτές τις φωτός: “ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ. ΣΕ Μ1ΣΩ ΑΚΟΜΑ”


Δυστυχώς, δεν ήμουν καν, ο μόνος λαχνός που είχαν τραβήξει. Πολλά παιδιά υπέφεραν.


Μια φορά στο σχολείο, με είχαν κολλήσει σε έναν τοίχο επειδή λέει ήμουν “φρικιό” και με έφτυσαν – φορούσα μαύρο τζην κ μαύρη μπλούζα, άκουγα ροκ κ χεβι μεταλ κ όχι ελληνικά (ναι, προφανώς είχε σημασία τότε κ η μουσική που άκουγες σε χαρακτήριζε σε σημείο αποξένωσης σου από το σύνολο) – δεν διάβαζα τα μαθήματα του σχολείου, ήμουν μέτρια μαθήτρια, αλλά είχα διαβάσει πιο πολύ λογοτεχνία από τις εκάστοτε φιλολόγους μας, προσπαθούσα να αποφεύγω να περάσω από τον διάδρομο του ισογείου με το ράφι με τα βιβλία, γιατί συνήθως μου πετούσαν βιβλία στο κεφάλι, και το χειρότερο από όλα αυτά ήταν πως, δεν ήμουν καν το παιδί που κορόιδευαν περισσότερο από άλλα. Συγκριτικά μάλλον την έβγαλα καθαρή, υπήρχαν πολλά παιδιά συμμαθητές μου, που τυραννιόντουσαν περισσότερο… Η σπυριάρα, ο χ0ντρός, ο σιδερ0δόντης, ο καθυστερημέν0ς, η ψε1ριάρα, ο Αλβανός, η γύφτ1σσα… Εγώ ήμουν η Μάτζικα Ντε Σπελ. (Αδύνατη, μαύρα ρούχα, πολλά μαύρα μαλλιά, αντικοινωνική, do the math… Η οποία, Μάτζικα, τώρα που το σκέφτομαι ήταν κ γμώ τα τυπάκια, δηλαδή τώρα θα το έπαιρνα ως παράσημο να με έλεγαν έτσι, τότε όμως… με ζόριζε)


Ένα μεσημέρι Παρασκευής, χειμώνας ήταν, γύρισα σπίτι, και ήταν όλα δύσκολα. Οι γονείς μου είχαν σκ0τωθεί πάλι μεταξύ τους, ήταν λίγο πριν τον οριστικό χωρισμό τους – το σχολείο μου φαινόταν πως δεν θα τελείωνε ποτέ, ένιωθα άσχημη και χαζή, κρύωνα πολύ. Μέσα μου, κρύωνα πολύ, δεν μπορώ να σας το περιγράψω, το από μέσα μου, πίσω από το στομάχι μου κ μέσα στο μυαλό μου. Κρύωνα πολύ.


Θυμάμαι κάποιον.


 Δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του, ήμασταν πολλά χρόνια μαζί στo ίδιο τμήμα, τον συμπαθούσα. Ήταν καλός. Γελούσαμε με τα ίδια αστεία, ακούγαμε την ίδια μουσική και αν όλος ο κόσμος κατέρρεε (που το ευχόμουν συχνά) σκεφτόμουν πως αν έμενα μόνο εγώ και εκείνος ζωντανοί, δεν θα με πείραζε πολύ. Είπαμε, ήταν καλός.


Μα, εκείνη την Παρασκευή, που όλα ήταν δύσκολα για μένα, στο σπίτι, στο σχολείο, στο μυαλό μου, παντού.. και ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ήμουν πολύ κοντά σε αυτό που λέμε “όριο” στη ζωή ενός ανθρώπου (φανταστείτε πόσο πιο δραματικό είναι αυτό, όταν μιλάμε για ένα εφηβάκι…) ΕΚΕΙΝΗ την μέρα λοιπόν, εκείνη την Παρασκευή, σε ένα διάλειμμα, όπως ανέβαινα τη σκάλα του σχολείου, πέρασα μπροστά από μια παρέα αγοριών, ανάμεσα τους και εκείνος, αναθάρρησα. Ενώ κανονικά θα έσκυβα το κεφάλι, γιατί ΗΞΕΡΑ πόσο σκατ0μαλάκες ήταν αυτή η παρέα και επιδίωκα να περάσω απαρατήρητη επειδή τους φοβόμουν, ΕΚΕΙΝΗ τη μέρα, επειδή ήταν αυτός μαζί τους, σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και χαμογέλασα. Επειδή ήταν εκείνος εκεί. Και ΕΚΕΙΝΟΣ ήταν φίλος μου.


Και αυτός με είδε. Και ένιωσε την ανάγκη προφανώς, να “ανήκει” κάπου. Να γίνει αποδεκτός κ ισάξιος με τους άλλους, είχε ανάγκη την επιδοκιμασία τους. Με οποιοδήποτε κόστος. Γύρισε προς εμένα και φώναξε ΔΥΝΑΤΑ, να ακουστεί καθαρά, “ΤΙ ΓΕΛΑΣ ΜwΡΗ ΒΡ0ΜΙΑΡΑ, ΦΡΙΚ0ΥΛΟ”


Πάγωσε ο χρόνος. Slow motion… Στα αυτιά μου αντηχούσαν επί ώρες τα γέλια, όλου του σχολείου εις βάρος μου.


ΒΡ0ΜΙΑΡΑ ΦΡΙΚ0ΥΛΟ.


Τατουάζ οι λέξεις στο μέτωπο μου, να το βλέπουν όλοι. 


Γιατί, ενώ έχουν περάσει τόσοι αιώνες από τότε, δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα; Γιατί χαράχτηκε εκείνη η στιγμή με λέιζερ, στις εγκεφαλικές συνάψεις μου;


Εντάξει, δεν είμαι η Κάρρυ του Στήβεν Κινγκ, δεν τους εκδικήθηκα όλους αυτούς, δεν χυθήκανε κουβάδες με κόκκινη μπογιά στο κεφάλι μου και δεν τους αιματ0κύλισα ποτέ… Και το σχολείο τέλειωσα και από εκείνο το μπ0υρδέλ0 έφυγα και τον τύπο τον πέτυχα λίγο καιρό μετά που τελειώσαμε το λύκειο και έφαγε σκάλωμα μαζί μου “ρε συ, πόσο έχεις αλλάξει, τι όμορφη που είσαι” και τα αρχδια του πήρε εννοείται, όσο και να χτυπιόταν δεν έκανα ποτέ τίποτα μαζί του.


Εκείνη την Παρασκευή όμως, θα τη θυμάμαι όσο ζω. Γύρισα σπίτι από το σχολείο, οι δικοί μου να σκ0τώνονται στην κουζίνα, ούτε που με είδαν (καλά, ούτως ή άλλως κ όταν με έβλεπαν, αόρατη ήμουν για εκείνους τότε, είχαν τα δικά τους) – μπήκα στο δωμάτιο μου, ανάμεσα στο γραφείο μου κ το κρεβάτι μου υπήρχε ένα κενό, χώθηκα εκεί ανάμεσα και έριξα από πάνω μου μια χοντρή κουβέρτα. Κουλουριάστηκα να μη φαίνομαι, να μη βλέπω, να μην με βλέπει και κανείς.. Και έβγαλα το δάχτυλο μου από την κουβέρτα, μόνο για να πατήσω το play. ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ. ΩΡΕΣ. ΣΥΝΕΧΕΙΑ…


Νομίζω δεν σταμάτησε από τότε να παίζει. Ούτε μία μέρα. Καμιά φορά νομίζω πως δεν βγήκα καν από εκείνη την κουβέρτα, ανάμεσα στο γραφείο και το κρεβάτι μου. Μπορεί και να βγήκα, ή μπορεί απλά να χώνομαι εκεί κατά περιόδους.


Πάντα όμως με την ίδια μουσική. Non stop.


Για πάντα 15-16-17 χρονών.


You’re still alive

She said

Oh do I deserve to be?

Is that the question?

And if so, if so

Who answers?


Νομίζω ζω, εξ αιτίας του Eddie.

Share:

Η αποκεφάλιση του Προδρόμου


Σήμερα, 29 Αυγούστου, η Εκκλησία μας, φίλοι Χριστιανοί, γιορτάζει, κι εμείς μαζί της, την τρίτη μεγάλη γιορτή του καλοκαιριού: την αποκεφάλιση του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, μέρα πένθιμη και αυστηρά νηστήσιμη. 


Προηγήθηκαν η “Μεταμόρφωση” του Χριστού μας (6 Αυγούστου) και η “Κοίμηση” της Παναγίας μητέρας μας (15 Αυγούστου).


Αυτός ο Ιωάννης που γιορτάζουμε σήμερα, ονομάζεται και “Πρόδρομος” γιατί με τη ζωή του, τη διδασκαλία του και το έργο του προετοίμασε το δρόμο για τον ερχομό του Χριστού μας.


 Ο ίδιος άγιος ονομάζεται και “Βαπτιστής” γιατί εκτός του ότι δίδασκε τα πλήθη, βάπτιζε κιόλας τους μετανοούντες στον Ιορδάνη ποταμό και τον αξίωσε ο Θεός να βαπτίσει ακόμη και τον ίδιο το γιο του, τον Σωτήρα Χριστό (6 Ιανουαρίου).


Ο Πρόδρομος υπήρξε και “προφήτης” και μάλιστα ο πιο αξιόλογος απ’ όλους.


Κατέχει τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία των αγίων της Εκκλησίας μας, μετά την Παναγία μας, και στο εορτολόγιο την τέταρτη θέση, μετά την Παναγία, τον Τίμιο Σταυρό (14 Σεπτεμβρίου) και τους Αγίους Αγγέλους και Αρχαγγέλους (8 Νοεμβρίου).


Ηταν συνομήλικος του Χριστού μας, μεγαλύτερός του κατά 6 μήνες και γιος του αρχιερέα Ζαχαρία και της Ελισάβετ.

 Όταν μεγάλωσε, αυστηρός, ευσεβής και δίκαιος, λόγω χαρακτήρα και ανατροφής, αλλά και από Θεού φώτιση, αποσύρθηκε στην έρημο και έγινε ασκητής.


Εκεί ζούσε προσευχόμενος και μελετώντας την Αγία Γραφή.

 Για να ζήσει, τρεφόταν από το λιγοστό μέλι των άγριων μελισσών της ερήμου, από άγρια χόρτα και ακρίδες που έφερνε ο άνεμος στην περιοχή από την έρημο της Αραβίας.

 Φορούσε ένα χιτώνα από τρίχες καμήλας που τον έζωνε με μια δερμάτινη ζώνη.


Αργότερα εγκατάλειψε την έρημο και ήρθε στον Ιορδάνη ποταμό όπου δίδασκε τα πλήθη και τα προετοίμαζε για τον ερχομό του Χριστού, βάπτιζε δε στα νερά του ποταμού όσους μετανοούσαν και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. 


Απέκτησε πολλούς μαθητές και οπαδούς. 

Ο κόσμος τον σεβόταν και τον αγαπούσε. Πολλοί τον θεωρούσαν ως τον Μεσσία που περίμεναν και άλλοι ως μεγάλο προφήτη.


“Δεν είμαι εγώ ο Μεσσίας που περιμένετε”, τους απαντούσε εκείνος.

“Έρχεται μετά από μένα και εγώ δεν είμαι άξιος ούτε τα κορδόνια των παπουτσιών του να λύσω.

 Εγώ βαπτίζω με νερό, εκείνος με Πνεύμα Αγιο”.


Εκείνο τον καιρό βασιλιάς στην περιοχή ήταν ο Ηρώδης Αντίπας, ένας άνθρωπος άθλιος, θηλυμανής και ανήθικος, τόσο ανήθικος που είχε για γυναίκα του την Ηρωδιάδα, γυναίκα του αδελφού του, Φιλίππου, της ίδιας ποιότητας κι αυτή.


Ο αυστηρός και άφοβος Ιωάννης δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτήν την πρόστυχη και αιμομικτική συμβίωση και συμπεριφορά του ζεύγους και τους ήλεγξε κατ’ επανάληψη και πολύ αυστηρά: “Ουκ εξεστί σοι έχειν την γυναίκα; Φιλίππου του αδελφού σου”, φώναζε στο βασιλιά ο Ιωάννης.

Το ζεύγος μίσησε αφάνταστα τον Ιωάννη και ιδίως η Ηρωδιάδα που ζητούσε από τον βασιλιά να τον θανατώσει. 

Εκείνος όμως φοβόταν την οργή του λαού και μια πιθανή εξέγερσή του, γι αυτό αποφάσισε τελικά αντί θανάτου να τον φυλακίσει.


Η Ηρωδιάδα όμως, που μ’ αυτή τη λύση δεν ικανοποιήθηκε, ζητούσε και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία, για να εκδικηθεί τον Ιωάννη. 

Η ευκαιρία αυτή δεν άργησε δυστυχώς να φανεί. 

Καθώς  ο Πρόδρομος ήταν στη φυλακή, συνέβη ο Ηρώδης να γιορτάσει τα γενέθλιά του και είχε καλέσει στο παλάτι όλη την αφρόκρεμα του βασιλείου του.

 Στο συμπόσιο ήταν και η πανέμορφη και άριστη χορεύτρια, κόρη της Ηρωδιάδας, Σαλώμη.


Μετά το πλούσιο και έντονο φαγοπότι, τη γενική ευθυμία και το μεθύσι των περισσοτέρων προσκεκλη- μένων, συμπεριλαμβανομένου και του βασιλιά, άρχισε το γλέντι.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε και η εντυπωσιακή και όμορφη Σαλώμη και χόρεψε.

Χόρεψε τόσο όμορφα, ίσως και προκλητικά, που μάγεψε τους πάντες και προπάντων το βασιλιά, ο οποίος συνεπαρμένος και ευχαριστημένος τής πρότεινε για να την ανταμείψει να του ζητήσει όποιο δώρο ήθελε, ακόμα και το μισό του βασίλειο και ορκίστηκε μπροστά σ’ όλους να την ικανοποιήσει. 


Η Σαλώμη, ύστερα από συνεννόηση με τη μητέρα της την Ηρωδιάδα, ζήτησε την κεφαλή του Ιωάννη “επί πίνακι”!


 Ο Ηρώδης αν και μεθυσμένος, έμεινε άναυδος.

 Φοβόταν το λαό, για να φθάσει σ’ αυτά τα άκρα.

Όμως ο όρκος που είχε δώσει στη Σαλώμη μπροστά σ’ όλους τον ανάγκασε τελικά να υποκύψει.

Σε λίγο, η κεφαλή του Αγίου “ασποτμηθείσα, ως οψώνιον εφέρετο, επί πίνακι, τοις ανακειμένοις. Ω, συμποσίου μισητού, ανοσιουργήματος και μιαιφονίας πλήρους! Αλλ’ ημείς τον Βαπτιστήν, ως εν γεννητοίς γυναικών μείζονα, επαξίως τιμώντες μακαρίζομεν”.


Η νηστεία που τηρούμε. 


Σήμερα, είναι μέρα πένθιμη και τηρούμε αυστηρή νηστεία (αλάδωτο, δεν τρώμε λάδι)σε ένδειξη πένθους για την άδικη θανάτωση του αγιοτέρου ανθρώπoυ της παγκόσμιας Ιστορίας (Aνώτερη από τον Πρόδρομο είναι μόνο η Παναγία).


Η νηστεία εξάλλου που συνηθίζεται κατά την ημέρα αυτή, δηλαδή, στις 29 Αυγούστου, συνοδεύεται με την αποφυγή παντός το οποίο προσομοιάζει με το αίμα που έτρεξε από την κεφαλή του.

Για το λόγο αυτό σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, ιδιαίτερα της υπαίθρου, δεν τρώνε μαύρο σταφύλι, μαύρο σύκο, οποιοδήποτε μαύρο φρούτο, γιατί -όπως πιστεύουν- το αίμα του αγίου τα έβαψε!


Επίσης αλλού δεν τρώνε καρύδι, γιατί του έκοψαν το "καρύδι" του λαιμού.

Τέλος δεν πιάνουν μαχαίρι, και ό,τι κόβουν, το κόβουν με το χέρι.


Γενικά η νηστεία προς τιμήν του είναι καθολική από τον ορθόδοξο λαό μας.


 Οι άρρωστοι προσερχόμενοι στις εκκλησιές που πανηγυρίζουν στο όνομά του, τάζουν στον άγιο λάδι, λιβάνι, κερί ή πετεινό και κατσίκι, τα οποία σφάζονται κατά τη γιορτή του και παρατίθενται σε κοινό τραπέζι στους εκκλησιαζόμενους.

Share:

Οι φυλές των φασαίων, τι φάση ε;

Δεν είναι ενιαία κοινωνική κατηγορία, αλλά έχουν κοινά χαρακτηριστικά

Οι φασαίοι και οι φασαίες κατασκευάζουν την εικόνα τους καθημερινά - στις πόζες, στα stories, στη μουσική που παίζουν, στα μέρη που επισκέπτονται. Το βασικό κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η συνεχής προβολή του εαυτού τους. Οι περισσότεροι αγαπούν τη φύση, κάνουν μαθήματα παραδοσιακών χορών και ρεμπέτικου τραγουδιού, είναι πάντοτε ευγενικοί και έχουν μια άποψη για τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της Ελλάδας.

Οι τύποι φασαίων:

- Ο γυμναστηριακός φασαίος: Τεράστια μπράτσα, στενό T-shirt, κούρεμα skin fade, μπουφάν puffer με γυαλιστερή υφή και γυαλιά ηλίου Oakley. Χρησιμοποιεί άφθονα αγγλικά στις φράσεις του («bro», «flexάρει», «παίζει να φάμε καμιά μπριζόλα;»), ενώ οι φωτογραφίες του είναι σχεδόν πάντα στον καθρέφτη του γυμναστηρίου.

- Ο urban minimal φασαίος: Μαυρόασπρο ντύσιμο, oversized φούτερ, ακριβά sneakers (τύπου Yeezy), γεωμετρικό κούρεμα, τσάντα crossbody. Φωτογραφίζεται με urban φόντο και ψευδαισθητική διάθεση «less is more», παρόλο που όλα πάνω του δείχνουν μελετημένα.

- Η φασαία του Instagram: Νύχια τέλεια, φίλτρα παντού, μακιγιάζ επαγγελματικό, ντύσιμο που παίζει ανάμεσα στο sexy και το αδιάφορα chic. Δείχνει lifestyle, όχι καθημερινότητα. Πατάει γερά πάνω στην εικόνα που θέλει να προβάλλει και ελέγχει το Instagram σαν CEO.

Νύχια τέλεια, φίλτρα παντού, στήσιμο, πόζα και ντύσιμο που παίζει ανάμεσα στο sexy και το αδιάφορα chic.

- Ο κυριλο-φασαίος και ο χιπο-φασαίος: Ιδια δομή, διαφορετικό περιτύλιγμα. Ο ένας το παίζει κοσμικός, τον τραβάνε η λάμψη, το name dropping και ό,τι πρωτανοίγει σε Κολωνάκι, Κηφισιά και Γλυφάδα. Τον περιφρονούν ως ξένο σώμα. Ο άλλος το παίζει μποέμ, λατρεύει το τσάμπα και ό,τι ανοίγει σε Κεραμεικό, Πετράλωνα, Κυψέλη - προτού γίνει στέκι, εννοείται. Δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, απλά μισιούνται.

- Ο υπερ-φασαίος: Αλλάζει γειτονιά για να πάει σε μια πιο ψαγμένη λαϊκή. Τα δίνει όλα για ένα post, μια πόζα, ένα κάλεσμα και είναι πάντα έτοιμος να παρουσιαστεί όπου τον καλεί η «φάση» 365/7.


Οι φασαίοι κατασκευάζουν την εικόνα τους και Ο Ανα-φασαίος: Εξαφανίζεται μέσα Ιουνίου γιατί πολύ απλά ξεκαλοκαιριάζει στην Ανάφη.

protothema!
Share:

Φωτογραφίες από της 91 παραλίες της Χίου!!


Αν σκέφτεστε να κάνετε καλοκαιρινές διακοπές στη Χίο έχετε 91 Φωτογραφίες με παραλίες για να διαλέξετε που θα κολυμπήσετε και  να την προτιμήσετε.
Βέβαια υπάρχουν και πολλές ακόμα που δεν υπάρχουν στον Χάρτη γνωστές και απόκρυφες που δεν της έβαλα !!!!!

Η Φώτο είναι δικές μου  (περισσότερες) 4ερης της φίλης μου της Μαρίας!! Και η άλλες από το ιντερνετ κατεβασμένες,,, 





Η Νήσος Χίος σύμφωνα με στοιχεία της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού
Ναυτικου, είναι το 5ο σε μέγεθος Ελληνικό νησί με έκταση 842 τετραγωνικά χλμ. και έχει συνολικό μήκος ακτογραμμών 213 χλμ.

Ο χάρτης απεικονίζει τις 91 παραλίες του νησιού, με τη σειρά αρχίζοντας από την Κώμη.


1.Κώμη

2. Λιλικάς
Share:

Μία εισαγγελέας με @@@

 Έφτασε και πολλοί τη βλέπουν σα Νέμεσι. Θα είμαστε άραγε τυχεροί όντως? Να λοιπόν τα βασικά, για μια Κυρία που μαγνητίζει τις ελπίδες μας >

Καρπάθια, Λουξεμβούργο, Αθήνα- 3 στιγμές από τη ζωή της:

Έχει συνηθίσει να βρίσκεται απέναντι στην εξουσία – κι όχι να την υπηρετεί.


Είναι η πρώτη Ευρωπαία Εισαγγελέας, επικεφαλής της νεοσύστατης Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO), και εκείνη που σήμερα ερευνά μεθοδικά το σκάνδαλο-μαμούθ του ΟΠΕΚΕΠΕ, ένα σύστημα κατανομής αγροτικών επιδοτήσεων που – σύμφωνα με τη δικογραφία – εξελίχθηκε σε εργαλείο διασπάθισης κοινοτικών πόρων από ένα δίκτυο κρατικών αξιωματούχων και ιδιωτών.


Απτόητη από τις απειλές και τις προσπάθειες εκφοβισμού που κατήγγειλε δημοσίως, δηλώνει πως δεν θα επιτρέψει «να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη από το πραγματικό ερώτημα: υπήρξε οργανωμένη απάτη και διαφθορά;».

Η Κοβέσι γεννήθηκε το 1973 στο Σφάντου Γκεόργκε της Τρανσυλβανίας, έπαιξε μπάσκετ στην εθνική νεανίδων της Ρουμανίας και σπούδασε νομικά στο Κλουζ-Ναπόκα και στο Τιμισοάρα, με διδακτορική διατριβή στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.


Το 2006 έγινε η πρώτη γυναίκα Γενική Εισαγγελέας της Ρουμανίας – και η νεότερη στην ιστορία της χώρας.


Το 2013 ανέλαβε την Εθνική Διεύθυνση Καταπολέμησης της Διαφθοράς (DNA), μετατρέποντάς την σε φόβητρο του ρουμανικού πολιτικού κατεστημένου.


Κατά τη θητεία της, οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη δεκάδες υπουργοί, βουλευτές, «τοπικοί άρχοντες» και ο πρώην πρωθυπουργός Αντριάν Ναστάζε. Το 2016 ανανεώθηκε η θητεία της με την υποστήριξη της Κομισιόν, των ΗΠΑ και πλήθους πολιτών, όμως δύο χρόνια μετά αποπέμφθηκε ύστερα από πολιτική στοχοποίησή της από το κυβερνών Κόμμα.


Το 2020, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε πως η απομάκρυνσή της παραβίασε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και την ελευθερία έκφρασης. Το 2019, η Ευρωβουλή την εξέλεξε πρώτη Ευρωπαία Εισαγγελέα, παρά τις αντιδράσεις της κυβέρνησης του Βουκουρεστίου.


Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ερευνά τη μεγαλύτερη υπόθεση κοινοτικής απάτης στην Ελλάδα: μια πολύχρονη πρακτική διανομής «εικονικών βοσκοτόπων», που φέρεται να αποσπούσε εκατομμύρια από τα ευρωπαϊκά ταμεία, μέσω κατανομών σε εκτάσεις που ούτε νοικιασμένες ήταν ούτε χρησιμοποιούνταν.


Το σκάνδαλο φέρεται να γεννήθηκε το 2019 να φούντωσε επί Βορίδη και Αυγενάκη.


Η έρευνα της EPPO αφορά πάνω από 40 πρόσωπα,  πολιτικούς, κρατικούς υπαλλήλους, μέλη ΔΣ και συνεργαζόμενες εταιρείες. Σε βάρος τους ερευνώνται αδικήματα όπως απάτη, συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η ίδια η Κοβέσι προειδοποίησε ότι η έρευνα δεν θα σταματήσει «παρά τις παρεμβάσεις και την παρεμπόδιση των εισαγγελέων».


Η Κοβέσι έχει βρεθεί στο προσκήνιο και για άλλες υποθέσεις: από το δυστύχημα των Τεμπών και τις πιέσεις για διερεύνηση παράνομου φορτίου, μέχρι τη διαμάχη με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τα SMS με τον CEO της Pfizer.


Η EPPO έχει απειλήσει με προσφυγή κατά της Κομισιόν, καταγγέλλοντας ότι «στραγγαλίζει» τη λειτουργία της μειώνοντας τους πόρους της, σε μια περίοδο που οι έρευνες αυξάνονται εκθετικά: 200 υποθέσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης μόνο το 2023.


Ταυτόχρονα, η Εισαγγελία της διεξάγει πολυεθνική έρευνα για απάτες ΦΠΑ ύψους 1,3 δισ., με εμπλοκή ακόμη και της Καμόρα.


Η ίδια η Κοβέσι δήλωσε: «Δεν υπάρχουν δύο διαφορετικοί κόσμοι εγκληματικότητας – οι μαφιόζοι του δρόμου και οι εκπρόσωποι του οικονομικού εγκλήματος είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος».


Η Λάουρα Κοβέσι είναι πλέον κάτι περισσότερο από εισαγγελέας. Είναι σύμβολο μιας άλλης Ευρώπης: εκείνης που δεν φοβάται να αγγίξει τους ισχυρούς, να εκθέσει την Κομισιόν, να συγκρουστεί με κράτη-μέλη και να κατηγορήσει δημόσια διεφθαρμένους υπουργούς, ευρωτεχνοκράτες ή πολυεθνικές.


Απέναντί της, συχνά στήνονται εμπόδια: μισές αλήθειες, ψευδείς καταθέσεις, κατεστραμμένα πειστήρια, πρόθυμοι επιστήμονες και νομικές ασυλίες. Όμως εκείνη επιμένει. Και γι’ αυτό, όταν φτάνει στη χώρα σου, να ξέρεις πως κάποιος πρέπει να φοβάται. Όχι η ίδια.

Άρης Μαρουλης. 

Share:

Σε μια γειτονιά της Αθήνας.

 Σάββατο πρωί. Σε μια γειτονιά της Αθήνας. Μια  πολύβουη λαϊκή αγορά 

Ένα σεργιάνι στις γειτονιές του κόσμου...

Μόλις περάσεις τον πρώτο πάγκο έχεις κιόλας μπει σε άλλη διάσταση. Χωρίς στίγμα.


Ευρώπη, Ασία, ήπειροι, χώρες, πόλεις, άλλες ώρες, άλλα ημισφαίρια, ένας κοινός δρόμος.

Μια λαϊκή αγορά...

Ανακατα αρώματα μπαχαρικά, φρούτα, φαγητά, ζωηρά χρώματα, όλα στροβιλίζονται! Γεύσεις που αναδύονται από το βυθό της ύπαρξης σου  που σε ταξιδεύουν στις  γευστικές  στιγμές της ζωής... 

Κάθε φρούτο και μια ανάμνηση. 

Τότε που η φέτα το καρπούζι σε παιδικά χεράκια, είχε την γεύση της ανεμελιάς. 

Τα αμπελόφυλλα ήτανε ντολμαδάκια τυλιγμένα με αγάπη στο οικογενειακό τραπέζι... 

Όλα γύρω ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι γεύσεων, συναισθημάτων αναμνήσεων. Χορεύεις μαζί του. 

Άγνωστες φωνές, άγνωστοι άνθρωποι, διαλαλούν, πουλούν αγοράζουν...

Στις ζυγαριές πάνω στους πάγκους ζυγιάζονται όλα... Αυτά που είναι προς πώληση και εκείνα που μόνο χαρίζονται!

Ακριβές στιγμές που λάμπουν, ανάμεσα σε "φτηνά" προϊόντα...

Πετούν σαν πυγολαμπίδες. Άμα προλάβεις...

Στερεά, υγρά, καρποί της Γης και της θάλασσας, προϊόντα από αλυσίδες παραγωγής εργοστασίων. Ένα μωσαϊκό χρωμάτων, γεύσεων, αισθήσεων...

Κι εσύ μια σταγόνα  ανάμεσα του που ακολουθεί την ροή στο ποτάμι της Ζωής.

Αφήνεσαι. Γίνεσαι ανάλαφρος σαν χρωματιστό μπαλόνι σε χέρια παιδικά...

Αν σε ρωτήσουν τώρα " ποιος είσαι;"...

Ο ΚΑΝΕΝΑΣ...να πεις σε όλες τις γλώσσες.

Καμία ηλικία, καμία ταυτότητα, καμία ιδιότητα.

Μήπως έχουν αυτοί που στέκονται πίσω από τους πάγκους, εκείνοι που κοντοστέκονται για να ρωτήσουν τις τιμές, αγγίζουν σαν να μπορούν να καταλάβουν αν είναι καλές οι μελιτζάνες, οι ντομάτες, τα φρούτα εποχής;

Στάσου μια στιγμή! 

Κοίτα γύρω...

Ποιος είναι ο ντόπιος,  ο συγγενής; Ποιος είναι ο " ξένος";

Ποιος ο υγιής, ποιος ο ασθενής; Ποιος ο χαρούμενος, ποιος ο θλιμμένος; 

Ποιος ο μόνος ή ο συντροφευμένος, ποιος ο πλούσιος; Ποιος ο φτωχός;  

Ποιος είναι αυτός που λύγισε από τα βάρη της ζωής και εκείνος που τα σηκώνει αγόγγυστα; 

Ανάμεσα σε πάγκους με απλωμένες πραμάτειες, ρούχα,  παπούτσια, εσώρουχα, φρούτα, λαχανικά, ψάρια, ξηρούς καρπούς, γλυκά, είδη σπιτιού... 

Ευγενικά χαμόγελα από γενναιόδωρα χείλη εναλλάσσονται με κοφτά λόγια από κουμπωμένες καρδιές.

Χάνεσαι.

Μήπως και βρεθείς.

Μήπως ανταμώσεις στο τέλος του δρόμου με εκείνους που σου λείπουν.

Τους συνοδοιπόρους σου.

Τον Άνθρωπο.

Ενα Σάββατο πρωί. 

Σε μια λαϊκή αγορά. 

Μια βόλτα.

Στις γειτονιές ενός άνυδρου,  ερημωμένου κόσμου σε περιδίνηση

Που ακριβύνανε τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα και φτηνωσε η ανθρώπινη ζωή...


Ευγενία Κωττη. 

Share:

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ

> Ελπίζουμε να βασιστούμε σε πιστούς αναγνώστες και όχι σε ακανόνιστες διαφημίσεις. Ευχαριστώ!

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Blog Archive

Recent Posts